Το 1906, μία πινακίδα που εμφανίστηκε στον πρώτο όροφο στον αριθμό 3 της οδού Ερμού, έμελλε να οριοθετήσει το πέρασμα της ελληνικής μόδας από τη μοδιστρική στους οίκους υψηλής ραπτικής. O “Maison de blanc Tsouchlos” απευθυνόταν καταρχήν αποκλειστικά στην παιδική ηλικία, πολύ γρήγορα όμως άρχισε να εμφανίζει και γυναικεία σύνολα.

Διαβάστε ακόμη: Γιάννης Τσεκλένης: Τα σχολικά ντεφιλέ του βγήκαν από τον παράδεισο

Και εγένετο Ευρώπη

Το κτίριο του οίκου στην οδό Διδότου.

Το κτίριο της Ερμού 3 σήμερα δεν υπάρχει, όπως άλλωστε και πληροφορίες που να αφορούν τους ιδρυτές του οίκου Τσούχλου. Από τον τρόπο όμως που ο οίκος λειτούργησε τις επόμενες δεκαετίες, μπορούμε να αντλήσουμε κάποια συμπεράσματα. Στο Λεωνίδιο υπάρχει ένα αρχοντικό Τσούχλου και ένα ομώνυμο σχέδιο στην τσακώνικη υφαντουργική τέχνη, όμως δεν γνωρίζουμε αν έχουν σχέση με τον σχεδιαστή. Αποτελεί όμως μια πολύ καλή αφετηρία για τους ιστορικούς της μόδας στο μέλλον.

Ο οίκος Τσούχλου έγινε σύντομα δημοφιλής στην καλή αθηναϊκή κοινωνία. “Εκείνη την εποχή οι γνωστές, οι κοσμικά γνωστές Αθηναίες ντυνότανε στον Τσούχλο. Αργότερα ήρθε ο Φιλήμων, υπήρχαν και δύο αδέρφια (σ.σ. ο Κώστας και ο Ντίνος Μαυρόπουλος του ομώνυμου οίκου) που δούλευαν. Ήταν τότε ό,τι ήταν της μόδας. Ό,τι ήταν της μόδας στο Παρίσι, αυτοί οι οίκοι Τσούχλου, Φιλήμονος και άλλοι δύο μεγάλοι, πήγαιναν αυτές και ράβανε”, θυμάται μια socialite της εποχής, που κατέθεσε την ανάμνησή της στα αρχεία προφορικής παράδοσης Istorima. “Και ήξερε, ξέραμε περίπου η καθεμία πού είχε ράψει το φόρεμα. Ήταν ρούχα ακριβά, πάρα πολύ ωραία ρούχα. Δηλαδή δεν ήταν όπως τώρα οι νέοι, που μπορούν να παν να χορέψουν, με οτιδήποτε ρούχο φοράει η κοπέλα. Έπρεπε να έχεις ρούχο, το οποίο αν δεν πήγαινες στους ακριβούς οίκους, πρέπει να ήσουνα πολύ καλόγουστη, να ήταν πολύ καλοραμμένο, να είσαι πολύ καλοντυμένη για να πας. Όχι ότι δεν επιτρεπόταν, αλλά ήταν ο συναγωνισμός των γυναικών, μεταξύ των γυναικών. Δεν μπορούσες να πας άσχημα ντυμένη!”. Παρόμοιες περιγραφές εμφανίζονταν και στις κοσμικές στήλες των τότε εφημερίδων. Αντιγράφουμε από ένα ρεπορτάζ που αφορά ένα δείπνο στη βραζιλιάνικη πρεσβεία: “Ωραίες εμφανίσεις: η κυρία Μπουφίδη με υπέρκομψη τουαλέττα από βελούδο και μαύρο ταφτά με βολάν, ωραιότατο μοντέλο Τσούχλου, όπως και η δις Παπαμανώλη με μπλε νατιέ μπροκάρ”.

Το πρώτο ατελιέ του οίκου στην Ερμού 3 (η πινακίδα του διακρίνεται πάνω από τη σημαία).

Το Παρίσι στην Αθήνα

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οι γυναίκες ράβονταν σε ράφτρες (και οι οικονομικά ασθενέστερες μόνες τους). Οι κυρίες της καλή κοινωνίας έφερναν τη ράφτριά τους στο σπίτι τους, όπου έμενε για κάποιες μέρες για να αξιοποιήσει τα υφάσματα που έφερνε ο σύζυγός τους από κάποιο ταξίδι του στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή αγόραζαν οι ίδιες από τις περιορισμένες επιλογές των μεγάλων αθηναϊκών καταστημάτων.

Η Θωμαϊς Τσούχλου με την κόρη της Μάρω.

Ο οίκος Τσούχλου οφείλει σε πολύ μεγάλο ποσοστό την επιτυχία του στον παριζιάνικο αέρα που έφερε στον πλέον εμπορικό (και μοναδικό την εποχή εκείνη) δρόμο της πρωτεύουσας. Το ζεύγος Τσούχλου ταξίδευε στη γαλλική πρωτεύουσα και έφερνε πατρόν, σχέδια και υφάσματα, τα περισσότερα μάλιστα έφεραν την υπογραφή των κορυφαίων γαλλικών οίκων υψηλής ραπτικής. Ο οίκος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του πριν την έλευση των ενδυμάτων prêt à porter, όμως συνέχισε να εξυπηρετεί την πελατεία του με κατά παραγγελία ενδύματα και τις δεκαετίες του 1960-1970. Καταστήματα του οίκου λειτούργησαν στην οδό Ερμού και Νίκης, αλλά το “αρχηγείο” του οίκου αποτέλεσε το ατελιέ της οδού Δαιδάλου στη Πλάκα το οποίο σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Μανώλη Κριεζή.

Ωστόσο, τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά υπάρχουν μαρτυρίες για δύσκολες συνθήκες εργασίας στα εργαστήρια ραπτικής του οίκου Τσούχλου που καθρεφτίζουν τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες της εποχής. Δύο ανώνυμες επιστολές που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Ριζοσπάστης, ήταν ενδεικτικές των εργασιακών συνθηκών όπου επικρατούσαν. Η πρώτη που δημοσιεύτηκε το 1927 κάνει λόγο για τις κακές εργασιακές συνθήκες που βίωναν 60 εργάτριες στα υπόγεια εργαστήρια του οίκου, ενώ εκείνο του 1933 για το ωράριο 13+ ωρών ημερησίως όπου εργάζονταν 30 εργάτριες. Άνθρωποι όπου εργαζόντουσαν στο χώρο της μόδας μερικά χρόνια αργότερα καταθέτουν πως τέτοια ωράρια στο χώρο ήταν ευρύτατα διαδεδομένα και πως μόλις καθιερώθηκε το οκτάωρο (ακόμη και με τις όποιες υπερβάσεις του), πολλοί οίκοι έκλεισαν.

Η διαδοχή του οίκου

Ο Δημήτρης Τσούχλος αποβίωσε το 1940, κατά τη διάρκεια της ιταλικής επίθεσης, ενώ η σύζυγός του Σταυρούλα έφυγε το 1948, υπό περίεργες μάλιστα συνθήκες. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου, προέκυψε σκάνδαλο από τη κατηγορία για εντοπισμό κομμουνιστικού μηχανισμού στον οίκο Τσούχλου την εποχή μάλιστα όπου η επιχείρηση άκμαζε. Η ιστορία αυτή οδήγησε στο ξαφνικό τέλος της Σταυρούλας Τσούχλου. Αν και επίσημα ως αιτία θανάτου καταχωρήθηκε η αυτοκτονία, κάποιες πηγές, όπως δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη, αλλά ακόμα και δημοσίευμα του Time Magazine (6/12/1948) μιλούν για δολοφονία της Τσούχλου με τη μέθοδο της “αυτοκτονίας κατά την ανάκριση” και πιο συγκεκριμένα για ρίψη της από τον 3ο όροφο της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών.

Το ζευγάρι των ιδρυτών διαδέχτηκε η Θωμαϊς “Μίτσα” Τσούχλου η οποία διηύθυνε το τμήμα υψηλής ραπτικής στον οδό Διδότου, ο Χάρης που ανάλαβε το κατάστημα της οδού Ερμού και ο τρίτος αδελφός Χρήστος την προμήθεια υφασμάτων. Το 1960 ο οίκος ανοίγει καινούριο κατάστημα επί της οδού Νίκης, όπου ξεκίνησε να πωλείται το pret-a-porter. Τη Θωμαϊδα διαδέχθηκε η κόρη της Μάρω, που από Τσούχλου κατέληξε, ύστερα από το γάμο της, Ζαχμανίδη. τη Θωμαϊδα διαδέχτηκε η κόρη της Ιριδα Ζαχμανίδη, ενώ ο Χάρης Τσούχλος αυτοκτόνησε. Κάπου εκεί μαζί με το τέλος του επωνύμου έφτασε και αυτό του οίκου.

Διαβάστε ακόμη: Jean Desses | Τι δεν γνωρίζουμε για τον κορυφαίο Έλληνα σχεδιαστή; 

Το οριστικό τέλος

Το 1989 ο οίκος πέρασε στην οικογένεια Κριθαριώτη. “Ο oίκος θα έκλεινε, αλλά οι κληρονόμοι δεν είχαν τα κεφαλαία να αποζημιωθεί το προσωπικό. Τότε συνέβη κάτι πρωτόγνωρο: οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να συντηρήσουν τον οίκο μόνοι τους. Για 2-3 χρόνια συνέχιζαν να ράβουν τις πιστές πελάτισσες του οίκου. Όμως, κάποια στιγμή ήταν ανέφικτο να συνεχίσουν, υπήρχαν προβλήματα. Τότε ο πατέρας μου αγόρασε την επιχείρηση. Στο κτίριο αυτό στεγάζεται ακόμη το ατελιέ μου, καταθέτει η Σήλια Κριθαριώτη, στην κατοχή της οποίας πέρασε το κτίριο της οδού Διδότου, αλλά και η εμπορική χρήση της επωνυμίας Τσούχλος για λίγα χρόνια. “Η μητέρα μου, Ελισάβετ Μήτσου, είχε δουλέψει στα νεανικά της χρόνια στο λογιστήριο του ατελιέ, μετά από προτροπή του λοχαγού θείου της και επιστήθιου φίλου του Χάρη Τσούχλου. Από τότε διατηρούσε φιλικές με το προσωπικό του οίκου, με καλύτερες φίλες της το μοντέλο καμπίνας, όπως λεγόταν τότε το μοντέλο που έδειχνε τα ρούχα μέσα στον οίκο, Ντόρα Λειβαδά, αλλά και την πρεμιέρα Λίλα Βελέτζα, η οποία και με εισήγαγε στη μαγεία της μόδας» […] “Αργότερα, όταν η μητέρα μου πήγαινε στον οίκο ως πελάτισσα, με έπαιρνε μαζί της στις πρόβες. Με θυμάμαι από μικρό παιδί να πηγαίνω στον Τσούχλο, να παρατηρώ ρούχα, μοδίστρες, υλικά”. Η επωνυμία “οίκος Τσούχλου” κατέβηκε μόλις η Σήλια Κριθαριώτη ξεκίνησε το προσωπικό της ταξίδι στο χώρο της μόδας.

Τα απομεινάρια ενός οίκου

Από τον οίκο Τσούχλου πέρασαν πολλά μεγάλα ονόματα της ελληνικής διανοήσης. Η Σταυρούλα Τσούχλου διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Κώστα Βάρναλη και τον Κάρολο Κουν, ενώ πελάτισσες υπήρξαν οι ηθοποιοί Άννα Καλουτά, Ρένα Βλαχοπούλου και Άννα Κυριακού. Στα βαριά πελατειακά όνοματα περιλαμβάνονταν οι κυρίες Κορυζή, Ποταμιάνου, Πεσματζόγλου, Γαβριήλ και Αβέρωφ, ενώ από τον οίκο ξεκίνησαν τη καριέρα τους στο χώρο της μόδας το μανεκέν Έφη Μελά (σύζυγος αργότερα του Γιάννη Τσεκλένη), η Αντουανέττα Ροντοπούλου (ιδιοκτήτρια της σχολής μοντέλων) και η Μάρα Νησιώτη (του θρυλικού οίκου ασημικών).