Ο χώρος της υψηλής μόδας είναι εκλεπτυσμένος. Οι άνθρωποι της μόδας χαμογελούν, ομιλούν σιγανά, ευγενικά, δεν κάνουν ποτέ χειρονομίες. Ο χώρος της μόδας έχει ποιότητα, έχει τρόπους. Λένε “παρακαλώ” όταν ζητήσουν κάτι και “ευχαριστώ” μόλις αυτό υλοποιηθεί. Οι άνθρωποι της μόδας είναι πολιτισμένοι. Οι άνθρωποι της μόδας δεν τσακώνονται, δεν υψώνουν τη φωνή, δεν βρίζουν ακόμη και στη μητρική -άγνωστη στους υπόλοιπους- γλώσσα. Οι άνθρωποι της υψηλής ραπτικής δεν… ξεκατινιάζονται.

Έτσι ο οίκος Chanel για παράδειγμα, μόλις ανακοίνωσε τη λύση της συνεργασίας του με τη δημιουργική του διευθύντρια Virginie Viard το 2024, την ευχαρίστησε για τη συνεισφορά της και της ευχήθηκε τα καλύτερα για το μέλλον. Καμία αναφορά βέβαια για τις αγριοφωνάρες που ακούστηκαν στα backstage και κόντεψαν να παρελάσουν στην πασαρέλα του ντεφιλέ. Φημολογείται πως η αντίθεσή της με τον διευθυντή μάρκετινγκ του οίκου αποτέλεσε την αιτία της “αποχώρησής” της.

Διαβάστε ακόμη: Αποχώρηση “βόμβα”: Η Maria Grazia Chiuri φεύγει από τη Dior μετά από μια «χρυσή» εποχή

Το “πνεύμα” θύμα στο κέρδος

Από την άλλη η μόδα και η υψηλή ραπτική αποτελούν ένα χώρο για “χοντρές μπίζνες”. Πόσο “χοντρές”; Φανταστείτε πως οι 5-6 μεγαλύτεροι οίκοι πολυτελών προϊόντων παράγουν τον ίδιο τζίρο με την εθνική μας οικονομία! Τα κέρδη που διακυβεύονται είναι τεράστια, το ίδιο και τα μπόνους των μεγαλοστελεχών. Το “πνεύμα της Chanel”, του Dior, του Louis Vuitton ή του Hermes είναι μια καραμέλα που δεν παύει στιγμή να πιπιλιέται, που όμως φτύνεται ακαριαία μετά βδελυγμίας μπροστά στην προοπτική του κέρδους.

Σαφώς και δεν είναι στο “πνεύμα της Chanel” τα μπούμερανγκ που παρουσίασε ο αξιοσέβαστος οίκος για τις μπουτίκ του στην Αυστραλία ή οι τσάντες τύπου Ikea με την υπογραφή Balenciaga (!), είτε η δερμάτινη τσάντα – αστακός της Louis Vuitton. Η Coco Chanel θα πέταγε μεγαλόφωνα ένα μεγαλοπρεπές “merde”, “σκ@τ@”, και θα ζητούσε την κεφαλή επί πινάκι εκείνου που είχε αυτή την απαίσια ιδέα. Που δύσκολα να πιστέψουμε πάντως πως αυτός ήταν ο Karl Lagerfeld, ο οποίος πάντως αμαγκάστηκε να απολογηθεί εκ μέρους του οίκου: “Η Chanel είναι εξαιρετικά αφοσιωμένη στον σεβασμό όλων των πολιτισμών και λυπάται βαθιά που κάποιοι μπορεί να ένιωσαν προσβεβλημένοι.

Η έμπνευση προήλθε από δραστηριότητες αναψυχής από άλλα μέρη του κόσμου και δεν ήταν πρόθεσή μας να μην σεβαστούμε την κοινότητα των Αβορίγινων και των νησιωτών του Πορθμού Τόρες και τη σημασία τους για το μπούμερανγκ ως πολιτιστικό αντικείμενο. Ως εκ τούτου, αυτό το αντικείμενο συμπεριλήφθηκε σε μια σειρά αθλητικών ειδών”.

Διαβάστε ακόμη: Σφηκοφωλιά: Η κομψή λεπτομέρεια που αντέχει στον χρόνο

Το σύνδρομο Covid

Η πανδημία Covid-19 έπιασε ανεμβολίαστους του μεγάλους οίκους υψηλή ραπτική και πολυτελών προϊόντων, που είδαν τους τζίρους και τα κέρδη τους να γκρεμίζονται, όπως τα επίπεδα του οξυγόνου στον οργανισμό ενός νοσούντος. Έτσι στα συμπτώματα του Covid-19 καταγράφηκε και η έντονη νευρικότητα του monsieur Arnault, της οικογενείας και των μεγαλοστελεχών του. Το ίδιο συνέβη και με τους Pinault και με τους υπόλοιπους μαικήνες της μόδας. Κανείς δεν αγόραζε πανάκριβα προϊόντα, που δεν μπορούσε να τα επιδείξει, όσο κρατούσε ο περιορισμός κατ’ οίκον. Στη συνέχεια τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν σταδιακά αλλά ολοένα και καλύτερα, η νευρικότητα όμως παρέμεινε.

Πρώτος και καλύτερος υποψήφιος προς αποχώρηση είναι ο δημιουργικός διευθυντής του κάθε οίκου, ο άνθρωπος που υπογράφει όλες τις κολεξιόν του: είτε αυτές αφορούν ρούχα, είτε πορτοφόλια και περιλαίμια σκύλου. Βέβαια ο κάθε καλλιτεχνικός διευθυντής – σχεδιαστής έχει δώσει δείγματα του ταλέντου του προτού καν προσληφθεί, όμως η πρόσληψή του τον τοποθετεί αυτομάτως στο στόχαστρο του ιδιοκτήτη, του οικονομικού διευθυντή και του διευθυντή μάρκετινγκ.

Εμβληματικές “αποχωρήσεις”

Ένας κορυφαίος σχεδιαστής, ένα κεφάλαιο για την υψηλή ραπτική, ο Yves Saint Laurent, προσελήφθη από τον ίδιο τον Christian Dior ως ο άξιος διάδοχός του, μόλις αυτός διαισθάνθηκε τον θάνατό του, αν και ακόμη στα πρώτα -ήντα του. Ο Dior όντως πέθανε και δεν πρόλαβε να χαρεί την πρώτη κολεξιόν του Yves Saint Laurent, που έτυχε θριαμβικής υποδοχής. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με δεύτερη, γιατί μια σημαντική μείωση του μήκους της φούστας αρκετά πάνω από το γόνατο, σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, οπωσδήποτε όμως αρνητικά.

Ο ιδιοκτήτης του οίκου του έριξε από δίπλα τον Mark Bohan για “να το βοηθάει”. Κάπου ανάμεσα στην 3η και την 4η κολεξιόν η πατρίδα κάλεσε τον Saint Laurent να βοηθήσει στον πόλεμο με την Αλγερία και ενώ ο πανίσχυρος ιδιοκτήτης με τις γνωριμίες που είχε θα μπορούσε να τον απεμπλέξει από τις υποχρεώσεις του, δεν το έκανε. Ο Saint Laurent ντύθηκε στο χακί και πολύ σύντομα κατάρρευσε ψυχολογικά και κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική. Εκεί έμαθε την αντικατάστασή του από τον Mark Bohan. Η αποτυχία της 2ης κολεξιόν δεν του συγχωρέθηκε ποτέ. Κάπως έτσι στα “μουλωχτά” αποχώρησε το 2024 ο Sabato De Sarno ύστερα από δύο χρόνια συνεργασίας με τον οίκο Gucci, επειδή οι πωλήσεις δεν έλεγαν να πάρουν τα πάνω τους.

Το ίδιο συνέβη και με την καλλιτεχνική διευθύντρια του οίκου Dior Maria Grazia Chiuri. Αποχώρησε (την “αποχώρησαν”;) πρόσφατα, ύστερα από 9 χρόνια. Η Chiuri δεν είναι η πρώτη και σίγουρα ούτε η τελευταία από τους καλλιτεχνικούς διευθυντές των κορυφαίων οίκων μόδας, που θυσιάστηκαν στο βωμό της ανανέωσης, με την ελπίδα ότι τα έσοδα θα πάρουν πάλι την ανιούσα.

Μια ξεχωριστή περίπτωση

Ο John Galliano λογίζεται σίγουρα ανάμεσα στους πολύ ταλαντούχους σχεδιαστές του καιρού μας, ένα κεφάλαιο για την υψηλή ραπτική και τη μόδα και ο οίκος Dior ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος που τον είχε καλλιτεχνικό διευθυντή του από το 1996. Όμως κάποιες ατυχείς δηλώσεις του Galliano το 2010 χαρακτηρίστηκαν αντισημιτικές και ήταν δύσκολο να μαζευτούν. Ακόμη και οι εμβληματικές ambassadors του οίκου στράφηκαν εναντίον του. Ο οίκος Dior αναγκάστηκε να τον απολύσει, όπως και από τον οίκο Galliano, τον οποίο ο ίδιος είχε δημιουργήσει, αλλά η ιδιοκτησία του ανήκει στον όμιλο LVMH, της οικογένειας Arnault. Κανείς οίκος δεν ρισκάρει ένα ενδεχόμενο lockdown των προϊόντων του. Ύστερα από δύο χρόνια απραξίας ο John Galliano προσελήφθη ως καλλιτεχνικός διευθυντής από τον οίκο, από τον οποίο αποχώρησε το 2024 χωρίς να δοθούν αμοιβαίες εξηγήσεις.

Στις 21 Νοεμβρίου 2013, το Εφετείο του Παρισιού διέταξε την Christian Dior Couture SA και την John Galliano SA να καταβάλουν στον John Galliano 2.500 ευρώ έκαστη και τα δικαστικά έξοδα. Ο Galliano ζητούσε αποζημίωση ύψους 6 εκατομμυρίων ευρώ.