Από τον Jean Desses και τον Γιάννη Τσεκλένη στη σύγχρονη ελληνική μόδα. Θυμάμαι την Έλενα Κουντουρά να αφηγείται στην εκπομπή «Ιστορίες Μόδας»: «Η χρυσή εποχή της μόδας είναι η εποχή του ‘80 και του ‘90. Αυτή η χρυσή εποχή που έζησα ήταν συγκλονιστική. Σχολείο ζωής». Και σήμερα; Ο πάντοτε προφητικός Γιάννης Τσεκλένης μου είχε πει: «Ταλέντο υπάρχει. Αν αυτό το ταλέντο πειθαρχήσει και συνεργαστεί, θα έχει και δυναμική παρουσία. Όπως συνέβη με την Olympic Airways, την «Onassis Airways», τον Νιάρχο, «those fabulous Greeks», τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, την Μελίνα, τον Dassin, τον παραγωγικό κρότο, την αγάπη για την Ελλάδα».

Και η νέα χρυσή εποχή; Η Μary Katrantzou αφηγείται εμπριμέ ιστορίες χωρίς μετάφραση. Η Σήλια Κριθαριώτη τολμά να αναμετρηθεί με τους κουτυριέ του Παρισιού, ο Χρήστος Κωσταρέλος είναι ο αγαπημένος  σχεδιαστής της Μeghan Markle, ο Βρεττός Βρεττάκος ντύνει από την Jennifer Lopez μέχρι την Βeyonce…

Και ο Βασίλης Ζούλιας μαθαίνει …ελληνικά στην «Emily in Paris», την ίδια στιγμή που η πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Σχεδιαστών Μόδας, Ορσαλία Παρθένη, επιμένει με δημοκρατική μόδα, ο Λάκης Γαβαλάς ταξιδεύει τη δική του Ελλάδα παντού, η Δάφνη Βαλέντε σμιλεύει το γυναικείο σώμα με πλισέ, ο Γιώργος Ελευθεριάδης εξάγει ανδρόγυνο Greek design και ο Δημήτρης Ντάσσιος αποθεώνεται στις διεθνείς εκθέσεις.

Βασίλης Ζούλιας

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Vassilis Zoulias (@vzoulias)

«Η ελληνική μόδα ήταν κάποτε διεθνής όταν ο Έλληνας Jean Desses μεσουρανούσε στο Παρίσι, ο Ντίμης Κρίτσας στη Νέα Υόρκη και ο «θρύλος» Γιάννης Τσεκλένης, ο οποίος, κάποτε πουλούσε παντού με αφιερώματα στον ξένο Τύπο και όλα τα σημαντικά περιοδικά της εποχής. Ο «τεράστιος» Τσεκλένης ήταν και αυτός που οραματιζόταν μια Εβδομάδα Μόδας στην Αθήνα και μάλιστα στο Hilton με καλεσμένους δημοσιογράφους από ολόκληρο τον κόσμο. Μιλάμε βέβαια για τα sixties και τα seventies όπου η Ελλάδα ήταν της …μόδας και τα φώτα του κόσμου ήταν στραμμένα πάνω της. Η χρυσή εποχή της μόδας. Μια εποχή στην οποία έζησαν μύθοι όπως η Μαρία Κάλλας και ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Και η Μελίνα Μερκούρη γινόταν σιγά σιγά η διεθνής μας πρέσβειρα, ντυμένη από Έλληνες σχεδιαστές αλλά και από τον Christian Dior.
Στα eighties είχαμε την μοναδική περίπτωση του Billy Bo με επιδείξεις με όλα τα διεθνή top models της εποχής, από την Pat Cleveland  έως την Kirat, μούσα του Ιβ Σεν Λοράν. Στα nineties και τα 00s, η Σοφία Κοκοσαλάκη δημιούργησε αίσθηση με τις πτυχώσεις και το μοναδικό της ταλέντο, βάζοντας μας ξανά στον παγκόσμιο χάρτη. «Έφυγε» δυστυχώς νωρίς…

Στο σήμερα λοιπόν … Στους Έλληνες δημιουργούς δεν λείπει απολύτως τίποτε πέρα από τις μεγάλες πολυεθνικές που κινούν τα νήματα της μόδας στον υπόλοιπο κόσμο. Μένει μόνο να πιστέψουν η Κυβέρνηση και κάποιοι δυνατοί επιχειρηματίες και επενδυτές στην τεράστια δυναμική της ελληνικής μόδας για να εξελιχτεί σε δυνατή βιομηχανία. Μέχρι τότε εμείς θα συνεχίσουμε να είμαστε οι καλύτεροι επενδυτές του εαυτού μας».

Ορσαλία Παρθένη

«Η Αθήνα, η Ελλάδα, είναι σήμερα τουριστικός προορισμός. Έχουμε γίνει landmark σε σχέση με τους τουρίστες, βρισκόμαστε σε οδηγούς, όλοι θέλουν να μάθουν τι φτιάχνει η Ελλάδα σε σχέση με το ντιζάιν. Για πολλούς το φολκλόρ εξακολουθεί να είναι ελληνικό. Το τι είναι ελληνικό στην εποχή που ζούμε, που είμαστε πολίτες του κόσμου, δεν μπορεί να είναι εθνοκεντρικό, ούτε φολκλόρ. Οι ξένοι εκτιμούν το λιτό, διαχρονικό ντιζάιν. Τους αρέσουν τα ανδρόγυνα looks, καταλαβαίνουν την ευκολία των ρούχων που είναι για διακοπές, τους αρέσει και η ιστορία. Εμείς είμαστε στο ίδιο location από το 1978. Και στην Αθήνα και στη Μύκονο. Αυτό έχει βαριά αξία. Υπάρχουν ρούχα εδώ μέσα που φτιάχνονται εδώ και 40 χρόνια… Και παραμένουν ακόμη επίκαιρα.

Αυτό που έμαθα νωρίς είναι πως για να προτείνεις κάτι πρέπει να είναι πηγαίο. Όχι επειδή είναι της μόδας ή trend.  Τότε δεν έχεις ταυτότητα σαν brand. Ο μπαμπάς μου το κατάλαβε νωρίς, πούλησε image και προσωπικότητα. Δεν ήθελε να κάνει τα χατίρια του πελάτη. Δεν μπορείς να τους ικανοποιήσεις όλους.

Ο Δημήτρης Παρθένης, ιδρυτής του οίκου, ο οποίος άνοιξε αρχικά την πρώτη του μπουτίκ Brigitte τη δεκαετία του ’70 στην Αθήνα, δημιούργησε λίγο μετά τη δική του διάλεκτο στο στιλ, μαζί με μια επανάσταση στον κόσμο της ελληνικής μόδας, φτιάχνοντας «στολές» για νέους ανθρώπους, προσιτές και ευανάγνωστες. Είναι ένας λευκός καμβάς οι δημιουργίες Parthenis. Μέσα από διαχρονικό ύφος, με έναν τρόπο, περνάει και η ιστορία. Τα σχέδια παραμένουν επίκαιρα στο τότε και στο τώρα.

Στα τέλη του ‘70 και στα μέσα του ‘80, ήταν η χρυσή εποχή, όχι μόνο για τον οίκο, αλλά και για την εξέλιξη μας στα nineties, κυρίως για το ότι η μόδα έβγαζε χρήματα. Πούλησε status symbol, άλλαξε το παιχνίδι. Θεωρώ ότι η Ελλάδα είναι ένα μεγάλο κοινό από μόνη της. Δεν απευθυνόμαστε μόνο στο εξωτερικό. Το σλόγκαν «να αγοράζεις ελληνικά», το καταλάβαμε εξ ανάγκης. Για συνειδησιακούς λόγους. Δεν θέλω να γυρίζω πίσω. Κοιτάω μόνο μπροστά. Αν και είναι σημαντικό το παρελθόν. Μαθαίνεις και σε βοηθάει…»

Λάκης Γαβαλάς

«H Eλλάδα υπήρξε διεθνής με τον Τσεκλένη και τις στολές της Ολυμπιακής. ‘Οποτε είχε φήμη οφειλόταν στους Έλληνες σχεδιαστές. Στη Μύκονο ήταν ο Γιάννης Γαλάτης, λόγω των τουριστών, ο οποίος, έντυνε από τη Soraya μέχρι άλλες κυρίες. Το pret-a-porter λεγόταν τότε Parthenis, δημιούργησε δική του σχολή με basics. Μετά εμφανίστηκε ο Billy Bo, ο οποίος, είχε φέρει μοντέλα από το εξωτερικό, ένας όμορφος Έλληνας που ήξερε να κάνει εφέ.

Δεν θυμάμαι από εκεί και πέρα άλλους διεθνείς. Είχαμε σίγουρα την Σοφία Κοκοσαλάκη και τώρα την Mary Katrantzou, με βάση τους το εξωτερικό. Αν κάποιος δεν φορολογείται στην Ελλάδα, τον θεωρώ σχεδιαστή του εξωτερικού.

Δεν υπάρχει κουλτούρα της μόδας στην Ελλάδα, φτιάξανε τα παιδιά έναν Σύλλογο, με την Δάφνη Βαλέντε που εξελίσσεται συνέχεια, ως «βασίλισσα των πλισέ», και ο Βασίλης Ζούλιας έχει δώσει στο εξωτερικό. Για να γίνει κάποιος διεθνής χρειάζεται υποστήριξη από το υπουργείο Πολιτισμού, από ένα ειδικό section που προστατεύει τη δημιουργία μόδας. Να κρίνονται οι σχεδιαστές από ειδικούς που έρχονται από το εξωτερικό, από τις σχολές Parsons και το Central Saint Martins, με ενημέρωση σε μηναία βάση για την εξέλιξη τους, να υπάρχει ένα challenge για τους ανθρώπους εδώ… Έτσι μόνο εξελίσσεται η μόδα. Με εποπτεία.

Δεν μπορούμε να γίνουμε διεθνείς, και αν δεν έχουμε γίνει μέχρι τώρα, δεν πρόκειται. Έχω διδάξει σε σχολές, έχω ταλέντα μέσα, και τα παιδιά αναρωτιούνται τι θα κάνουν. Δεν υπάρχουν καν εκθέσεις, παραποιούνται με άλλες εκδηλώσεις, μια ανεξέλεγκτη Εβδομάδα Μόδας… Ο καθένας μπορεί να δείξει, χωρίς να περνάει από κάποια επιτροπή. Στο εξωτερικό δεν μπαίνουν όλοι στην Εβδομάδα Μόδας. Είναι Fashion Week. Όσο για την ελληνικές βιοτεχνίες, καταδικάζουν τη μόδα, παράγουν κακές κόπιες, κλέβουν ιδέες οίκων του εξωτερικού. Εγώ το απαγορεύω.»

Δάφνη Βαλέντε

«Είναι δύσκολο να πούμε ότι η ελληνική μόδα υπήρξε ποτέ πραγματικά διεθνής, αν τη συγκρίνουμε με το Παρίσι, το Μιλάνο, τη Νέα Υόρκη ή ακόμη και το Λονδίνο. Υπήρξαν βέβαια κάποιες πολύ λαμπερές στιγμές, όπως η καριέρα του Γιάννη Τσεκλένη στο εξωτερικό αλλά δεν μπορεί κανείς να αναφερθεί σε ελληνική μόδα με μόνο ένα όνομα.

Δεν μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για ελληνική μόδα αναφέροντας τους Έλληνες που έκαναν λαμπρές καριέρες στο εξωτερικό, όπως τη Σοφία Κοκοσαλάκη, ή τη Mary Katrantzou, γιατί αναφέρονται σαν σχεδιαστές της χώρας όπου κάνουν καριέρα.

Ο λόγος που δεν κατάφερε να  καθιερωθεί διεθνώς η ελληνική μόδα είναι γιατί δεν υπάρχουν βιομηχανικές μονάδες κατασκευής ρούχου που θα στηρίξουν, θα χρηματοδοτήσουν, θα παράξουν τις συλλογές των Ελλήνων σχεδιαστών, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό. Αυτή τη χρονική στιγμή η εικόνα της μόδας στην Ελλάδα είναι καλύτερη γιατί έχουν βγει πολλά brands με στοχευμένες συλλογές, που έχουν ξεκινήσει να πουλάνε στο εξωτερικό. Φυσικά έχει βοηθήσει πολύ η άνοδος του ποιοτικού τουρισμού με το άνοιγμα luxury ξενοδοχείων, γιατί ο πελάτης αυτών των ξενοδοχείων δεν έρχεται στην Ελλάδα για να ψωνίσει τα brands που βρίσκει στη χώρα του, αλλά ζητάει ελληνικό design. Αυτό είχε  σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών concept stores με Έλληνες σχεδιαστές στους περισσότερους τουριστικούς προορισμούς όπου προβάλλονται οι συλλογές τους και η εξωστρέφεια αυτή ανοίγει σιγά σιγά την πόρτα για διεθνή καριέρα».

Γιώργος Ελευθεριάδης

«Στην χώρα μας τις τελευταίες τρεις, τέσσερις δεκαετίες έχουν γίνει απόπειρες διεθνοποίησης της ελληνικής μόδας, αν εξαιρέσουμε τις ατομικές πρωτοβουλίες που έχουμε δει Έλληνες δημιουργούς να γίνονται διεθνείς.

Αν θα ξεχώριζα μια περίοδο  που είδαμε μια συλλογική δυναμική θα ήταν από το 2005 μέχρι και το 2011, τότε που  μια ομάδα Ελλήνων δημιουργών, με την υποστήριξη, την προώθηση του τότε Συλλόγου, και μέσα από την Εβδομάδα Μόδας, όπως και τις συμμετοχές σε διεθνείς εκθέσεις και showrooms, κατάφερε να βάλει την ελληνική μόδα στον διεθνή χάρτη. Κάτι που δυστυχώς με την δεκαετή  οικονομική κρίση και την διάλυση του Συλλόγου υποβαθμίστηκε σε προσωπικές προσπάθειες που είναι σημαντικές αλλά όχι ικανές να δημιουργήσουν αίσθηση και δυναμική στο fashion made in Greece. Τα προβλήματα  παραμένουν, χωρίς εκπαιδευτικά ιδρύματα με διεθνή standards, κουλτούρα της μονάδας και όχι της ομάδας.

Οι σχεδιαστές χρειάζονται αναβάθμιση. Η κρίση δημιούργησε πολλά fashion brands, κάτι που βοήθησε οικονομικά τον χώρο της  μόδας σε μια δύσκολη περίοδο αλλά έχασε τη δύναμη της ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τη δημιουργικότητα και το status που χρειάζεται ο χώρος μας για να ξεχωρίζει από τα βιοτεχνικά ρούχα.

Το πολύ καλό είναι ότι έχουμε την Ελληνική Ένωση Σχεδιαστών Μόδας που ήδη εργάζεται για όλα. Η  λύση που υπάρχει είναι ο  ακριβής σχεδιασμός με βάση πενταετίας, δημιουργία Σχολής υψηλών προδιαγραφών, κρατική υποστήριξη, συλλογικό και συνεργατικό πνεύμα. Έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο».

Δημήτρης Ντάσιος

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Dimitris Dassios (@dassios_official)

«Χρυσή περίοδος για την ελληνική μόδα δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ. Σαφώς, πάντα υπήρχαν περιπτώσεις που ξεχώριζαν αλλά δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια γενικότερη τάση ή για ένα κίνημα. Ο Τσεκλένης, η Κοκοσαλάκη κι ο Jean Desses ανήκουν σε αυτές τις φωτεινές εξαιρέσεις, όπως φυσικά και κάποιοι Έλληνες σχεδιαστές του σήμερα. Το φως πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα δυνατό σχεδιαστικά προϊόν, μια δυνατή υπογραφή και ένα επιχειρηματικό πρόγραμμα με εξωστρέφεια, ώστε να μπορέσει ο σχεδιαστής να αντιμετωπίσει τη διεθνή αγορά με επιτυχία. Άρα, δεν μπορώ να πω πως υπάρχουν συγκεκριμένα εχέγγυα της επιτυχίας πέρα από την αφοσίωση στο προσωπικό όραμα, την πίστη στην προσωπική δυναμική καθενός στις δικές του ιδέες και στόχους. Μια πίστη, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για εξέλιξη αλλά και για τέχνη γενικότερα».