Giorgio Armani: O εφευρέτης της ήρεμης πολυτέλειας δεν ζει πια εδώ
Αν η Coco Chanel χάρισε στις γυναίκες το μικρό μαύρο φόρεμα, ο Armani τους έδωσε κάτι ακόμη πιο πολύτιμο: το δικαίωμα να φορούν παντελόνια χωρίς να χάνουν τη θηλυκότητα τους.
Υπάρχουν ονόματα που δεν χρειάζονται επεξήγηση. Αρκεί να τα προφέρεις και ο κόσμος της μόδας, της κουλτούρας, ακόμα και της καθημερινότητάς μας αποκτά ένα διαφορετικό βάρος. Ο Giorgio Armani υπήρξε ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Ένας δημιουργός που δεν ακολούθησε ποτέ τις μόδες αλλά τις όρισε, ένας αρχιτέκτονας της απλότητας που μεταμόρφωσε την πολυτέλεια σε κάτι αθόρυβα ισχυρό. Με τον θάνατο του, στα 91 του χρόνια, η Ιταλία και η διεθνής σκηνή αποχαιρετούν έναν βασιλιά που επέλεξε να κυβερνά με διακριτικότητα, συνέπεια και αισθητική.
Διαβάστε ακόμη: Giorgio Armani: 91 χρόνια “ντύνει” το αμερικάνικο όνειρο
Το σακάκι του, αποδομημένο, με υφάσματα που χάιδευαν το δέρμα, έγινε πανοπλία για μια νέα γενιά γυναικών που ήθελαν να δείχνουν δυνατές χωρίς να κρύβουν την κομψότητα τους. Ταυτόχρονα, απελευθέρωσε τους άνδρες από την τυραννία του αυστηρού κοστουμιού, προσφέροντάς τους μια νέα σιλουέτα που συνδύαζε άνεση και στιλ. Ο Richard Gere στο «American Gigolo» παραμένει μέχρι σήμερα η απόλυτη εικόνα του Armani man: χαλαρός, γοητευτικός, μινιμαλιστής με αιτία.
Η πορεία του δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Γεννημένος το 1934 στην Πιατσέντσα, μεγάλωσε σε μια Ιταλία που ακόμα δεν γνώριζε τι σημαίνει βιομηχανία μόδας. Σπούδασε ιατρική, υπηρέτησε στο στρατό, κι έπειτα βρέθηκε να σχεδιάζει βιτρίνες στο πολυκατάστημα Rinascente στο Μιλάνο. Αυτή η φαινομενικά τυχαία στροφή έγινε η αφετηρία μιας διαδρομής που θα τον οδηγούσε από βοηθός του Nino Cerruti στο να ιδρύσει, το 1975, τον δικό του οίκο μαζί με τον Sergio Galeotti, σύντροφο και συνοδοιπόρο του στη ζωή και τη δουλειά. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Armani θα βίωνε την πρώτη μεγάλη προσωπική απώλεια, αλλά ο θρύλος του μόλις ξεκινούσε να χτίζεται.
Η δύναμή του δεν ήταν μόνο στα σχέδια. Ήξερε να «διαβάζει» την εποχή. Ήταν ο πρώτος που «έντυσε» το Χόλιγουντ, όταν κανείς άλλος σχεδιαστής δεν τολμούσε. Από τη Lauren Hutton και τη Michelle Pfeiffer, μέχρι τη Jodie Foster, την Cate Blanchett και τη Beyoncé, οι πιο επιδραστικές γυναίκες του κινηματογράφου και της μουσικής βρέθηκαν να ποζάρουν με ετικέτα Armani. Στο κόκκινο χαλί, τα βελούδινα σμόκιν του και τα φορέματα με τις 50 αποχρώσεις του μαύρου έγιναν συνώνυμο μιας νέας κομψότητας: εκείνης που δεν χρειάζεται να φωνάξει για να εντυπωσιάσει.
Η επιρροή του όμως δεν περιορίστηκε στη μόδα. Ο Armani έγινε brand-αυτοκρατορία: Armani Exchange, Armani Casa, ξενοδοχεία στο Ντουμπάι και το Μιλάνο, περισσότερα από είκοσι εστιατόρια στον κόσμο. Η υπογραφή του έφτασε να αγγίζει από τις στολές της Alitalia μέχρι τα σπίτια μας, τα ποδοσφαιρικά γήπεδα και την όπερα. Και όμως, παρά τα δισεκατομμύρια που συγκέντρωσε, παρέμεινε ένας άνθρωπος με μια σχεδόν ασκητική αφοσίωση στην πειθαρχία και την αυτοσυγκράτηση. Στις φωτογραφίες του χαμογελούσε σπάνια. Προτιμούσε να αφήνει το έργο του να μιλήσει.
Οι επικριτές του συχνά τον κατηγορούσαν για επανάληψη. Ο ίδιος απαντούσε με την ατάραχη αυτοπεποίθηση ενός δημιουργού που γνωρίζει καλά ότι η συνέπεια είναι η πραγματική πολυτέλεια. Και η ιστορία τον δικαίωσε καθώς τις τελευταίες δεκαετίες, με την επιστροφή των ’80s, ο Armani ξαναβρέθηκε στο επίκεντρο ως ο αυθεντικός ερμηνευτής αυτής της εποχής. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: μόνο το 2023, ο οίκος Armani σημείωσε έσοδα 2,65 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Παρά τον μύθο που έχτισε, ο Giorgio Armani έμεινε κατά έναν περίεργο τρόπο μακριά από τις υπερβολές της δημοσιότητας. Προτιμούσε τη μοναξιά του νησιού Pantelleria, με τις γάτες του Angel και Mairi, από τα κοσμικά πάρτι. Αγαπούσε τη Μύκονο και διατηρούσε δεσμούς με την Ελλάδα, αλλά ποτέ δεν έκανε θόρυβο γύρω από την προσωπική του ζωή. «Προτιμώ να αφαιρώ παρά να προσθέτω», έλεγε συχνά, μια φράση που θα μπορούσε να συνοψίσει όχι μόνο την αισθητική του, αλλά και τη φιλοσοφία της ύπαρξης του.
Μετά τον Armani, ποιος;
Ο θάνατος του αφήνει αναπάντητο το ερώτημα της διαδοχής. Ο Armani, μέχρι την τελευταία στιγμή, κράτησε τον έλεγχο της αυτοκρατορίας του, συνεργαζόμενος με μια μικρή ομάδα εμπίστων και μελών της οικογένειας του. «Όσο είμαι εδώ, είμαι το αφεντικό», είχε πει με εκείνο το χαρακτηριστικό του χαμόγελο που έκρυβε περισσότερα απ’ όσα αποκάλυπτε. Ίσως αυτή να ήταν και η μεγαλύτερη κληρονομιά του: το δικαίωμα να παραμένεις αυθεντικός, να δημιουργείς με συνέπεια και να φεύγεις από τη σκηνή με όλα τα φλας πάνω σου.
Ο Giorgio Armani δεν υπήρξε ποτέ απλώς ένας σχεδιαστής. Ήταν ένας αφηγητής που διάλεξε το ύφασμα αντί για τις λέξεις, ένας σκηνοθέτης που έστηνε εικόνες πάνω σε σώματα αντί για οθόνες. «Προτιμώ να εκμεταλλεύομαι τις ευκαιρίες όπου παρουσιάζονται. Και αυτή η παρόρμηση με οδήγησε εκεί που βρίσκομαι σήμερα», είχε πει.
Χωρίς ρίσκο δεν πας πολύ μακριά. Mια φράση για το τέλος; «Δεν έχω κάποια φόρμουλα να μεταδώσω. Πάντα το έκανα με τον δικό μου τρόπο. Ακόμα και σήμερα, κρατάω την ανεξαρτησία μου. Η ελευθερία είναι ό,τι πιο πολύτιμο για μένα. Το πάθος. Το ρίσκο. Η επιμονή. Η συνέπεια. Αυτή είναι η ιστορία μου».