Κάποτε, τα ξενοδοχεία «Ξενία» ήταν συνώνυμα της οργανωμένης τουριστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Σήμερα, πολλά από αυτά στέκουν σιωπηλά, μάρτυρες ενός φιλόδοξου κρατικού σχεδίου που άφησε έντονο το αποτύπωμά του στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής και του τουρισμού.

Διαβάστε ακόμη: Μινιόν: Η αναγέννηση ενός ορόσημου της Αθήνας

Μια Ελλάδα που συστήνεται στον κόσμο

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα προσπαθούσε να επανεκκινήσει την οικονομική της δραστηριότητα και να ξαναχτίσει το τουριστικό της προφίλ. Οι κρατικοί μηχανισμοί ενεργοποιήθηκαν εκ νέου και, με βάση έναν νέο νομικό πλαίσιο που ετέθη σε εφαρμογή το 1950, ξείνησε η συστηματική προσέγγιση του τουρισμού ως αναπτυξιακού μοχλού. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελληνική Γραμματεία Τουρισμού μετασχηματίζεται σε Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ) το 1951, με μια νέα αποστολή και στρατηγική.

Διαβάστε ακόμη: “Conrad sorry”, αλλά εμείς “Hilton” θα λέμε στα ταξί

Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη φάση έπαιξαν δύο προσωπικότητες: ο Δημήτρης Παπαευστρατίου, στέλεχος της American Express και έμπειρος γνώστης του τουρισμού ήδη από την προπολεμική του δράση στην Ελληνική Περιηγητική Λέσχη, και ο Νικόλαος Φωκάς, νομικός και πολιτικός. Από θέσεις-κλειδιά στον ΕΟΤ, συνέβαλαν στο να διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο, πολυδιάστατο σχέδιο τουριστικής ανάπτυξης, που εκτεινόταν από την προβολή της χώρας μέχρι και τον σχεδιασμό των ίδιων των υποδομών.

Η περίοδος αυτή, ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να λάβετε υπόψη σας τον ρόλο των Αμερικανών συμβούλων που δραστηριοποιούνταν τότε στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ. Ήταν ήδη σαφές ότι η χώρα δεν είχε τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε βιομηχανική δύναμη. Έτσι, ο τουρισμός προβλήθηκε ως η εναλλακτική “βαριά βιομηχανία” της Ελλάδας, μια βιομηχανία υπηρεσιών με ισχυρό αναπτυξιακό δυναμικό. Χάρη σε αυτήν την προοπτική, ο ΕΟΤ απέκτησε προνομιακή θέση στον κρατικό μηχανισμό και ο πρόεδρός του είχε απευθείας πρόσβαση στον πρωθυπουργό, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για την εποχή.

Το πρόγραμμα «Ξενία» λοιπόν ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950, υπό την αιγίδα του Ε.Ο.Τ. και με χρηματοδότηση από το Σχέδιο Μάρσαλ, ένα εκτεταμένο δίκτυο τουριστικών εγκαταστάσεων που δεν περιορίστηκε στα ξενοδοχεία, αλλά περιλάμβανε μοτέλ, τουριστικά περίπτερα, οργανωμένες πλαζ, ακόμα και επεμβάσεις σε αρχαιολογικούς χώρους. Ανάμεσα σε βουνά και παραλίες, στα καλύτερα “φιλέτα¨κάθε περιοχής τα «Ξενία» στήθηκαν με γνώμονα την ανάδειξη της ελληνικής ταυτότητας, όχι μόνο ως τουριστικός προορισμός, αλλά και ως πρότυπο αισθητικής.

Η αρχιτεκτονική της ελληνικότητας

Κατά την πρώτη φάση του προγράμματος, από το 1951 έως το 1958, επικεφαλής των τεχνικών υπηρεσιών ήταν ο αρχιτέκτονας Χαράλαμπος Σφαέλλος, ενώ το Τμήμα Αρχιτεκτονικών Μελετών διηύθυνε ο Κλέων Κραντονέλλης. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από πειραματισμούς και αναζητήσεις.

Η μετάβαση στην ώριμη φάση του «Ξενία» πραγματοποιείται το 1957, όταν αναλαμβάνει την ηγεσία του αρχιτεκτονικού τμήματος ο Άρης Κωνσταντινίδης. Από το σημείο αυτό και έπειτα, το πρόγραμμα αποκτά ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό ύφος, που ταυτίζεται σχεδόν με το προσωπικό του στίγμα. Ο μοντερνισμός συνυπάρχει αρμονικά με την ελληνική τοπιογραφία και δημιουργούνται εμβληματικά κτίρια που μέχρι σήμερα προκαλούν θαυμασμό. Η συμβολή του Άρη Κωνσταντινίδη ήταν καθοριστική για τη φυσιογνωμία του προγράμματος. Το πρώτο ξενοδοχείο «Ξενία» που φέρει την υπογραφή του εγκαινιάστηκε στην Άνδρο το 1958 και εγκαινίασε μια νέα αντίληψη για την τουριστική αρχιτεκτονική: λιτές γραμμές, σεμνή ένταξη στο φυσικό τοπίο, λειτουργικοί χώροι, έμφαση στην τοπικότητα.

Σύντομα, σημαντικοί Έλληνες αρχιτέκτονες, όπως ο Ιωάννης Τριανταφυλλίδης και ο Μίλτος Δάλλας, συνέβαλαν στη δημιουργία εμβληματικών Ξενία, από τη Χίο και τα Ιωάννινα μέχρι τη Μύκονο, το Ναύπλιο, την Καλαμπάκα, την Πάτμο και τη Χαλκιδική. Τα ξενοδοχεία σχεδιάζονταν έτσι ώστε να αποτελούν όχι μόνο καταλύματα για ταξιδιώτες, αλλά και κοινωνικά κέντρα για την τοπική κοινότητα, με κοινόχρηστους χώρους που προσκαλούσαν και τους κατοίκους της περιοχής.

Τα Ξενία του Ναυπλίου, της Χίου, της Καλαμπάκας, του Μεσολογγίου και της Τσαγκαράδας είναι μόνο μερικά παραδείγματα από έναν αρχιτεκτονικό θησαυρό που δημιουργήθηκε σε μία εποχή ανασυγκρότησης αλλά και αισιοδοξίας. Πολλά από αυτά τα κτίρια παραμένουν μέχρι σήμερα ως μνημεία μιας εποχής όπου ο τουρισμός δεν ήταν απλώς οικονομικός στόχος, αλλά ένα συνολικό πολιτιστικό όραμα.

Η ακμή της ελληνικής φιλοξενίας

Η δεκαετία του 1960 ήταν η χρυσή εποχή των Ξενία. Το 1960 ξεκινά το πρώτο πενταετές πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης, που μεταξύ άλλων περιλάμβανε τις οργανωμένες παραλίες, τα τουριστικά περίπτερα, τα μοτέλ κατά μήκος των εθνικών οδών και τις οργανωμένες κατασκηνώσεις. Ο τουρισμός παύει να είναι πολυτέλεια των λίγων και απευθύνεται πλέον και στη μεσαία τάξη.

Η Ελλάδα προβάλλεται στο εξωτερικό μέσα από καλλιτεχνικές αφίσες και φωτογραφίες που υμνούν το ελληνικό φως, το τοπίο, τη φιλοξενία. Οι ξένοι ανακαλύπτουν μια χώρα αυθεντική, με άγρια ομορφιά και ακατέργαστο καλοκαίρι. Τα Ξενία στέκονται σύμβολα αυτής της «πρώτης φοράς» του μαζικού τουρισμού.

Από το μεγαλείο στην παρακμή

Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, η λάμψη των Ξενία άρχισε να ξεθωριάζει. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι ανάγκες του τουρισμού αλλάζουν. Τα κρατικά ξενοδοχεία αδυνατούν να προσαρμοστούν στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Ο σχεδιασμός τους, αν και ποιοτικός, δεν επαρκεί για να ανταγωνιστεί τις σύγχρονες ιδιωτικές μονάδες που αρχίζουν να ξεφυτρώνουν σε όλη τη χώρα.

Τα κρατικά ξενοδοχεία Ξενία, με τα χαρακτηριστικά τους μικρά μεγέθη, τις αυστηρές γραμμές και τη χρήση τοπικών υλικών, ενσάρκωναν την ιδέα της λιτής, αλλά ουσιαστικής φιλοξενίας. Από την άλλη, για παράδειγμα το Hilton, το εμβληματικό έργο της αμερικανικής αλυσίδας που σχεδιάστηκε από Έλληνες αρχιτέκτονες για να εκφράσει το κοσμοπολίτικο πρόσωπο της χώρας, αποτέλεσε την αισθητική που σύντομα θα κυριαρχούσε στα μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70, λειτουργώντας ως πρότυπο μιας νέας εποχής τουριστικής ανάπτυξης, αφήνοντας στο περιθώριο τα “Ξενία”.

Τα τελευταία, με τις περιορισμένες παροχές, συχνά χωρίς πισίνα, με κοινόχρηστα μπάνια και χωρίς κλιματισμό, έμοιαζαν να εκπροσωπούν μια ξεπερασμένη, σχεδόν ασκητική εμπειρία διαμονής. Έτσι, πολλά από τα Ξενία εγκαταλείφθηκαν, λεηλατήθηκαν ή κατεδαφίστηκαν. Το Ξενία Ιωαννίνων παραχωρήθηκε το 1985 στον Δήμο και αργότερα κατεδαφίστηκε. Το Ξενία στα Χανιά είχε ήδη χαθεί. Το Ξενία Παλιουρίου στη Χαλκιδική, το τελευταίο που λειτούργησε κρατικά, έκλεισε το 1997, έχοντας ήδη περάσει σε φάση παρακμής από τα τέλη του ’80.

Κληρονομιά υπό αμφισβήτηση

Σήμερα, τα Ξενία αποτελούν ένα πολύτιμο κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του ελληνικού 20ού αιώνα. Κάποια από τα κτίρια έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις γίνονται προσπάθειες για την ανακαίνισή τους ή την επαναχρησιμοποίησή τους με σεβασμό στο αρχικό τους σχέδιο. Έργα όπως το “Ξενία Τρίτων” της Άνδρου, ένα από τα πρώτα του Άρη Κωνσταντινίδη, απέκτησαν νέα πολιτιστική ζωή, ακόμη κι αν πολλά κτίρια του προγράμματος βρίσκονται σήμερα σε κατάσταση εγκατάλειψης ή είναι αρχιτεκτονικά δύσκολο να αποκατασταθούν χωρίς αλλοίωση της μορφής τους. Επίσης, πολύ πρόσφατα προσωρινή ανάδοχος για την 30 χρόνια του ιστορικού «Ξενία Ουρανούπολης» στη Χαλκιδική ανακηρύχθηκε η εταιρεία «Δομές Αττικής Μονοπρόσωπη Α.Ε.», προσφέροντας το υψηλότερο ετήσιο τίμημα των 826.875 ευρώ, που ανήκει στην οικογένεια Σπανού, ιδιοκτήτρια της Ledra Hotels, έχοντας στην κατοχή της, ή υπό διαχείριση ξενοδοχεία όπως Domes, σε Ελούντα, Κέρκυρα, Χανιά, και άλλα 7 σημεία. Το εμβληματικό ακίνητο, έργο του Περικλή Σακελλάριου, ετοιμάζεται να αποκτήσει νέα ζωή ως πολυτελής ξενοδοχειακή μονάδα, ενισχύοντας την τουριστική ανάπτυξη της Ουρανούπολης και της ευρύτερης περιοχής.

Όμως η πλειοψηφία των Ξενία παραμένει ξεχασμένη: κλειστά, ρημαγμένα, με τα ίχνη τους να αφηγούνται σιωπηλά μια εποχή που το κράτος ονειρεύτηκε έναν τουρισμό υψηλής αισθητικής. Το ερώτημα που τίθεται σήμερα δεν είναι απλώς αν τα Ξενία μπορούν να ξαναλειτουργήσουν ως ξενοδοχεία, αλλά αν μπορούμε να τα εντάξουμε δημιουργικά στη ζωή της τοπικής κοινότητας, ως πολιτιστικούς χώρους και ως τόπους μνήμης.

Photo credit: www.doma.archi