Εάν είναι μοναδικός σε κάτι ο Stephen King (Στίβεν Κινγκ), είναι η οξυμένη ικανότητα που διαθέτει στο να μετατοπίζει τον αναγνώστη από μία πλασματική αίσθηση ασφάλειας σε περιοχές επισφαλείς και αβέβαιες για την ανθρώπινη επιβίωση. Πρόκειται -στην ουσία- για επιμελημένες σπουδές πάνω στον τρόμο και τις ιδιαίτερες συνθήκες εμφάνισής του, με τις οποίες ο Αμερικανός συγγραφέας επιχειρεί να ανιχνεύσει εκείνες τις οδυνηρές αλήθειες που κρύβονται πίσω από την επιφανειακή τάξη των πραγμάτων.

Διαβάστε ακόμη: Thomas Mullen: Darktown 

Στην πραγματικότητα, αυτό που καταφέρνει ο Stephen King-σε μυθιστορήματα όπως «Η Λάμψη», «Μίζερι» και «Νεκρή Ζώνη»- είναι να οδηγήσει τον αναγνώστη στη μυστική δίοδο ενός μισοσκότεινου δωματίου που μόνο εκείνος γνώριζε -εκ των προτέρων- την ύπαρξή του. Για παράδειγμα, στην περίφημη νουβέλα του με τίτλο «Μίζερι» ο συγγραφέας Πολ Σέλντον «σκοτώνει» και μάλιστα με απέραντη αγαλλίαση τη Μίζερι Τσάστεϊν, την δημοφιλή ηρωίδα των βιβλίων του που τον είχε κάνει πλούσιο και διάσημο, αλλά ταυτόχρονα έπνιγε το συγγραφικό του ταλέντο και έκανε τη δουλειά του να μοιάζει με αφόρητη αγγαρεία. Τώρα ήταν επιτέλους ελεύθερος να γράψει αυτά που πάντα επιθυμούσε.

Τα πάντα μπορούν να συμβούν

Όμως τότε ακριβώς του συνέβη το απρόβλεπτο: ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα σε έναν ορεινό, χιονισμένο δρόμο του Κολοράντο. Ένα ατύχημα, που τον καθήλωσε με φρικτούς πόνους σε ένα άγνωστο κρεβάτι, όχι ενός νοσοκομείου, αλλά στο απομονωμένο πάνω στο βουνό σπίτι της Αννι Γουίλκς. Για καλή του τύχη, η Αννι ήταν κάποτε νοσοκόμα και διέθετε δυνατά παυσίπονα στο σπίτι της. Αλλά ήταν και φανατική αναγνώστρια των περιπετειών της Μίζερι. Και όταν ανακαλύπτει τι είχε κάνει ο Πολ στην αγαπημένη της ηρωίδα αποφασίζει να τον εκδικηθεί. Μία εκπληκτική ιστορία τρόμου, όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν.

«Για μένα ό,τι συμβαίνει στους χαρακτήρες καθώς εκτυλίσσεται μια ιστορία, εξαρτάται αποκλειστικά από το τι ανακαλύπτω για αυτούς καθώς προχωρώ, από το πώς αναπτύσσονται. Μερικές φορές αναπτύσσονται λίγο. Αν αναπτυχθούν πολύ, αρχίζουν να επηρεάζουν την πορεία της ιστορίας αντί να συμβαίνει το αντίστροφο» εξηγεί ο Αμερικανός συγγραφέας. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η αληθοφάνεια του όλου εγχειρήματος, αφού η υπόθεση που παρακολουθούμε αλληλεπιδρά με τις εκάστοτε άγνωστες φοβίες του κεντρικού χαρακτήρα οδηγώντας σε ανατριχιαστικά απρόβλεπτες, ακραίες, αλλά και λογικοφανείς καταστάσεις.

Διαβάστε ακόμη: Jonathan Coe: Η απόδειξη της αθωότητάς μου

Έρμαιο ασυνήθιστων και εφιαλτικών γεγονότων

Όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει και στην εξαιρετική «Αστυνομία της Βιβλιοθήκης». Ένας ασφαλιστής επισκέπτεται έπειτα από πολλά χρόνια τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και έχει μια κάπως παράξενη συνομιλία με τη βιβλιοθηκάριο, η οποία -μεταξύ σοβαρού και αστείου- τον απειλεί ότι αν καθυστερήσει την επιστροφή των δύο βιβλίων που πήρε, θα του στείλει τον «Αστυνόμο της Βιβλιοθήκης». Ο ασφαλιστής χαμογελά αμήχανα και έπειτα από δύο μέρες διαπιστώνει με έκπληξη ότι τα βιβλία δεν βρίσκονται πια στην κατοχή του, αλλά έχουν χαθεί! Και η διεστραμμένη, απόκοσμη βιβλιοθηκάριος, τηρεί κατά γράμμα την υπόσχεσή της, ξαναζωντανεύοντας τις πιο μύχιες φοβίες της παιδικής του ηλικίας. Εδώ έχουμε μία τυπική ιστορία του King όπου η αντιστροφή των καταστάσεων επιβάλλεται περίπου νομοτελειακά και ο ήρωας, ένας συνηθισμένος άνθρωπος, μετατρέπεται σε έρμαιο ασυνήθιστων και εφιαλτικών γεγονότων.

Αλλά, στο μυθιστόρημα «Σάκος με κόκαλα» (1998), ο Stephen King απομακρύνεται από τις πιο κλασικές μορφές τρόμου για να παραδώσει ένα έργο όπου κυριαρχεί η μελαγχολία, η λογοτεχνική αυτοαναφορικότητα και –πάνω απ’ όλα- το υπαρξιακό βάθος. Ο κεντρικός χαρακτήρας, Μάικ Νούναν, είναι συγγραφέας με σημαντική επιτυχία, που πέφτει σε δημιουργικό μπλοκάρισμα και σε συναισθηματικό κενό, έπειτα από τον αιφνίδιο θάνατο της συζύγου του, Τζο. Ανίκανος να γράψει και καταβεβλημένος από ψυχοσωματικά συμπτώματα, αποσύρεται στο εξοχικό τους στη λίμνη Νταρκ Σκορ, στη μικρή πόλη του Μέιν. Εκεί όμως δεν θα βρει απλώς κάποιας μορφής ανακούφιση ή έμπνευση: θα βρει την αλήθεια για το παρελθόν – τόσο το δικό του όσο και της περιοχής.
Εδώ, χρησιμοποιεί την τεχνική του αργού χτισίματος της ατμόσφαιρας. Δεν σε τρομάζει από την πρώτη σελίδα, αλλά σε υπνωτίζει με μια μελαγχολική αφήγηση για την απώλεια και τις αναμνήσεις. Το πρώτο μέρος του βιβλίου δεν βασίζεται σε εξωτερικά τρομακτικά γεγονότα, αλλά στο εσωτερικό κενό του πρωταγωνιστή: στην έλλειψη δημιουργικότητας, την ξαφνική απώλεια της συζύγου, την αναζήτηση κάποιας εξήγησης για όλα αυτά.

Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα

Στη συνέχεια, η πλοκή εμπλουτίζεται με την ιστορία της Σάρα Τάιντλι, μιας μαύρης τραγουδίστριας της δεκαετίας του 1930 που υπέστη βιασμό και δολοφονήθηκε από τους ισχυρούς της περιοχής – ένα έγκλημα που σβήστηκε από την ιστορία και τη συλλογική συνείδηση. Η εισαγωγή αυτής της ιστορίας δίνει πολιτικές διαστάσεις στο μυθιστόρημα: το παρελθόν δεν είναι ποτέ παρελθόν όταν μένει ατιμώρητο! Η παρουσία της Σάρα ως φάντασμα δεν ζητά απλώς εκδίκηση, αλλά αναγνώριση – το δικαίωμα στη μνήμη. Ο συγγραφέας εδώ αγγίζει κοινωνικά ζητήματα που δεν είναι τόσο εμφανή σε άλλα έργα του: φυλετικές διακρίσεις, ταξικά προνόμια, η αλαζονεία της εξουσίας σε μικρές κοινότητες. Και το κάνει χωρίς τον παραμικρό διδακτισμό – μέσα από την πλοκή.
Αναμφίβολα, πρόκειται για το πιο αυτοαναφορικό έργο του: Ο πρωταγωνιστής είναι συγγραφέας, όπως ο ίδιος, και το πρόβλημα της δημιουργίας (ή της αδυναμίας της) είναι κεντρικό: Ο Stephen King διερευνά την έννοια της λογοτεχνικής πατρότητας, της έμπνευσης, της ευθύνης ενός καλλιτέχνη απέναντι στους άλλους και στον εαυτό του. Κατά τα άλλα, το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί σαν ένα εσωτερικός μονόλογος, με πολλές λογοτεχνικές αναφορές, διαλείμματα αναπόλησης και εκτενείς περιγραφές, μέσα από μια αφήγηση ώριμη, αργή, ενδοσκοπική, ενίοτε σπαρακτική. Είναι ένα μυθιστόρημα πένθους, ενοχής και αποκατάστασης. Και, βέβαια, δεν συγκαταλέγεται στα πιο τρομακτικά βιβλία του – είναι, όμως, από τα πιο προσωπικά, λυρικά και κοινωνικά συνειδητοποιημένα. Μια ιστορία όπου το μεταφυσικό συναντά το ψυχολογικό και ο τρόμος παίρνει μία άλλη μορφή: γίνεται τελικά η συνειδητοποίηση, όσων δεν ειπώθηκαν ποτέ…

Μετάφραση: Γεωργία Οικονομοπούλου
Εκδόσεις: Κλειδάριθμος
Σελίδες: 704