Καλοκαίρια με κόμικς: Η επιστροφή μιας ανέμελης εποχής

Η επιστροφή της Βαβούρας μετά από 28 χρόνια μάς γυρίζει πίσω σε εκείνα τα καλοκαίρια, τότε που κάθε νέο τεύχος κόμικ στο περίπτερο ήταν το πιο συναρπαστικό γεγονός της εβδομάδας.
Καλοκαίρια μιας άλλης εποχής, με τον ήλιο να καίει, το καρπούζι να στάζει γλύκα στα χέρια μας και το αλάτι της θάλασσας να κολλάει στο χρυσαφένιο δέρμα μας, αφήνοντας ένα λευκό φιλμ. Αντί να βουτάμε ξανά και ξανά στη θάλασσα, κλεινόμασταν στο σκιερό δωμάτιο διαβάζοντας κόμικς. Μίκυ Μάους, Τιραμόλα, Ποπάυ, Πάττυ, Μανίνα, Μπλεκ, ήρωες και ιστορίες που γέμιζαν την καλοκαιρινή ραστώνη με μαγεία και περιπέτεια. Ήταν οι πιστοί σύντροφοι εκείνων των ανέμελων ημερών, που συνδυάζανε την αθωότητα με το όνειρο, στο άπλετο φως του καλοκαιριού.
Διαβάστε ακόμη: Πώς απέφευγαν το ηλιακό έγκαυμα πριν τα αντηλιακά;
Κάθε εβδομάδα, περιμέναμε με ανυπομονησία το νέο τεύχος στο περίπτερο, έτοιμοι να βυθιστούμε στις ιστορίες ηρώων που έδιναν μάχες, ζούσαν περιπέτειες και ταξίδευαν σε μακρινούς τόπους. Οι ασπρόμαυρες και έγχρωμες σελίδες του έμοιαζαν με ένα μυστικό καταφύγιο, όπου η καθημερινότητα αποκτούσε συναρπαστικό ρυθμό.
Διαβάστε ακόμη: Γιατί φοράμε καπέλο; Η ιστορία πίσω από το πιο εμβληματικό αξεσουάρ
Ποια περιοδικά διαβάζαμε τότε; Τι μας συγκινούσε; Με αφορμή την επιστροφή της “Βαβούρας”, μετά από 28 ολόκληρα χρόνια απουσίας, μας ξύπνησε μνήμες μιας εποχής που τα κόμικς στα χέρια μας ήταν η βίβλος του καλοκαιριού.
Βαβούρα
Πίσω από την ιδέα της επιστροφής βρίσκεται ο Λεωκράτης Ανεμοδουράς, ο οποίος, ανάμεσα σε όλες τις επιλογές, αποφάσισε να φέρει τη “Βαβούρα”, το περιοδικό της πλάκας. Η Βαβούρα δεν ήταν για μικρά παιδιά, γιατί ήταν πιο προχωρημένο (παρόμοιο με το MAD), είχε ένα ιδιαίτερο χιούμορ που απαιτούσε σκέψη και κατανόηση πέρα από την απλή ατάκα. Τα στριπάκια που περιείχε ήταν κυρίως βρετανικής προέλευσης και ξεχώριζαν για τη μαεστρία στο σενάριο και τη σύνθετη πλοκή. Ιστορίες όπως ο “Μαστροχαλαστής” ή οι “Δισεκατομμυριούχοι” δεν ήταν μόνον αστείες, αλλά παρουσίαζαν χαρακτήρες που εμπλέκονταν σε απρόβλεπτες καταστάσεις με έντονη σατιρική διάθεση.
Αυτό που έκανε τη “Βαβούρα” μοναδική ήταν και το γεγονός ότι δεν υπήρχε ανάλογο περιοδικό με το ίδιο όνομα στο εξωτερικό. Ήταν ελληνική πατέντα που συγκέντρωνε διάφορα στριπάκια από ξένα περιοδικά, κυρίως βρετανικά, και τα παρουσίαζε μέσα από μια ελληνική αισθητική. Ο Νίκος Δεληγιώρης, δημιουργός και εκδότης θρυλικών τίτλων όπως η “Μανίνα” και το “Αγόρι”, είχε τη βασική ιδέα. Για την επανέκδοση του 2025 αγοράστηκαν ξανά τα δικαιώματα, έγιναν νέες μεταφράσεις, σύγχρονο lettering και χρήση ποιοτικότερου χαρτιού. Στόχος ήταν να διατηρηθεί η αυθεντικότητα αλλά και να προσαρμοστεί το προϊόν στα δεδομένα και τις απαιτήσεις του σήμερα.
Μια ιδιαίτερη θέση στο περιοδικό έχει η τελευταία σελίδα, η “Οδός Τρέλας”, που ξεκίνησε από ισπανικό κόμικ και πλέον γράφεται και σχεδιάζεται από δύο Έλληνες δημιουργούς, τον σεναριογράφο Λάζαρο Αλεξάκη και τον εικονογράφο Κλήμη Κεραμιτσόπουλο. Η σύνδεση με το παρελθόν είναι βαθιά προσωπική για αυτούς, καθώς και οι δύο είχαν μεγαλώσει με το περιοδικό στα χέρια τους, αναβιώνοντας με αγάπη και σεβασμό το μοναδικό του ύφος.
Όμως, πόσο εύκολο είναι σήμερα να κερδίσει η “Βαβούρα” το ενδιαφέρον ενός παιδιού ή εφήβου; Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Η νοσταλγία και η αγάπη των παλαιότερων έχουν οδηγήσει σε εξάντληση των πρώτων 2.000 αντιτύπων, αλλά η νέα γενιά μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον γεμάτο ψηφιακό περιεχόμενο και άλλες επιλογές. Ενδέχεται η απήχηση να οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στο λεγόμενο “nostalgia effect” και δεν απευθύνεται κατ’ ανάγκη σε παιδιά, αν και το περιοδικό ξεκινά να εκδίδει και manga για να προσεγγίσει νεότερο κοινό.
Μανίνα
Στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές του 1990 η «Μανίνα» για χιλιάδες κορίτσια αποτέλεσε μια καθημερινή παρέα, πηγή έμπνευσης και παράθυρο στον κόσμο της μόδας. Έφερε στο προσκήνιο μυθιστορήματα, κόμικς, συμβουλές ομορφιάς και συνταγές, ενώ παράλληλα παρουσίαζε θέματα που αφορούσαν την εφηβική ζωή, τη φιλία και τα πρώτα ερωτικά βήματα.
Η επιτυχία της «Μανίνας» δεν ήταν τυχαία. Συνδύαζε ποικιλία θεμάτων με προσιτή γλώσσα και μια αίσθηση ότι μιλούσε απευθείας στις αναγνώστριές της. Μέσα από τις σελίδες της φιλοξενήθηκαν ελληνικά και διεθνή πρόσωπα, που έγιναν πρότυπα για τις νέες γενιές, ενώ το περιοδικό συνέβαλε σημαντικά στην καλλιέργεια της αναγνωστικής συνήθειας στα κορίτσια εκείνης της εποχής. Δεν υπήρχε κορίτσι τη δεκαετία του ’80 που να μην “έντυνε την κούκλα” με κομμάτια από το οπισθόφυλλο, να μην έβαζε ένα πόστερ του Σταμάτη Γαρδέλη ή του Bruce Springsteen και να μην έκανε σιδερότυπα με τους Άγγελους του Τσάρλι στο καλοκαιρινό τους μπλουζάκι.
Κατερίνα
Πίσω από το περιοδικό «Κατερίνα» κρύβεται η Κατερίνα Ρώσσιου – Ανεμοδουρά, η εκδότριά της, που με το όνομά της σφράγισε μια ολόκληρη εποχή στα ελληνικά έντυπα. Η Κατερίνα εξέφραζε το ιδανικό του σύγχρονου κοριτσιού της δεκαετίας του ’70 και ’80. Το περιοδικό “γεννήθηκε” μετά από απαίτηση των κοριτσιών, που διάβαζαν Μπλεκ και στα γράμματα που έστελναν ζητούσαν ένα περιοδικό για κορίτσια. Κυκλοφόρησε το 1973 και έκανε αμέσως θραύση στις κυκλοφορίες. Με θέματα που κινούνταν από την καθημερινότητα και την οικογένεια έως τη μόδα και τις κοινωνικές εξελίξεις, κατάφερε να γίνει ένα σημαντικό ανάγνωσμα.
Στην αρχή περιείχε φωτορομάντζα και διηγήματα σε συνέχειες, σιδερότυπα, εικονογραφημένα κι ύστερα μπήκαν οι αφίσες και τα δώρα. Η ανάγκη για την αφίσα που θα είχε τη δική της θέση στο εφηβικό δωμάτιο έφερε το 1977 και το Αφισόραμα, που στην πρώτη του μορφή ήταν μια αφίσα διπλωμένη. Αργότερα έγινε περιοδικό αλλά η λατρεία των αναγνωστριών για ένα περιοδικό πιο μεγάλο και χορταστικό «γέννησε» ένα ακόμα εμβληματικό περιοδικό, τη Super Κατερίνα.
Η Super Κατερίνα έγινε μηνιαία το 1981. Τη δεκαετία του ’90 ο Τύπος ήταν σε πλήρη άνθιση και το περιοδικό έκανε πωλήσεις από 80.000 μέχρι και 120.000 τον μήνα. Μετά το 2008 και την οικονομική κρίση, η Κατερίνα και η Super Κατερίνα σιώπησαν οριστικά το 2014.
Μπλεκ
Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, το περιοδικό «Μπλεκ» υπήρξε ένα από τα πιο αγαπημένα έντυπα για μικρούς και μεγάλους στην Ελλάδα, με απίστευτες κυκλοφορίες (πουλούσε 70.000 ως 120.000 αντίτυπα κάθε εβδομάδα!). Με τον χαρακτηριστικό του τίτλο να παραπέμπει στον ήρωα Μπλεκ, έναν γενναίο πολεμιστή της Αμερικανικής Επανάστασης, το περιοδικό κατάφερε να συνδυάσει ιστορία, περιπέτεια και φαντασία με τρόπο μοναδικό.
Από τις πρώτες του εκδόσεις το «Μπλεκ» ξεχώρισε για το περιεχόμενο που προωθούσε την αγάπη για το διάβασμα μέσα από συναρπαστικές ιστορίες κόμικς, μυθιστορήματα και στήλες που ενθάρρυναν τη δημιουργικότητα και την έκφραση. Χιλιάδες παιδιά (κυρίως αγόρια) βρήκαν σε κάθε τεύχος μια πηγή έμπνευσης και διασκέδασης, ενώ πολλοί ενήλικες το θυμούνται με νοσταλγία ως ένα σημαντικό κομμάτι της παιδικής τους ηλικίας.
Μέσα στις σελίδες του φιλοξενούνταν όχι μόνο περιπέτειες με ήρωες και κακούς, αλλά και ιστορικά στοιχεία, μικρές αναφορές στη φύση και τη ζωή, καθώς και άρθρα που αναπτύσσονταν με απλό και κατανοητό τρόπο για τους νεότερους αναγνώστες.
Επιπλέον, το «Μπλεκ» κατάφερε να κρατήσει ζωντανή την παράδοση των κόμικς στην Ελλάδα, ενισχύοντας το ενδιαφέρον για αυτό το ιδιαίτερο είδος γραφιστικής και αφηγηματικής τέχνης. Η εικονογράφηση των σελίδων του ήταν πάντα προσεγμένη, ενώ οι χαρακτήρες του απέκτησαν ξεχωριστή θέση στην καρδιά του κοινού..
Πάττυ
Ήταν καλοκαίρι του 1977, τότε που τα κορίτσια ξεκίνησαν να ξεφυλίζουν τα τεύχη του «Κόσμου της Πάττυ». Σε μια εποχή που η τεχνολογία ήταν άγνωστη λέξη, η αναμονή για το επόμενο τεύχος ήταν αγωνιώδης και ο χρόνος αφιερώνονταν σε ατελείωτο διάβασμα και φανταστικούς κόσμους.
Η Πάττυ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το στιλ, την αυτοπεποίθηση και την ανεξαρτησία. Με τη χαρακτηριστική της εμφάνιση, φακίδες στο πρόσωπο, καλοραμμένα ρούχα και attitude που θύμιζε μεγαλύτερη από την ηλικία της, έθετε πρότυπα που άφησαν εποχή. Η εικονογράφος Purita Campos και ο Βρετανός συγγραφέας Philip Douglas έφτιαξαν έναν κόσμο που εκτυλισσόταν στην «εξωτική» Σαουθάμπτον, μια πόλη γεμάτη μυστήριο και κομψότητα.
Μαζί με την Πίπη τη Φακιδομύτη, η Πάττυ μεγάλωσε μια ολόκληρη γενιά κοριτσιών, διαμορφώνοντας όχι μόνο το γούστο τους αλλά και τον τρόπο που έβλεπαν τον εαυτό τους. Δεν ήταν απλώς η περιπέτεια που τις κράταγε κολλημένες σε κάθε σελίδα, αλλά το στιλιστικό και ψυχολογικό μήνυμα της ηρωίδας: να έχεις θάρρος, να ξέρεις τι θες, να ξεχωρίζεις.
Τις Κυριακές στο σχολείο, στις παρέες, ακόμα και στις πιο απλές στιγμές της καθημερινότητας, κορίτσια φορούσαν ρούχα εμπνευσμένα από τα outfits της Πάττυ, διακοσμούσαν τα τετράδια τους με αποκόμματα από περιοδικά, κολλούσαν αφίσες και έπαιζαν ρόλους με την ίδια ενέργεια που έβγαζε η ηρωίδα μέσα στις σελίδες. Το φλερτ με τον Τζόνι Βάουντεν, το αγόρι που ποτέ δεν κατάφερε να κερδίσει η Πάττυ, ήταν μια αέναη ιστορία για όλα τα κορίτσια: τα αγόρια πάντα φαίνονταν να βρίσκονται κάπου αλλού, μακριά από την επιθυμία τους.
Παράλληλα, η κόντρα με τη Ντόριν Σνάιντερ, τη χαρακτηριστική «κακιά» με τις πάντα φανταχτερές εμφανίσεις, έδινε ζωντάνια και ένταση στην ιστορία, ενώ τα ρούχα και τα αξεσουάρ που φορούσε η Πάττυ μέχρι σήμερα αποτελούν έμπνευση για όσες αγαπούν το στιλ.
Αγόρι
Αν μεγαλώσατε στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως τις αρχές των ’90s, είναι πολύ πιθανό να έχετε πιάσει στα χέρια σας ένα τεύχος του περιοδικού «Αγόρι». Για πολλούς από εσάς, οι σελίδες του ήταν γεμάτες δράση, περιπέτεια και φαντασία. Σήμερα, δεκαετίες μετά, το «Αγόρι» εξακολουθεί να συγκεντρώνει φανατικούς συλλέκτες που αναζητούν μανιωδώς παλιά τεύχη, αποδεικνύοντας πως κάποια έντυπα δεν γερνούν ποτέ.
Δημιουργός του ήταν ο εκδότης Νικόλαος Δεληγιώργης (1937-2022), ο οποίος, μαζί με τον στενό του φίλο και συνεργάτη, τον δημοσιογράφο Κώστα Μπαζαίο (1936-2003), έθεσαν τις βάσεις για μια εκδοτική «χρυσή εποχή» των ελληνικών κόμικς. Μαζί, με πείσμα και όραμα, πρόσφεραν στο ελληνικό κοινό όχι μόνο το «Αγόρι», αλλά και μια σειρά από εικονογραφημένα έντυπα που σημάδεψαν την εφηβεία και τη φαντασία χιλιάδων παιδιών.
Το «Αγόρι» έκανε την πρώτη του εμφάνιση το καλοκαίρι του 1975, με τον τίτλο «Δυναμικό Αγόρι», και έμελλε να γράψει ιστορία. Για 17 ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον Μάρτιο του 1992, το περιοδικό συντρόφευσε μικρούς και μεγάλους σε τρεις εκδοτικές περιόδους: το «Δυναμικό Αγόρι», το «Αγόρι» και το «Νέο Αγόρι». Ο απολογισμός; 871 τεύχη. Ένας αριθμός που ακόμη και σήμερα προκαλεί θαυμασμό, αφού ελάχιστα έντυπα κατάφεραν να κρατήσουν τόσο αδιάλειπτη και μακροχρόνια σχέση με το αναγνωστικό τους κοινό.
Πέρα όμως από τη συναισθηματική του αξία, το περιοδικό άφησε σημαντική κληρονομιά στον χώρο των ελληνικών κόμικς. Έδωσε βήμα σε δεκάδες καλλιτέχνες και συγγραφείς, ανέδειξε νέες αφηγηματικές τεχνικές και πρόσφερε σε μια ολόκληρη γενιά το πρώτο τους «σχολείο φαντασίας».
Μίκυ Μάους
Ένα μικρό ποντίκι που γεννήθηκε το 1928 στα στούντιο του Walt Disney, κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να κερδίσει την καρδιά μικρών και μεγάλων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Μίκυ Μάους δεν άργησε να ταξιδέψει και στην Ελλάδα, όπου η ιστορία του έχει πολλές ενδιαφέρουσες σελίδες.
Μόλις δύο χρόνια μετά την παγκόσμια πρεμιέρα του, το 1930, βρίσκουμε την πρώτη αναφορά στον Μίκυ Μάους σε ελληνικό έντυπο, στο περιοδικό Κινηματογραφικός Αστήρ, το οποίο φιλοξένησε άρθρο για τον ανερχόμενο τότε χαρακτήρα της Disney. Την επόμενη χρονιά, στις 24 Οκτωβρίου 1931, σημειώθηκε η πρώτη καταγεγραμμένη εμφάνιση του Μίκυ Μάους σε ελληνικό περιοδικό, στην “Εβδομάδα”. Την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε και η πρώτη ελληνική γελοιογραφία/κόμικ με τον Μίκυ, ανοίγοντας τον δρόμο για την παρουσία του στην ελληνική λαϊκή κουλτούρα.
Το 1937, ο εκδοτικός οίκος Δημητράκου κυκλοφόρησε ένα μοναδικό βιβλίο του Πέτρου Πικρού με τίτλο «Μίκη-Μάους και Καραγκιόζης». Σε 106 σελίδες, ο Μίκυ και η Μίνι συναντούν τον Καραγκιόζη, γνωρίζουν το ελληνικό θέατρο σκιών και ανεβάζουν παράσταση μαζί του. Μέσα από το χιουμοριστικό αυτό ανάγνωσμα, τα παιδιά της εποχής γνώριζαν τόσο τον Μίκυ όσο και την ελληνική λαϊκή παράδοση. Το 1946, στο περιοδικό Ελληνόπουλο, δημοσιεύεται μια από τις πρώτες ιστορίες κόμικ στριπ με τον Μίκυ στη χώρα μας. Η παρουσία του ήρωα ήταν πια δεδομένη και οι μικροί αναγνώστες τον αγκάλιασαν με ενθουσιασμό.
Το 1954 κυκλοφόρησε η πρώτη ελληνική έκδοση με αυτοτελείς ιστορίες του Μίκυ, βασισμένες στο αυθεντικά αμερικανικό κόμικ. Το περιοδικό Γέλιο και Χαρά παρουσίαζε, πέρα από τον Μίκυ, και άλλους διάσημους ήρωες, προσφέροντας στα παιδιά της εποχής μια πρώτη ουσιαστική γεύση του αμερικανικού κόμικ.
Στις 29 Ιουνίου 1961 οι αδελφοί Πεχλιβανίδη κυκλοφορούν το Περιοδικόν του Μίκυ Μάους. Ήταν ένα τολμηρό πείραμα για την ελληνική αγορά, αν και δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Οι ιστορίες μοιράζονταν χώρο με κείμενα αλλά το περιοδικό δεν κατάφερε να κερδίσει το κοινό, ωστόσο έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη απόπειρα αποκλειστικής έκδοσης για τον διάσημο ποντικό.
Η πραγματική καθιέρωση ήρθε το 1966, όταν ο εκδοτικός οίκος Τερζόπουλος λάνσαρε το εβδομαδιαίο περιοδικό Μίκυ Μάους. Από την 1η Ιουλίου εκείνης της χρονιάς, το περιοδικό έγινε το αγαπημένο ανάγνωσμα των παιδιών, κυκλοφορώντας ανελλιπώς για σχεδόν μισό αιώνα. Η σειρά σταμάτησε το 2013, έχοντας φτάσει τα 2.454 τεύχη, ένας πραγματικός θρύλος για τα ελληνικά κόμικς. Όμως, έναν χρόνο αργότερα, το 2014, η εφημερίδα Καθημερινή εξασφάλισε τα δικαιώματα και επανέφερε τον Μίκυ στα περίπτερα, όπου συνεχίζει να κυκλοφορεί μέχρι σήμερα.
Τιραμόλα
Ο Τιραμόλα, ένας από τους πιο αγαπημένους χάρτινους ήρωες της ιταλικής σχολής των κόμικ, γεννήθηκε από τον σκιτσογράφο Giorgio Rebuffi (1928–2014). Πρόκειται για μια μοναδική φιγούρα που ξεχώρισε όχι μόνο για την πρωτότυπη εμφάνιση αλλά και για τις απίστευτες ικανότητές της.
Με σώμα σχεδιασμένο από μαύρες γραμμές, οβάλ πρόσωπο, μια κυλινδρική μύτη και το χαρακτηριστικό ημίψηλο καπέλο, ο Τιραμόλα κέρδισε αμέσως την προσοχή των αναγνωστών. Το όνομά του, συνδυασμός των ιταλικών λέξεων tiro (εκτοξεύω) και molla (ελατήριο), αποτυπώνει τέλεια τη φύση του: ένας ήρωας που μπορεί να τεντωθεί και να πάρει οποιοδήποτε σχήμα, χάρη σε ένα παιδικό ατύχημα όπου έπεσε σε ένα καζάνι γεμάτο καουτσούκ. Από τότε, το κορμί του έγινε… λάστιχο, επιτρέποντάς του να επεκτείνεται σε τεράστιες αποστάσεις και να μεταμορφώνεται ανάλογα με τις ανάγκες κάθε περιπέτειας.
Ο χαρακτήρας έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο περιοδικό Cucciolo, στις 8 Αυγούστου 1952, με σχέδια του Rebuffi και κείμενα του Roberto Renzi. Αρχικά, είχε έναν δευτερεύοντα ρόλο, όμως γρήγορα κατέκτησε το κοινό και απέκτησε φανατικούς αναγνώστες, ξεπερνώντας τα σύνορα της Ιταλίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η φήμη του εκτοξεύτηκε με την κυκλοφορία δικού του περιοδικού. Το πρώτο τεύχος βγήκε στις 15 Ιουλίου 1959 και η σειρά συνεχίστηκε για περισσότερα από τριάντα χρόνια, μέχρι τα μέσα του 1993. Το 1992, ο σκηνοθέτης Giuseppe Laganà μετέφερε τον ήρωα στη μικρή οθόνη, χαρίζοντάς του μια νέα ζωή σε μορφή κινούμενου σχεδίου.
Στην Ελλάδα, ο Τιραμόλα έγινε γνωστός χάρη στις εκδόσεις Καμπανά, που τον παρουσίασαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Τo κόμικ έγινε ανάρπαστo από τα παιδιά της εποχής, ενώ μπήκε στη λαϊκή κουλτούρα τόσο έντονα, ώστε το όνομά του έγινε παρατσούκλι, με πιο γνωστή την περίπτωση του ποδοσφαιριστή Νίκου Βαμβακούλα. Μέχρι σήμερα, όταν χαρακτηρίζουμε κάποιον «Τιραμόλα», εννοούμε αυτόν που έχει «κορμί λάστιχο» και μπορεί να κάνει κινήσεις που μοιάζουν αδύνατες για τον μέσο άνθρωπο. Αντίστροφα, όταν δυσκολευόμαστε να εκτελέσουμε κάτι περίπλοκο, δεν παραλείπουμε να υπενθυμίσουμε ότι «δεν είμαστε Τιραμόλας».
Ποπάυ
Ο Ποπάυ, ο αγαπημένος ναυτικός που αποκτά δύναμη και μύες τρώγοντας σπανάκι, έχει μακρά και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία στην Ελλάδα. Η πρώτη του εμφάνιση καταγράφεται το 1947, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Σινεάκ. Τα στριπ προέρχονταν από τον ίδιο τον δημιουργό του, τον E. C. Segar, και αξίζει να σημειωθεί ότι το πρώτο αυτόνομο τεύχος του Ποπάυ στην Αμερική κυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα, το 1948. Μάλιστα, στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύτηκε και μια σπάνια ιστορία Έλληνα κομίστα, που έφερε κοντά τον Ποπάυ με τον Πόλντο, τον Μπαγκς Μπάνυ, τον Henry και τον ελληνικό Μπιμπίκο.
Η σχέση του Ποπάυ με τον ελληνικό Τύπο συνεχίστηκε το 1963, όταν οι περιπέτειές του φιλοξενήθηκαν στη Μεσημβρινή, ενώ το 1971 έκανε και άλλη εμφάνιση στην εφημερίδα Ακρόπολις. Η μεγάλη του στιγμή, ωστόσο, ήρθε το 1969 με το περιοδικό Βέλος των εκδόσεων Τερζόπουλου. Από το 47ο τεύχος ξεκίνησαν να δημοσιεύονται αυτοτελείς ιστορίες του, ενώ στο 58ο τεύχος κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ένα ολόκληρο τεύχος αφιερωμένο αποκλειστικά στον Ποπάυ, σε σχέδια του Bud Sagendorf.
Η τεράστια απήχηση οδήγησε το 1973 στη δημιουργία ενός περιοδικού αποκλειστικά αφιερωμένου σε εκείνον. Οι εκδόσεις Δραγούνη εξασφάλισαν τα δικαιώματα και παρουσίασαν για πρώτη φορά τον Ποπάυ με δικό του κόμικ, που γνώρισε τεράστια επιτυχία και ξεπέρασε τα 1.100 τεύχη. Παράλληλα, κυκλοφόρησαν οι μεγάλες εκδόσεις, αλλά και οι περίφημοι τόμοι των «Μικρών» και «Μεγάλων Κλασσικών», ενώ από το 1975 άρχισαν να δημοσιεύονται και ελληνικές ιστορίες, σχεδιασμένες από τον Α. Αβαγιανό.
Αν και οι μεταγενέστερες εκδοτικές προσπάθειες (1997–2019) δεν κατάφεραν να αγγίξουν την επιτυχία της έκδοσης Δραγούνη, ο Ποπάυ παρέμεινε στην καρδιά του κοινού. Το 2022 ο Μικρός Ήρως έδωσε ξανά πνοή στον θρυλικό ήρωα, με την κυκλοφορία πολυτελών τόμων που συγκέντρωναν στριπ του Bud Sagendorf, σε πέντε έγχρωμες και μία ασπρόμαυρη συλλογή. Έτσι, ο αειθαλής ναυτικός συνεχίζει να ταξιδεύει στις σελίδες των κόμικς, κρατώντας ζωντανή την αγάπη του ελληνικού κοινού που τον ακολουθεί πιστά εδώ και σχεδόν οκτώ δεκαετίες.
Creative: Ανδρέας Κωστόπουλος