Υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας, με ιδιαίτερη επιρροή στη μεταμοντέρνα αφήγηση και την εξερεύνηση της ταυτότητας, της τύχης, αλλά και της αλληλεπίδρασης μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Ο λόγος για τον Paul Auster (1947-2024) ο οποίος κατάφερνε να μετατρέπει απλές ιστορίες σε βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα, αφήνοντας τον αναγνώστη να περιπλανηθεί σε ένα σύμπαν γεμάτο μυστήριο και νοηματικές αβεβαιότητες. Αυτή ήταν και η πρωτοτυπία του, στη σύγχρονη λογοτεχνία – σε παγκόσμια κλίμακα.

Διαβάστε ακόμη: Ernest Hemingway | A Farewell to Arms

Κάποτε οι λογοτέχνες αγόραζαν μύθους από μυθοπλόκους, περίπου με την ίδια έννοια που οι σκηνοθέτες αγοράζουν σενάρια από σεναριογράφους. Και αυτό σημαίνει ότι δεν είναι ο μύθος το κύριο χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας, αλλά η τέχνη του λόγου, η ικανότητα δηλαδή του λογοτέχνη (του τεχνίτη του λόγου) να χρησιμοποιεί τα δομικά υλικά του λόγου για να φτιάξει με αυτά δομές πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες. Αυτό, ωστόσο, αφορά τους ειδήμονες και τους κάθε λογής ευαίσθητους στην -μέσω του λόγου- έκφραση νοημάτων και συναισθημάτων. Για τους υπόλοιπους, δηλαδή τους περισσότερους, η λογοτεχνία θα συντηρεί το ενδιαφέρον της ως η τέχνη της αφήγησης ενός μύθου, μιας ιστορίας- ανεξάρτητα από τις δομές που επιβάλλει η αισθητική.

Η υπέρτατη ευτυχία

Στην περίπτωση του Paul Auster συμβαίνουν και τα δύο: συνυπάρχει επιδέξια η μυθοκατασκευή με την λογοτεχνία, η μυθοπλασία με την τέχνη του λόγου δίνοντας με το κύκνειο άσμα του, υπό τον τίτλο «Μπαουμγκάρτνερ», ένα μυθιστόρημα που συναιρεί μοναδικά τον ευρηματικό μύθο με την πραγματική τέχνη του λόγου. Και όλα αυτά, επιλέγοντας να μιλήσει ευθέως για τον θάνατο και ως εκ τούτου για την άλλη όψη του νομίσματος – την ίδια τη ζωή.

Άλλωστε, είχε ισχυρισθεί ο ίδιος -εύστοχα- ότι τα έργα του ότι εκπορεύονται «από έναν βαθύ μηδενισμό, από το γεγονός της ίδιας μας της θνητότητας». Αυτή, όμως, είναι η μισή αλήθεια. Ο ζόφος δεν είναι η αποκλειστική διάσταση της πεζογραφίας του. Και αυτό γιατί μέσα από αυτήν και την παραδοξότητα της καθημερινότητας των ηρώων του και των ακατανόητων δυσχερειών που αντιμετωπίζουν, απέναντι στην εκάστοτε εισβολή του τυχαίου και του απρόβλεπτου, κατορθώνει και κάτι ακόμα σημαντικό: να εκφράσει –όσο ελάχιστοι- την ομορφιά και την υπέρτατη ευτυχία τού να αισθάνεται κανείς ζωντανός.

Εν πάση περιπτώσει, εάν υπάρχει κάτι που η ζωή σίγουρα αδυνατεί να κατανοήσει, που δεν μπορεί να το συλλάβει, αυτό είναι σίγουρα η αμείλικτη προοπτική του θανάτου. Και επειδή, ακριβώς, το ζήτημα της θνητότητας είναι εξ ορισμού ασύμβατο με την ίδια τη ζωή, οι περισσότεροι άνθρωποι αποφεύγουν πεισματικά ακόμη και να στοχαστούν πάνω σε αυτό.

Απ’ την άλλη, παρόλο που η ζωή συνεχίζεται έστω και αν η βεβαιότητα του θανάτου δεν απομακρύνεται, το ερώτημα επανέρχεται επιτακτικά: Υπάρχουν περιθώρια για μια ουσιώδη αισιοδοξία απέναντι στο αναπόφευκτο τέλος; Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι απολογητές διαφόρων θρησκειών και οι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν διεξοδικά με αυτό το μείζον θέμα της συμφιλίωσης του ανθρώπου με την επικείμενη διάλυση του οργανισμού του στα ανόργανα στοιχεία του.

Η λυτρωτική σημασία της τέχνης

Μάλιστα, κατά τον Πλάτωνα, ολόκληρη η φιλοσοφία αποτελεί μία «μελέτη θανάτου». Οι φιλόσοφοι, λέει ο Πλάτων, οι οποίοι έχουν ως στόχο τη γνώση της αλήθειας, θα πετύχουν απολύτως τον σκοπό τους μόνο εφόσον απαλλαγούν εντελώς από τις επιρροές και δεσμεύσεις του σώματος και των αισθήσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σοπενχάουερ εξέλαβε τον θάνατο ως τη λύση στα προβλήματα της ανθρώπινης υπόστασης.

Αλλά ακόμη και αν πειστεί κανείς ότι ο θάνατος αποτελεί μια «λύση», ο φόβος του θανάτου παραμένει: η γνώση της προοπτικής του φυσικού τέλους σίγουρα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ακολούθως, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ανατρέξει κανείς σε απόπειρες αποσόβησης αυτού του φόβου, μια και «το ανθρώπινο είδος» όπως παρατήρησε ο Bολταίρος, «είναι το μόνο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει». Πώς όμως θα βρει ο άνθρωπος την απαραίτητη εκείνη ηρεμία -όπως την σκιαγράφησε ο Eπίκουρος- η οποία θα τον βοηθήσει να ξεδιαλύνει τον φόβο του θανάτου;

Ο φόβος του θανάτου, κατά τον Επίκουρο, είναι μάταιος, αφού «δεν θα έχουμε συνείδηση, δεν θα νιώθουμε θλίψη για τη ζωή που χάσαμε, ούτε θα υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε». Πάντως, το μυθιστόρημα του Paul Auster καταφέρνει και ισορροπεί ανάμεσα σε όλες τις παραμέτρους του θέματος: Αποτελεί έναν ύμνο στη ζωή, ταυτόχρονα είναι μια οξυδερκής σπουδή θανάτου, αλλά και ένας αιχμηρός στοχασμός πάνω στην παρηγορητική και -εν τέλει- λυτρωτική σημασία της τέχνης.

Το κύκνειο άσμα του Paul Auster

Πρόκειται για το κύκνειο άσμα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα: Μέσα από το πορτρέτο του Μπαουμγκάρτνερ, ενός εβδομηνταενάχρονου άντρα που μετά τον θάνατο της γυναίκας του αναπολεί τη ζωή του και την ιστορία του, ο Όστερ καταφέρνει να εστιάσει σε όλα όσα απασχολούν την πλειονότητα των συγγραφέων σχετικά με τον έρωτα και το θάνατο – αλλά το κάνει με τον δικό του ιδιοφυή τρόπο.

Η ζωή του Σάι Μπαουμγκάρτνερ έχει καθοριστεί από τη βαθιά, διαρκή αγάπη του για τη γυναίκα του, την Άννα, που σκοτώθηκε σε ένα ατύχημα πριν από εννιά χρόνια. Τώρα, στα εβδομήντα ένα του χρόνια, συνεχίζει να παλεύει για να ζήσει χωρίς εκείνη. Και το μυθιστόρημα ξετυλίγεται μέσα από τις μνήμες και τις ιστορίες που αναδύονται, πηγαίνοντάς μας πίσω στο 1968, τη χρονιά που γνωρίστηκαν ο Σάι και η Άννα, άφραγκοι φοιτητές στη Νέα Υόρκη, πίσω στην παθιασμένη ερωτική τους σχέση που κράτησε σαράντα χρόνια, και ξανά πίσω στα νεανικά χρόνια του Μπαουμγκάρτνερ, στο Νιούαρκ και τον πολωνικής καταγωγής πατέρα του, έμπορο παπουτσιών και αποτυχημένο επαναστάτη.

Γεμάτο κατανόηση, οξυδέρκεια και τη διεισδυτική ματιά του Paul Auster που ξέρει να εντοπίζει την ομορφιά στις πιο εφήμερες και μικρές στιγμές της καθημερινής ζωής, το μυθιστόρημα θέτει –μεταξύ άλλων- το ερώτημα: Γιατί θυμόμαστε για πάντα κάποια πράγματα, ενώ άλλα τα ξεχνάμε; Σε ένα από τα πιο λαμπρά έργα του, ο Αμερικανός συγγραφέας απαθανατίζει ολόκληρες ζωές μέσα στη μία και μοναδική. Μόνο που στο μυθιστόρημα του Paul Auster, η αλληλουχία των γεγονότων αποδεικνύεται απρόσμενη: Εδώ, το τέλος είναι διαφορετικό από εκείνο που επιφυλάσσει η ζωή…

Μετάφραση: Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 256

Διαβάστε ακόμη: Η καρδιά του πατέρα μου | Ο Αύγουστος Κορτώ αποτυπώνει μια σχέση με καθηλωτική ειλικρίνεια