Η ιστορία της λέσχης, αυτής της κλειστής ιδιωτικής ομάδας στην οποία έχουν δικαίωμα να παρευρίσκονται μόνο όσοι είναι μέλη, δεν έπαψε ποτέ να εξάπτει τη συγγραφική φαντασία. Και μόνο το γεγονός ότι εκεί είναι αποδεκτοί μόνο όσοι θεωρούνται άξιοι να ανήκουν σε αυτήν, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω του μυστηρίου που περιβάλλει τους ιδιότυπους κανόνες της.

Διαβάστε ακόμη: Christina Lauren: Το πρόβλημα του παραδείσου

Η παράξενη γοητεία της λέσχης

Οι πρώτες γνωστές λέσχες δεν είναι άλλες από τις «Λέσχες κυρίων» στην Αγγλία, η χρυσή εποχή των οποίων τοποθετείται μεταξύ της Μπελ Επόκ και του Μεσοπολέμου. Αρχικά, δεκτά γίνονταν αποκλειστικά τα μέλη της αριστοκρατίας, αλλά στην πορεία οι πόρτες θα άνοιγαν και για το ανώτερο στρώμα της μεσαίας τάξης, με τους συμμετέχοντες να σέβονται απολύτως τους εκάστοτε κανονισμούς που τις διέπουν – συχνά, με μία προσυμφωνημένη μυστικοπάθεια.

Διαβάστε ακόμη: Philip Roth: Πατρική κληρονομιά

Κάπως έτσι, η παράξενη γοητεία της λέσχης, με τον μισοσκότεινο εσωστρεφή χαρακτήρα της, δεν θα αργούσε να εμπνεύσει σημαντικά λογοτεχνικά έργα. Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τη «Λέσχη γονεοκτόνων» του Αμπροουζ Μπιρς (1842-1913), μία συρραφή από ιλαροτραγικές ιστορίες που περιγράφουν μερικούς από τους πλέον μακάβριους και ευφάνταστους τρόπους να σκοτώσει κανείς τους γονείς του – και όποια μέλη της ευρύτερης οικογένειας δεν του… γεμίζουν το μάτι.
αναπόδραστη διαδικασία θανάτου

Απ’ την άλλη, στην «Λέσχη αλλόκοτων επαγγελμάτων» του Γκ. Κ. Τσέστερτον (1874-1936) όλα εκτυλίσσονται στο Λονδίνο των αρχών του εικοστού αιώνα. Οι ήρωες της ιστορίας προσπαθώντας να λύσουν έναν γρίφο με στοιχεία που θυμίζουν αστυνομικό μυθιστόρημα, έρχονται αντιμέτωποι με ένα πρωτάκουστο επάγγελμα το οποίο εν τέλει ξεδιαλύνει το μυστήριο. Εδώ, το παιχνίδι με τα αντικριστά κάτοπτρα αναδεικνύει τις δυνατότητες της συγγραφικής φαντασίας, αποθεώνοντας ταυτόχρονα την ικανότητα του αναγνώστη να φτάσει μέχρι την έξοδο του λαβυρίνθου.

Και, βέβαια, δεν μπορεί κανείς να μην αναφερθεί στην περίφημη «Λέσχη της Αυτοκτονίας» του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον (1850 – 1894). Η πλοκή ξεκινάει σε ένα μπαρ του Λονδίνου όπου ο πρίγκιπας της Βοημίας και ο υπασπιστής του, οι οποίοι αρέσκονται να κάνουν φάρσες, θα γνωρίσουν έναν αλλόκοτο νεαρό. Κάποια στιγμή, αρχίζουν οι εξομολογήσεις και ο εκείνος τους αποκαλύπτει ότι είναι ένας ξοφλημένος που επιθυμεί να εγκαταλείψει τη ζωή του. Τότε αυτοί του λένε ότι -τάχα- τους συμβαίνει το ίδιο και καταλήγουν -οδηγούμενοι από αυτόν- στην Λέσχη της Αυτοκτονίας, Εκεί, εμπλέκονται σε μια τελετή μύησης για υποψήφιους αυτόχειρες η οποία μοιάζει να οδηγεί σε μία αναπόδραστη διαδικασία θανάτου.
ένας κόσμος εμμονών, διαφθοράς και προδοσίας

Σε αυτήν την ιδιότυπη παράδοση μπορεί να ενταχθεί επαξίως και «Μυστική ιστορία» της Donna Tartt, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1992. Μία κλειστή, εσωστρεφής, εκκεντρική ομάδα έξυπνων και απροσάρμοστων νεαρών που σπουδάζουν σε ένα κορυφαίο, ελιτίστικο κολέγιο της Νέας Αγγλίας υιοθετούν -κάτω από την επιρροή του χαρισματικού καθηγητή τους Κλασικής Φιλολογίας- έναν τρόπο σκέψης και ζωής που δεν έχει καμία σχέση με την μονότονη καθημερινότητα των συνομηλίκων τους.

Όταν, όμως, ξεπερνούν τα όρια της καθιερωμένης ηθικής, διολισθαίνουν σταδιακά σε έναν κόσμο εμμονών, διαφθοράς και προδοσίας, με αναπόφευκτη κατάληξη την κυριαρχία του κακού πάνω τους. Είναι μια ανεστραμμένη αστυνομική ιστορία που αφηγείται ένας από τους έξι μαθητές, ο Ρίτσαρντ Παπέν, ο οποίος ανακαλεί χρόνια αργότερα τις συνθήκες που οδήγησαν στη δολοφονία του φίλου τους Έντμουντ «Μπάνι» Κόρκεραν, μαζί με τις επιπτώσεις της στη ζωή των υπόλοιπων φίλων της συντροφιάς.

Η ενοχική γοητεία του εγκλήματος

Όταν ο Τόμας ντε Κουίνσι έγραψε, το 1827, το δοκίμιο με τίτλο «Η δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών», θα ανέπτυσσε παραστατικά την ιδέα ότι ο φόνος μπορεί να εξεταστεί από την αισθητική άποψη και, μάλιστα, σύμφωνα με εκείνους τους κανόνες που διέπουν ένα έργο τέχνης! Αυτή την διαχρονική και -εν μέρει- ενοχική γοητεία του εγκλήματος δεν θα αργούσε να την αξιοποιήσει και η λογοτεχνία και αναμφίβολα η Donna Tartt το πράττει με περισσή επινοητικότητα.

Υπάρχουν πολλά που μπορεί κανείς να θαυμάσει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, όπως το πόσο πειστικά καταγράφει το πέρασμα από τη μελέτη των κλασικών σπουδών, στη δημιουργία μιας κλειστής ομάδας, μιας άτυπης λέσχης μυημένων και πεφωτισμένων μελών -με κοινά ενδιαφέροντα- που μπορούν να φτάσουν σε ακραίες καταστάσεις: όπως είναι η διάπραξη ενός φόνου. Πρόκειται για μια δύσκολη μετάβαση – ιδίως λόγω της απόφασης της Tartt να αφηγηθεί την ιστορία από την οπτική γωνία ενός από τους συνωμότες.

Η ιστορία της θα μπορούσε εύκολα να εκφυλιστεί σε μία μη πειστική (ακόμη και γελοία) αναπαράσταση τελετών σε μια αμερικανική πανεπιστημιούπολη, στην προσπάθειά να μας πείσει ότι ένας ήπιος φοιτητής με πάθος για τις αρχαίες γλώσσες μπορεί να εξελιχθεί -μέσα από μια σειρά σχεδόν τυχαίων γεγονότων- σε δολοφόνο. Και, όμως. Αυτό συντελείται επιτυχώς στο μυθιστόρημα, με ιδιαίτερη αληθοφάνεια καθιστώντας το απολύτως λειτουργικό.

Και, πράγματι, η «Μυστική ιστορία», είναι ένα περίτεχνο έργο το οποίο συνδυάζει την εντυπωσιακή πλοκή μυστηρίου, με μία πλειάδα ιστορικών στοιχείων και υποσημειώσεων που μέσα από την ακρίβεια και την πιστότητα της καταγραφής τους, αναδεικνύουν μία σειρά από θέματα: τη σημασία της ερμηνείας, τη μανία της εξουσίας και το τίμημα της γνώσης. Και όλα αυτά, μέσα από μία συναρπαστική περιδιάβαση σε έναν αινιγματικό, κλειστοφοβικό και παράξενα γοητευτικό κόσμο μηνυμάτων, συνομωσιών και -πάνω απ’ όλα- επικίνδυνων μυστικών…

Μετάφραση: Μιχάλης Δελέγκος
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 792