Η παράξενη γοητεία του εγκλήματος έχει μία μακρά και συχνά απρόσμενη διαδρομή στο πέρασμα του χρόνου, η οποία αποτυπώνεται ποικιλοτρόπως στη λογοτεχνία, αλλά και επισημαίνεται -κατά καιρούς- μέσα από μερικά κλασικά δοκίμια. Άλλωστε, το ερώτημα που έπεται μιας ανεξιχνίαστης υπόθεσης φόνου μοιάζει να αφορά τον καθέναν: Ποια είναι η στιγμή εκείνη στην οποία τη σαγήνη του μυστηρίου διαδέχεται ο πραγματικός κίνδυνος;

Διαβάστε ακόμη: Η καρδιά του πατέρα μου | Ο Αύγουστος Κορτώ αποτυπώνει μια σχέση με καθηλωτική ειλικρίνεια

Και, όμως, ακόμη και αυτή η αίσθηση του κινδύνου, του απροσδιόριστου φόβου για το τι πρόκειται να επακολουθήσει, έχει -με τη σειρά της- τη δική της αδιευκρίνιστη γοητεία. Ο Τόμας ντε Κουίνσι έγραψε, το 1827, ένα οξυδερκές δοκίμιο με τον εντυπωσιακό τίτλο «Η δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών». Με αυτό, ο Άγγλος συγγραφέας αναπτύσσει παραστατικά την ιδέα ότι ο φόνος μπορεί να εξεταστεί από την αισθητική άποψη και μάλιστα σύμφωνα με εκείνους τους κανόνες που διέπουν ένα έργο τέχνης!
Εξάλλου, η πανουργία και η επιτηδειότητα, ο αφανισμός του άλλου και οι ταπείνωση της ήττας ήταν θελκτικά ήδη από την αρχαιότητα, όπως συνέβαινε στα αμφιθέατρα και τις αρένες. Πόσο μάλλον όταν κάθε φορά η επιτυχία του εγχειρήματος οφείλεται σε ένα προσεκτικά δομημένο σχέδιο δράσης, με τη δολοφονία να έπεται ως συνέπεια ιδιαίτερα λεπτών χειρισμών.

Αυτήν τη διαχρονική και -εν μέρει- ενοχική γοητεία της εγκληματικής πράξης δεν θα αργούσε να την αξιοποιήσει και η λογοτεχνία. Το πρώτο αστυνομικό διήγημα ήταν “H διπλή δολοφονία της οδού Mοργκ” (1841) του Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849) και ήδη σε αυτό διακρίνονται τα δύο βασικά συστατικά μιας υποδειγματικής αστυνομικής πλοκής: Ένας περίεργος φόνος και κάποιος που μέσα από μία σειρά συλλογισμών ξεδιαλύνει το μυστήριο.

Αλλά ήταν ο σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ (1859- 1930) που θα αποδείκνυε συστηματικά ότι μία αστυνομική ιστορία που περιγράφει ένα φόνο, μπορεί να είναι -παράλληλα- και ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο: από το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα «Σπουδή σε κόκκινο» (1887), κατάφερε να συνδυάσει υποδειγματικά την παρουσίαση της ζωής και του τρόπου σκέψης του θρυλικού ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς με την εξιχνίαση ενός εγκλήματος.

Η Άγκαθα Κρίστι, πάλι, με το εξαιρετικό «Δέκα μικροί νέγροι» (1939) έμελλε να προσδώσει μία θεατρική διάσταση στα μυθιστορήματα του είδους: Δέκα άνθρωποι βρίσκονται προσκεκλημένοι σε μια έπαυλη, μέχρι που αρχίζουν ο ένας μετά τον άλλον να δολοφονούνται -υπό συνθήκες ασφυκτικής πίεσης κλειστού δωματίου- για να μη μείνει τελικά παρά μόνον ένας: ο δολοφόνος.

H πανουργία και η επιτηδειότητα, ο αφανισμός του άλλου και οι ταπείνωση της ήττας ήταν θελκτικά ήδη από την αρχαιότητα, όπως συνέβαινε στα αμφιθέατρα και τις αρένες. Πάντως, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ στο ευρηματικό κείμενό του «Η απλή τέχνη φόνου» (1944) αδιαφορεί για τα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι και του Κόναν Ντόιλ. Αναφέρεται, ωστόσο, κολακευτικά στον Ντάσιελ Χάμετ, τον συγγραφέα «που παρέδωσε το έγκλημα στους ανθρώπους που έχουν έναν πραγματικό λόγο να το διαπράξουν και δεν το κάνουν μόνο για να μας προμηθεύσουν με ένα πτώμα». Και, πράγματι, ο Τσάντλερ είχε δίκιο σε ένα πράγμα. Ότι μια περίπτωση εγκλήματος, δεν είναι μόνο μία εξίσωση προς επίλυση, αλλά και μια αμείλικτη πραγματικότητα με ευρύτερες και σημαντικές κοινωνικές διαστάσεις. Και αυτό είναι κάτι που έμελλε να αξιοποιήσουν ποικιλοτρόπως ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν μαζί με τον Ιταλό ομότεχνό του, Αντρέα Καμιλλέρι, τον Μασσαλό Ζαν-Κλοντ Ιζό και τον δικό μας Πέτρο Μάρκαρη – οι συγκεκριμένοι διεθνούς φήμης συγγραφείς, είναι υπεύθυνοι για ό,τι αποκαλείται και μελετάται σήμερα ως «αστυνομικό μεσογειακό μυθιστόρημα». Ένα είδος που, πέραν των συγκεκριμένων μοτίβων που συναντάμε σε κάθε νουάρ αφήγημα, χαρακτηρίζεται και από μια διάχυτη κοινωνικοπολιτική ανησυχία.Για την ακρίβεια, οι συγγραφείς αυτοί χρησιμοποιούν την (προσεκτικά σκηνοθετημένη) αστυνομική πλοκή, ως μία πρόφαση – ως το όχημα για να αναδείξουν, να θίξουν και να στηλιτεύσουν τα κακώς κείμενα της εποχής τους. Δεν έχει τόση σημασία ποιος είναι ο δολοφόνος και το πώς διέπραξε το έγκλημα, όσο το περιβάλλον στο οποίο διαπράχθηκε – οι συνθήκες! Αυτή από μόνη της, είναι μία μεγάλη καινοτομία στην εξέλιξη του αστυνομικού μυθιστορήματος.Και αυτό ο Πέτρος Μάρκαρης το πραγματοποιεί με ξεχωριστό στιλ, θαυμαστή οξυδέρκεια, υψηλή αισθητική και ένα αίσθημα κοινωνικής ευθύνης. Ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος είναι πλέον ένας από τους σπουδαίους ντετέκτιβ της λογοτεχνίας, όπως ο Πέπε Καρβάλιο ή ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο, εύκολα αναγνωρίσιμος, λόγω του ιδιόρρυθμου και μεσογειακού χαρακτήρα του.

Οξυδερκής ανατόμος της κοινωνίας

Το πλέον εμφανές χαρακτηριστικό του, είναι οι ακριβείς και δηκτικές του περιγραφές της ελληνικής κοινωνίας, ειδικά της Αθήνας στα χρόνια πριν και μετά την οικονομική κρίση. Ο Μάρκαρης, με όχημα το έγκλημα και το μυστήριο που το περιβάλλει, γίνεται ένας αποτελεσματικός ανατόμος της κοινωνίας και των προσώπων που τη συγκροτούν, με λεπτή ειρωνία και θαυμαστή οξυδέρκεια. Όπως συμβαίνει και στο εμβληματικό μυθιστόρημά του «Νυχτερινό δελτίο» (1995), όπου αποδεικνύει -για ακόμη μία φορά- ότι με έναν αποκαλυπτικό ρεαλισμό μπορεί να συνθέτει την μυθολογία του, χρησιμοποιώντας την μέθοδο της αράχνης. Ξεκινάει από την περιφέρεια και συγκλίνει προς το κέντρο!

Εδώ, θέατρο δράσης είναι η Αθήνα της δεκαετίας του ’90, χαοτική και πολυπολιτισμική, με όλες τις ελληνικές ιδιαιτερότητες έκδηλες. Αρχικά, η υπόθεση της δολοφονίας ενός ζευγαριού Αλβανών μεταναστών κλείνει γρήγορα με την ομολογία ενός συμπατριώτη τους. Τα πράγματα, όμως, περιπλέκονται εντελώς απρόσμενα. Μια δημοσιογράφος που ερευνά την υπόθεση βρίσκεται δολοφονημένη – λίγα λεπτά πριν από το δελτίο ειδήσεων, που προβάλλεται σε ένα από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά κανάλια της χώρας. Ποιοι ήθελαν να εμποδίσουν την έρευνά της;

Ένας γνήσιος αντιήρωας

Ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος, ένας γνήσιος αντιήρωας του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, θα χρησιμοποιήσει τη διαίσθησή του, τον κυνισμό του, αλλά και την πείρα του, για να διαλευκάνει μια πολύ σκοτεινή υπόθεση στην οποία διακυβεύονται οικονομικά συμφέροντα διεθνών ισχυρών εγκληματικών οργανώσεων. Σε αυτό το μυθιστόρημα, ο Πέτρος Μάρκαρης δίνει ένα ρεσιτάλ επιδεξιότητας και επινοήσεων, αλλάζοντας την πορεία του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Και, πράγματι, το «Νυχτερινό Δελτίο» δεν είναι απλώς ένα επιδέξιο ανάγνωσμα μυστηρίου, αλλά ένας καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’90. Το μυστήριο γίνεται η αφορμή για να σχολιάσει ο συγγραφέας την πραγματικότητα με χιούμορ, ειρωνεία και έκδηλη κοινωνική ευαισθησία.

Κατά τα άλλα, η αφηγηματική δεινότητα, η αμεσότητα των σκηνών και των εικόνων, η σωστά υπολογισμένη δόση του σασπένς και η ζωντάνια των χαρακτήρων αποτελούν τις παραμέτρους μιας εξίσωσης που λειτουργεί υποδειγματικά. Ένα μυθιστόρημα περιπαιχτικό και κυνικό, που ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στον αποτροπιασμό και την ατράνταχτη λογική, για να μας υπενθυμίσει -εν τέλει- αυτό που ισχυρίζεται στον «Φάουστ» ο Γκαίτε: ότι δεν υπάρχουν δύο παραδοσιακά αντιθετικές δυνάμεις -το καλό και το κακό- οι οποίες αντιμάχονται η μία την άλλη. Για τον Γκαίτε, το κακό δεν είναι τίποτα άλλο παρά η άλλη όψη του καλού: ένα μέρος, δηλαδή, της υπόστασής του. Και για τον Μάρκαρη, επίσης…

Εκδόσεις: Κείμενα
Σελίδες: 384