5 βιβλία που μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη

Από τα κλασικά έργα έως τη σύγχρονη πεζογραφία, πολλές ιστορίες μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη, αποκτώντας νέα ζωή και κοινό.
Η σχέση της ελληνικής λογοτεχνίας με τον κινηματογράφο υπήρξε πάντοτε δημιουργική, έντονη και ενίοτε συναρπαστική. Από τα κλασικά έργα έως τη σύγχρονη πεζογραφία, πολλές ιστορίες μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη, αποκτώντας νέα ζωή και κοινό. Πέντε χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα, εξαίρετα δείγματα μυθοπλασίας, δείχνουν πώς η γραφή, όταν είναι ζωντανή και ειλικρινής, μπορεί να βρει τη φυσική της συνέχεια στο φως της κινηματογραφικής οθόνης.
1. Νίκος Καζαντζάκης: Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 424
Το αριστούργημα του Καζαντζάκη (1946) αποτελεί ύμνο στη ζωή, στην ελευθερία και στην αυθεντικότητα. Ο αφηγητής, ένας στοχαστής που αναζητά το νόημα της ύπαρξης, γνωρίζει τον Ζορμπά – έναν άνθρωπο του ενστίκτου και της πράξης. Η φιλία τους γίνεται αφορμή για φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στο πνεύμα, το σώμα, τη δημιουργία και τη χαρά της ζωής. Εδώ η τέχνη αντιγράφει τη ζωή: το μυθιστόρημα βασίζεται στη ζωή του Γιώργη Ζορμπά, φίλου του συγγραφέα. Αλλά σε αυτό μορφοποιείται πεζογραφικά και η γεμάτη αντιθέσεις ψυχή του Καζαντζάκη, καθώς αποκαλύπτεται για άλλη μια φορά η στοχαστική του διάθεση. Με μια σημαντική όμως διαφοροποίηση: ο Κρητικός συγγραφέας κατορθώνει να δώσει στον στοχασμό του μία ανάλαφρη διάθεση και να τον μετουσιώσει σε ελεύθερη, απρόσκοπτη αφήγηση. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1964 από τον Μιχάλη Κακογιάννη («Zorba the Greek»), με τον Άντονι Κουίν στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο και την κλασική, πια, μουσική της ταινίας από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το έργο γνώρισε παγκόσμια αναγνώριση, αποσπώντας 3 Όσκαρ συνολικά και καθιερώνοντας τον «Ζορμπά» ως παγκόσμιο σύμβολο ελληνικότητας, ελευθερία και αγάπης για την ίδια τη ζωή.
2. Γιώργος Δενδρινός: Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 408
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Δενδρινού, αποτελεί ένα ευφυές και γεμάτο ειρωνεία (και αυτοσαρκασμό) χρονικό της καθημερινότητας ενός νέου γιατρού, στο ελληνικό δημόσιο σύστημα υγείας. Ο Δενδρινός, ο ίδιος γιατρός στο επάγγελμα, μετατρέπει την προσωπική του εμπειρία σε λογοτεχνία κοινωνικού ρεαλισμού. Μέσα από την ιστορία του ήρωα, ενός ιδεαλιστή γιατρού που έρχεται αντιμέτωπος με τη φθορά, τη διαφθορά, τη γραφειοκρατία και τα ανθρώπινα όρια, το βιβλίο φωτίζει με αμεσότητα αλλά και ευαισθησία την πραγματικότητα των νοσοκομείων. Η γλώσσα του είναι κοφτή, ωμή και ειρωνική, συνδυάζοντας την πικρία με τη συμπόνια. Πάνω απ’ όλα, όμως, η γραφή του Δενδρινού αποκαλύπτει τον πόνο αλλά και το μεγαλείο της καθημερινής μάχης γιατρών και ασθενών. Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2011 από τον Σωτήρη Γκορίτσα, με τον ίδιο τίτλο, «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα». Η ταινία, με πρωταγωνιστή τον Αργύρη Ξάφη, που απέσπασε εξαιρετικές κριτικές για τον ρεαλισμό και την ανθρωπιά της. Και, πράγματι, ο Γκορίτσας μετέφερε με σεβασμό το πνεύμα του μυθιστορήματος, δημιουργώντας μια ταινία που συνδυάζει χιούμορ, πίκρα και κοινωνική ευαισθησία — μια ειλικρινή ματιά στο σύστημα υγείας και στην ψυχή εκείνων που το υπηρετούν.
3. Μένης Κουμανταρέας: Η φανέλα με το εννιά
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 432
Το μυθιστόρημα του Κουμανταρέα (1986) αφηγείται τη διαδρομή του Βασίλη Σερέτη, ενός νέου ποδοσφαιριστή που στην πορεία του προς την κορυφή συντρίβεται από τη διαφθορά και τη ματαιότητα. Με αυτόν τον τρόπο, το ποδόσφαιρο γίνεται αλληγορία για τη ζωή, την κοινωνία και την απώλεια της αθωότητας. Ο συγγραφέας, άλλοτε με τρυφερότητα και άλλοτε πάλι με κριτική ματιά, καταγράφει την πορεία ενός ανθρώπου που κυνηγάει το όνειρο μέχρι να το χάσει. Από τις σελίδες του μυθιστορήματος αναδύεται ένας ολόκληρος κόσμος από ποδοσφαιριστές, προπονητές, αθλητικούς παράγοντες, φίλαθλους καφενόβιους, ιπποδροµιάκηδες που αγωνίζονται, δοκιμάζουν την τύχη τους, ταξιδεύουν, συζητούν, κινούνται μέσα σε ξενοδοχεία, σε μπαρ και σε κέντρα, σε τραίνα, στους έρημους δρόμους της νυχτερινής πόλης, σε πολύκοσμες γειτονιές και σε κατάμεστα γήπεδα. Πρόκειται για ένα υπέροχα ρεαλιστικό έργο το οποίο η ομότιτλη ταινία του Παντελή Βούλγαρη (1988) με τον Στράτο Τζώρτζογλου πρωταγωνιστή, το αποτύπωσε με νεύρο και συγκίνηση, προσφέροντας μία από τις πιο αγαπημένες λογοτεχνικές διασκευές του ελληνικού σινεμά.
4. Θάνος Αλεξανδρής: Αυτή η νύχτα μένει
Εκδόσεις: Κάκτος
Σελίδες: 384
Το μυθιστόρημα (1995) μάς μεταφέρει -με ένα έξοχο ημιντοκυμαντερίστικο στιλ- στον κόσμο της νύχτας στην ελληνική επαρχία. Η Στέλλα, μια τραγουδίστρια που περιπλανιέται από μαγαζί σε μαγαζί, ζει ανάμεσα στη λάμψη και τη φθορά. Ο Αλεξανδρής, με ανεπιτήδευτη αλήθεια και έναν συχνά απρόσμενο λυρισμό, σκιαγραφεί έναν κόσμο περιθωριακό αλλά γεμάτο ανθρωπιά. Πίσω από τα φώτα του πάλκου, υπάρχει μια συγκινητική αναζήτηση ταυτότητας και ελευθερίας. Το βιβλίο ξεχωρίζει για τη δύναμη των διαλόγων του, τη βαθιά γνώση των χαρακτήρων και την αίσθηση αυθεντικότητας που αποπνέει κάθε σελίδα. Ο συγγραφέας δεν κρίνει, αγαπά τους ήρωές του και μέσα από αυτούς υμνεί τη ζωή στο περιθώριο, τη ματαιότητα των ονείρων και την ομορφιά που αναβλύζει ακόμη και μέσα από την παρακμή. Η ομώνυμη ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου (1999), με την Αθηνά Μαξίμου και τον Νίκο Κουρή, έγινε κλασική. Η μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή, ενώ ο χαρισματικός σκηνοθέτης απέδωσε με ευαισθησία τη σκληρή (ομολογουμένως) ποίηση του βιβλίου.
5. Βασίλης Αλεξάκης: Τάλγκο
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 184
Το «Τάλγκο» του Βασίλη Αλεξάκη, που κυκλοφόρησε το 1981, είναι ένα από τα πιο τρυφερά και υπαρξιακά ελληνικά μυθιστορήματα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η αφήγηση ξεδιπλώνεται μέσα από τις σκέψεις και τα συναισθήματα μιας γυναίκας που προσπαθεί να διαχειριστεί έναν έρωτα που τελείωσε, αλλά εξακολουθεί να τη στοιχειώνει. Ο Αλεξάκης επιλέγει την εσωτερική φωνή της ηρωίδας για να εξερευνήσει τη μνήμη, τη μοναξιά και την ανάγκη για επικοινωνία. Με λιτότητα και λεπτή ειρωνεία, το βιβλίο αποτυπώνει την πάλη ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, ανάμεσα στην καθημερινότητα και την επιθυμία. Πρόκειται για μια τοιχογραφία της εσωτερικής ζωής, όπου ο χρόνος διαστέλλεται και κάθε φράση γίνεται ψίθυρος εξομολόγησης. Η γλώσσα του Αλεξάκη είναι καθαρή, σχεδόν διάφανη, ενώ πίσω της κρύβεται μια βαθιά ευαισθησία και μια διαρκής νοσταλγία. Το έργο δεν είναι απλώς ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, αλλά ένας στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη αδυναμία να αποδεχθεί την απώλεια και να συνεχίσει. Μεταφέρθηκε εμπνευσμένα στον κινηματογράφο από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, με τίτλο «Ξαφνικός έρωτας» και πρωταγωνιστές τον Αντώνη Θεοδωρακόπουλο και την Μπέτυ Λιβανού, η οποία ενσάρκωσε συγκινητικά την ηρωίδα, σε μια ταινία που απέδωσε προσεκτικά τη σιωπηλή δύναμη του έρωτα και τη γυναικεία ψυχή, μέσα και πίσω από τις λέξεις του Αλεξάκη.