Τα έργα του είναι λαβύρινθοι με αμέτρητους διαδρόμους που άλλοτε διασταυρώνονται και άλλοτε αποκλίνουν. Μπορεί κανείς έκπληκτος να ακολουθήσει διαφορετικές διαδρομές, καταλήγοντας είτε στο ίδιο σημείο, είτε κάπου αλλού – χωρίς ποτέ να χάνει το νόημα της αφήγησης με την οποία σταδιακά αισθάνεται ότι είναι παγιδευμένος. Αυτή είναι η μαγεία της μυθοπλασίας του.

Διαβάστε ακόμη: 7 βιβλία τρόμου που αξίζει να διαβάσετε χωρίς… φόβο! 

Η τρόπος γραφής του αν και δεν είναι ούτε μαγικός ρεαλισμός, ούτε μπαρόκ: κινείται κάπου ανάμεσα στον σκληρό ρεαλισμό και σε ένα ονειρικό -θα έλεγε κανείς- παράδοξο. Στην ουσία, η λογοτεχνία του γίνεται ένας καθρέφτης της Λατινικής Αμερικής – περισσότερο, όμως, ως μιας κατάστασης του νου και λιγότερο ως κάποιου συγκεκριμένου τόπου. Άλλωστε, επαναλαμβανόμενα θέματα στα έργα του είναι οι κάθε λογής αναζητήσεις: η σαγήνη της ποίησης, η σχέση ανάμεσα στην ποίηση και στο έγκλημα, η αναπόφευκτη βία της σύγχρονης καθημερινότητας, ο έρωτας και, φυσικά, ο θάνατος.

Ο ίδιος έβλεπε τη λογοτεχνία σαν έναν τρόπο αποκρυπτογράφησης ενός κόσμου που μοιάζει εκ φύσεως παράλογος και οποιαδήποτε απόπειρα ερμηνείας του, είναι -εξαρχής- καταδικασμένη. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν σταματούσε την προσπάθεια να επιχειρεί να κατανοήσει, να καταλάβει, να βρει τα ίχνη κάποιου νοήματος. Το αποτέλεσμα; Η δημιουργία ενός συγγραφικού σύμπαντος όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν και στο οποίο όταν ειπεισέρχεσαι, ούτε θέλεις, ούτε μπορείς να βγεις. Παγιδεύεσαι μέσα σε αυτό, γοητεύεσαι, αφήνεσαι και απολαμβάνεις την μοναδική αυτή εμπειρία.

Η περίπτωση του ιδιοφυούς Χιλιανού συγγραφέα Roberto Bolano (1953–2003) που έμελλε να αποκτήσει παγκόσμια φήμη ως μυθιστοριογράφος -αν και έγραψε, επίσης, διηγήματα, ποιήματα και δοκίμια- είναι μοναδική, αφού μέσα από όλα αυτά κατάφερε και συγχώνευσε τα πάντα: ποιητικές εξάρσεις, μυθοπλασία, αλληγορία, ειρωνικές παραπομπές, αυτο-υπονομεύσεις, ρητορικά σχήματα, την ποπ κουλτούρα – μεταξύ άλλων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το βιβλίο του «2666» στο οποίο τέσσερις παθιασμένοι καθηγητές της γερμανικής φιλολογίας αναζητούν τα ίχνη του Γερμανού συγγραφέα Μπένο φον Αρτσιμπόλντι. Την τελευταία φορά που έδωσε σημεία ζωής βρισκόταν σε μια πόλη στα σύνορα Μεξικού και Η.Π.Α., όπου εκατοντάδες γυναίκες είχαν βρεθεί άγρια δολοφονημένες. Ο Bolano αφηγείται την ιστορία της ζωής του Αρτσιμπόλντι και, ταυτόχρονα, καταγράφει με την ανατριχιαστική νηφαλιότητα κάποιας αστυνομικής αναφοράς, την αλληλουχία των φόνων.

Μέσα από πολυάριθμα γκροτέσκα πορτρέτα και φλερτάροντας με όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά είδη, δημιουργείται μια εικόνα του εικοστού αιώνα – με πινελιές από την Αποκάλυψη! Και όλα αυτά, συνδέοντας το γκανγκστερικό μυθιστόρημα με την πολεμική μαρτυρία, την επιστημονική φαντασία με το ρεπορτάζ, αποθεώνοντας μια λογοτεχνία που μιλάει για τη φρίκη, την απουσία νοήματος, τον έρωτα, το θάνατο.

Πάντως, το αριστούργημά του είναι «Οι άγριοι ντετέκτιβ», με μια περίπλοκη αφηγηματική τεχνική που σε μαγνητίζει και από την οποία δεν μπορείς –για ακόμη μία φορά- να αποσπαστείς, κολλάς σε αυτήν, σαν να είναι ένας γιγάντιος ιστός που να μοιάζει ακατανόητο το πώς εξυφάνθηκε. Η ιστορία και οι χαρακτήρες είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακοί, το ενδιαφέρον δεν χάνεται στιγμή, ο αναγνώστης γοητευμένος δεν νοιάζεται που η πλοκή δεν προχωράει γραμμικά, τον αφορά η κάθε μικρή ιστορία ξεχωριστά – πρόκειται για έναν βιβλιοφιλικό θρίαμβο με μία καταιγιστική παράθεση ονομάτων συγγραφέων και ποιητών και παράλληλα μια τρελή ιστορία που εκτείνεται από τη δεκαετία του ’20 έως το ’90.

Διαβάστε ακόμη: Jean-Patrick Manchette: Η υπόθεση Ν’ Γκούστρο 

Όσο για την εξαίρετη «Νυχτωδία της Χιλής», αποτελεί ένα από τα πιο συμπυκνωμένα και εφιαλτικά έργα του μεγάλου Χιλιανού συγγραφέα. Μέσα από τη μονολογική αφήγηση του Σεμπαστιάν Ουρούτια Λακρουά -ποιητή, ιερέα και κριτικού λογοτεχνίας- ο Bolano χτίζει μια σκοτεινή αλληγορία για τη συνενοχή της διανόησης και της Εκκλησίας στη βία και τη καταναγκαστική σιωπή της δικτατορίας του Πινοτσέτ.

Ο ήρωας, λίγο πριν πεθάνει, αναπολεί τη ζωή του προσπαθώντας να δικαιολογήσει τις επιλογές του. Ο λόγος του, άλλοτε ειρωνικός και άλλοτε απολογητικός, αποκαλύπτει σταδιακά την ηθική του τύφλωση. Ο Bolano, μέσα από την εξομολόγηση αυτή, καταγγέλλει την πνευματική αδράνεια και την αυτοδικαιολόγηση των ανθρώπων που, που ενώ δεν κρατούν όπλα, συναινούν σιωπηρά στην καταπίεση. Το σπίτι της χιλιανής καλλιτέχνιδας που φιλοξενεί μαρτυρήσεις βασανιστηρίων στα υπόγεια γίνεται το πιο ισχυρό σύμβολο αυτής της συνενοχής: ο πολιτισμός χτίζεται πάνω σε μια βία που κρύβεται επιμελώς.

Η γραφή του είναι πυκνή, ρυθμική και παραληρηματική, χωρίς κεφάλαια ή διακοπές, σαν εξομολόγηση που ξεχειλίζει. Μέσα από αυτή τη φρενήρη ροή λόγου, ο συγγραφέας κατορθώνει να συνδυάσει την προσωπική ενοχή με τη συλλογική ιστορική ευθύνη, ενώ ταυτόχρονα ασκεί καυστική σάτιρα στη λογοτεχνική σκηνή της Λατινικής Αμερικής.

Η «Νυχτωδία της Χιλής» δεν είναι απλώς ένα πολιτικό μυθιστόρημα· είναι μια υπαρξιακή καταβύθιση στην ενοχή, στη σιωπή και στην ανάγκη του ανθρώπου να ξορκίσει τη δική του συνενοχή μέσω του λόγου. Ο Bolano υπογράφει ένα σύντομο αλλά συγκλονιστικό έργο που φωτίζει τη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας — και της ψυχής. Και το κάνει, για ακόμη μία φορά, με τον δικό του αδιαπραγμάτευτο τρόπο: ιδιοφυώς, αλλά πάντα με μία συγκινητική ταπεινότητα – στην οποία, νομοτελειακά, υποκλίνεσαι…

Μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 192