Αν περπατήσετε σήμερα την Ερμού, δύσκολα θα πιστέψετε πως κάποτε δεν ήταν παρά ένα μονοπάτι βόρεια της Ακρόπολης. Ένα πέρασμα που ένωνε τα Παλαιά Ανάκτορα με το Θησείο, έπαιρνε ανάσα στην Πλατεία Ασωμάτων και τελείωνε στην Πειραιώς, δίπλα στη σημερινή Τεχνόπολη.

Διαβάστε ακόμη: “Conrad sorry”, αλλά εμείς “Hilton” θα λέμε στα ταξί

Γύρω του απλώνονταν συνοικίες, Πλάκα, Ψυρρή, Θησείο, και ο δρόμος λειτουργούσε σαν λεπτή γραμμή που άλλοτε χώριζε κι άλλοτε ένωνε ζωές, εποχές και κόσμους. Την εποχή της Τουρκοκρατίας, τα σπίτια σχεδόν ακουμπούσαν μεταξύ τους, δημιουργώντας μικρές στοές, εικόνες που μοιάζουν μακρινές σε σχέση με τη σημερινή πολύβουη οδό.

Η Αθήνα των πρώτων χρόνων και η χουρμαδιά που έσκιζε τον δρόμο

Μετά την Απελευθέρωση η μικρή Αθήνα είχε ουσιαστικά «μια μόνο οδό». Εκεί, κοντά στην Καπνικαρέα, όπως θυμόταν ο Έλληνας ηθοποιός και ξάδερφος της Μαρίκας Νέζερ, Χριστόφορος Νέζερ, στεκόταν μια γέρικη χουρμαδιά, τόσο παράταιρη και τόσο χαρακτηριστική, που έκοβε τον δρόμο στα δύο και έδινε το όνομά της στο γνωστό Χάνι της Χουρμαδιάς. Η θέση του τοποθετείται κάπου ανάμεσα στην Αγίας Θέκλας και τη Μιαούλη. Όπως αναφέρει το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, «το Χάνι της Χουρμαδιάς, εικάζεται ότι βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της πλατείας Μοναστηρακίου και όλη η γύρω περιοχή λεγόταν Χουρμαδιά. Μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης στα 1827, από αυτό το χάνι έμεινε μόνο ο απόγονος του δέντρου του, που έκοβε στα δύο την τότε οδό Ερμού και που κάνει εκτενή περιγραφή του, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, την πρώτη μέρα που έφτασε στην Αθήνα και διέσχισε την οδό Ερμού για να φτάσει στο ξενοδοχείο του».

Διαβάστε ακόμη: Οδός Αιόλου: Ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία

Γύρω από αυτό το σημείο άρχισαν να υψώνονται τα πρώτα αρχοντικά της νέας πρωτεύουσας: οι οικίες Λουκά Πύρρου και Χρήστου Κιόναρη απέναντι από την Καπνικαρέα, κι έπειτα των Λάζαρου Γιούρδη και Ιταλού Κόντε Μποτσάρι. Ο τελευταίος δεν δίστασε, προκαλώντας μάλιστα και αντιδράσεις, να πάρει πετρώματα από τον ναό για να χτίσει το σπίτι του. Ωστόσο τα σπίτια αυτά, για χρόνια, φιλοξένησαν δημόσιες υπηρεσίες, υπουργεία και ανθρώπους που έγραψαν ιστορία.

Το όραμα των αρχιτεκτόνων και ο δρόμος που πήρε το όνομα του θεού

Το 1833, οι Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert σχεδίασαν τον χάρτη της Αθήνας και όρισαν την Ερμού ως έναν από τους κεντρικούς της άξονες. Ήθελαν έναν δρόμο που θα γινόταν η ραχοκοκαλιά του εμπορίου της νέας πρωτεύουσας και γι’ αυτό και του έδωσαν το όνομα του Ερμή.

Κι όμως, το 1834 η Ερμού δεν είχε τίποτα από την αίγλη που επρόκειτο να αποκτήσει. Ήταν ένας χωματόδρομος με βράχια, λίγα σπίτια και ένα γερμανικό καφενείο, το Gruner Baum. Παρ’ όλα αυτά, από νωρίς έγινε ο τερματικός σταθμός της άμαξας που ερχόταν από τον Πειραιά, ίσως η πρώτη ένδειξη πως ο δρόμος ετοιμαζόταν να γίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο.

Οι απαλλοτριώσεις, τα πρώτα μαγαζιά και η καθημερινότητα που ανθίζει

Από το 1835 ξεκινούν οι διαπλατύνσεις και οι απαλλοτριώσεις. Έργα δύσκολα, συχνά άδικα για τους φτωχούς ιδιοκτήτες που έχαναν περιουσίες χωρίς αποζημιώσεις. Οι εύποροι μετακινούνταν προς τη Σταδίου, αφήνοντας την Ερμού να διαμορφώνει τη δική της ταυτότητα.

Και αυτή η ταυτότητα ήταν καθαρά εμπορική: άμαξες, ραφτάδικα, σιδεράδες, τσαρουχάδες, παντοπωλεία, σπίτια εμπόρων που οι οικογένειές τους συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Ο δημοσιογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Μπάμπης Άννινος θυμόταν πως στο πάνω τμήμα του δρόμου, ανάμεσα στην Καπνικαρέα και το Σύνταγμα, οι γυναίκες της Αθήνας πήγαιναν να ψωνίσουν είδη πολυτελείας, ενώ δίπλα τους τα μπακαλόπουλα φώναζαν «σαρδέλες μοσχομυρωδάτες!». Ήταν ένας δρόμος που μύριζε μαζί παριζιάνικο νεωτερισμό και ελληνική καθημερινότητα.

Τα μεταφορικά μέσα

Το 1857 άνοιξε το τελευταίο της κομμάτι, από τον σταθμό του Θησείου ως την Πειραιώς. Η περιοχή πήρε βιομηχανικό χαρακτήρα με το φωταέριο και η σημερινή Τεχνόπολη ξεκίνησε να γεννάται. Ο δρόμος φωτίζονταν με φανάρια, ενώ το 1862 ξεκίνησε ο φωτισμός με φωταέριο και το 1869 έφτασε ο σιδηρόδρομος Αθηνών–Πειραιώς.

Οι εργασίες οδοστρώσεων προκαλούσαν ταλαιπωρία στους κατοίκους. Στις εφημερίδες της εποχής πρωταγωνιστούν οι λάσπες, οι τάφροι και οι κυρίες με τα κρινολίνα που παλεύουν να διασχίσουν τον δρόμο. Όμως σιγά σιγά η Ερμού αρχίζει να αποκτά μια πιο κανονική, πιο ευρωπαϊκή όψη. Ως το 1880 η καρδιά του εμπορίου χτυπούσε στο πάνω κομμάτι της Ερμού. Οι οδηγοί της εποχής την χαρακτήριζαν «πολυπληθέστατη και εμπορικωτάτη». Τα καταστήματα πολλαπλασιάζονταν και ο δρόμος έμοιαζε με μικρόκοσμο μιας πόλης που μεγάλωνε γρήγορα.

Ως τα τέλη του 19ου αιώνα, στην Αθήνα κυκλοφορούσαν λιγότερες από 240 άμαξες, όλες λαντώ, ζευγμένες με δύο άλογα και με αμαξηλάτες. Με την αύξηση όμως της κίνησης και την είσοδο των τραμ, έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα λεωφορεία, γνωστά ως «αντεροβγάλτες». Τα συγκεκριμένα οχήματα, μικρά και άβολα, κέρδισαν το παρατσούκλι τους επειδή «ανακάτευαν τα σωθικά» των επιβατών. Αργότερα εμφανίστηκαν και τα μόνιππα, τα λεγόμενα «Μαρίκες», οικονομικά μέσα μετακίνησης, αφού η διαδρομή κόστιζε μόλις πενήντα λεπτά. Ως τότε η οδός Ερμού, γνωστή και ως «Μεγάλος Δρόμος», αποτελούσε τον κύριο εμπορικό άξονα της πρωτεύουσας, όπου κατοικούσαν πολλοί δικηγόροι και γιατροί.

Ανατολικά αρτοποιεία, δυτικά κουρεία: η πολυφωνία της οδού

Πιο κάτω, προς την Αθηνάς, ο δρόμος άλλαζε. Εκεί έβρισκες κουρεία, υαλοπωλεία, τα απλά ζαχαροπλαστεία της εποχής και το καφενείο «Η Ωραία Ελλάς», που φιλοξένησε το πρώτο χρηματιστήριο της πρωτεύουσας. Μια γωνιά της πόλης με δικό της παλμό, πιο λαϊκό, πιο καθημερινό.

Στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε το «Υπουργείον Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» λειτουργούσε το «Γαλλικόν» Κατάστημα των Αδελφών Φιλίππ, ενώ σε κοντινή απόσταση βρίσκονταν η Τράπεζα του Γεωργίου Σκουζέ και το διάσημο Ζαχαροπλαστείο «Τζίτζικα». Εκεί, με 25 λεπτά κανείς απολάμβανε μια μεγάλη πάστα «Κοπεγχάγη» ή έναν «εργολάβο», γλυκό που πήρε το όνομά του από τους νεαρούς που συνήθιζαν να περιδιαβαίνουν την Ερμού παρακολουθώντας τις κυρίες στα καταστήματα. Η πάστα «Κοπεγχάγη» αποτελούσε μάλιστα φόρο τιμής στην πατρίδα του βασιλιά Γεωργίου. Το «Τζίτζικα» ήταν διαρκώς γεμάτο, καθώς οι κομψοί νεαροί της εποχής έστηναν εκεί καρτέρι στις κυρίες που περνούσαν. Έτσι, το ζαχαροπλαστείο θεωρούνταν το «αισθηματικόν κέντρον» της Αθήνας και από τα σημαντικότερα σημεία της Ερμού, στην οποία είχαν ανοίξει τα πρώτα μεγάλα εμπορικά μαγαζιά, αντίστοιχα με εκείνα των γερμανικών πόλεων, όπως σημείωνε η Κυρία επί των Τιμών της βασίλισσας Αμαλίας.

Η Belle Époque και η γέννηση ενός αθηναϊκού βουλεβάρτου

Με την αλλαγή του αιώνα, η Ερμού μεταμορφώθηκε. Τα πολυτελή μαγαζιά ξεπερνούσαν εκείνα της Αιόλου ή της Αθηνάς και ο κόσμος αρχίζει να μιλά για «παρισινές» βιτρίνες. Τα μεγάλα βιβλιοπωλεία, τα φωτογραφεία, τα χρυσοχοεία και οι νεωτερισμοί έγιναν πόλος έλξης. Στο κομμάτι αυτό εγκαθίστανται φωτογράφοι όπως οι αδελφοί Κάντα, οι Ρωμαΐδοι, ο Κάλφας και η Nelly’s. Η Ερμού απόκτησε λάμψη.

Το 1896, την εποχή των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, ο δρόμος χωρίζεται: στο κάτω μέρος, οθωμανική αύρα, μικροβιοτεχνίες, σταύλοι, παράγκες, παλαιοπωλεία και στο πάνω μέρος, ευρωπαϊκός αέρας, φως, κομψότητα. Μια ανομοιομορφία γοητευτική, που μαρτυρούσε τη διαδρομή της Αθήνας από την Ανατολή προς τη Δύση.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Ερμού μαγεύει χρονογράφους όπως ο Παύλος Νιρβάνας. Ο δήμαρχος Δημήτριος Σκουζές θυμάται κυρίες που δεν κατέβαιναν καν από την άμαξα, ο υπάλληλοι έφερναν τα τόπια του υφάσματος στο δρόμο για να διαλέξουν. Ήταν μια εποχή που ο δρόμος είχε γίνει βουλεβάρτο, κι όταν άναβαν τα φώτα, μπορούσες για μια στιγμή να ξεχάσεις ότι βρισκόσουν στην Αθήνα.

Και αν, όπως έγραφαν τότε, υπήρχαν και καστανιές στις άκρες του δρόμου, ίσως να μπέρδευε κανείς τον τόπο με ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Μα η Ερμού πάντα ήταν, και παραμένει, κάτι πιο δικό μας: ένα κομμάτι της πόλης που φυλάει μνήμες, ήχους, φωνές και πατήματα ανθρώπων που πέρασαν πριν από εμάς.

Video credit: AI generated video from image

Video editing: Aνδρέας Κωστόπουλος

Πηγές

Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο

Οδός Ερμού / Γιάννης Λ. Λάμπρου, Αθήνα 2001

Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ

Wikipedia

Φωτογραφίες από το Λεύκωμα ΑΘΗΝΑ, η πόλη, οι άνθρωποι, τα γεγονότα – Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος