Οι σχέσεις με τους γονείς, τη μητέρα και τον πατέρα, ήταν και θα είναι εξαιρετικά περίπλοκες και για έναν ενήλικα είναι επιτακτική η ανάγκη κάποια στιγμή να προχωρήσει σε ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» – με αγάπη, κατανόηση, αλλά και την πεποίθηση ότι πρέπει να προχωρήσει στη ζωή του. Και, όμως, συχνά αυτή η αναμενόμενη επιλογή μοιάζει να γίνεται μία δισεπίλυτη εξίσωση, να οδηγεί σε ένα συναισθηματικό κομφούζιο: τίποτα δεν είναι αυτονόητο ή προφανές. Αλλά και τίποτα δεν εγγυάται ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν ομαλά, ότι θα υπάρξουν καθαρές εξηγήσεις – χωρίς παρεξηγήσεις.

Αυτές οι βαθιές σχέσεις, με τα αναμενόμενα ψυχαναλυτικά αδιέξοδα, την αμηχανία, την φόρτιση, την ταύτιση, την άπωση και την ιστορία που φέρουν από την γέννησή μας, έχουν απασχολήσει –όπως θα ανέμενε κανείς- ουκ ολίγες φορές τη λογοτεχνία, είτε μέσα από τη μυθοπλασία, είτε από κείμενα αμιγώς αυτοβιογραφικά. Πρόκειται για κείμενα που αναζητούν εναγωνίως πειστικές και ικανοποιητικές απαντήσεις για τη σχέση με τους γονείς, την μητέρα και τον πατέρα – πριν ή μετά την απώλειά τους, και με τους δύο μαζί ή με καθέναν ξεχωριστά.

Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα υπέροχο βιβλίο της Τζόις Κάρολ Οουτς με τίτλο «Χωρίς τη μητέρα μου» (2006) που αποτυπώνει εκπληκτικά το φάσμα της μητρικής απώλειας, επιχειρώντας να ρίξει άπλετο φως στην περιπλοκότητα της σχέσης μητέρας και κόρης. Και, βέβαια, δεν μπορεί κανείς να μην επικαλεστεί το σπαρακτικό αυτοβιογραφικό ψυχαναλυτικό δοκίμιο με τον ανατριχιαστικό τίτλο «Ταύτιση κόρης και πεθαμένης μητέρας» (1928) της Μαρίας Βοναπάρτη – η οποία υπήρξε μία από τις κορυφαίες μαθήτριες του Σίγκμουντ Φρόυντ και εισηγήτρια του έργου του στη Γαλλία.

Απ’ την άλλη, το «Γράμμα στον πατέρα» (1919) του Φράντς Κάφκα προσδιορίζεται από τις εφιαλτικές παιδικές αναμνήσεις του συγγραφέα, ο οποίος επιχειρεί να κατανοήσει την ιδιαίτερη σχέση με τον απολύτως επιβλητικό πατέρα του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κάφκα που πίστευε ότι ύπαρξη σημαίνει ενοχή έγραψε αυτό το γράμμα στον πατέρα, προσπαθώντας να βάλει μια τάξη στη συναισθηματική του ανισορροπία. Ωστόσο, δεν το παρέδωσε στον ίδιο, αλλά στη μητέρα του, η οποία αποσιώπησε την ύπαρξή του!

Εάν θέλουμε ένα βαθιά συγκινητικό κείμενο για τη σχέση πατέρα και γιου, η «Πατρική κληρονομιά» (1991) του Φίλιπ Ροθ τα διαθέτει όλα: ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας παρακάμπτει κάθε υπόνοια παρηγορητικής διάθεσης προκειμένου να φτάσει στην αλήθεια – για τον πατέρα του, τον εαυτό του, τον θάνατο, τον φόβο του θανάτου, την αγάπη.

Αλλά και ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, απ’ την πλευρά του, στο βιβλίο του «Ένας καλός γιος» (2014) ακολουθεί τον δύσκολο δρόμο της ειλικρίνειας. Ο πατέρας του, αντισημίτης και ρατσιστής, είναι ένας κακότροπος σύζυγος που δέρνει και εξευτελίζει τη γυναίκα του. Ο μοναχογιός του θα κάνει τα πάντα για να γίνει το αντίθετο από αυτόν. Πέρα από την περιφρόνηση και την ένοχη οργή, το συγκεκριμένο αφήγημα είναι, επίσης, η ομολογία μιας αδιαμφισβήτητης αγάπης ενός γιου προς τον πατέρα του, όπου η αποδοκιμασία μετατρέπεται σε συμπόνια.

Μία τέτοια διερεύνηση επιχειρεί ο Ρίτσαρντ Φορντ με μια ευθύτητα στα όρια της αδιακρισίας, μέσα από το μη μυθοπλαστικό βιβλίο του «Μεταξύ τους» (2017) το οποίο εστιάζει –με τη σειρά- στη σχέση που ανέπτυξε βρισκόμενος ανάμεσα στους γονείς του: «Με θέλανε, όμως δεν με είχαν ανάγκη. Μαζί οι δυο τους -αν και ίσως μόνον μαζί– ήταν πλήρεις προσωπικότητες». Είναι δύσκολο για ένα παιδί να παραδέχεται μια τέτοια σκληρή αλήθεια. Και ο χαρισματικός συγγραφέας του αξεπέραστου «Αθλητικογράφου», πάντα ήπιος, σίγουρος, κυρίαρχος της τεχνικής του, φιλοτεχνεί μία ιδιαίτερα παραστατική και αφοπλιστική εικόνα της σχέσης του με τον πατέρα και την μητέρα του.

Η «Επινόηση της μοναξιάς», πάλι, είναι ο πολύ προσωπικός και συγκινητικός στοχασμός του Πωλ Ώστερ πάνω στο ζήτημα της πατρότητας. Εδώ, ο συγγραφέας αποκαλύπτει τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά του μετά τον θάνατο του πατέρα του – ενός απόμακρου, ελάχιστα εκδηλωτικού, σχεδόν ψυχρού ανθρώπου. Καθώς φροντίζει για τις υποθέσεις του πατέρα του και σκαλίζει τα υπάρχοντά του, ο Ώστερ ανακαλύπτει ένα οικογενειακό μυστικό: έναν φόνο που χρονολογείται εξήντα χρόνια πριν, ο οποίος θα φωτίσει τον απροσδιόριστο χαρακτήρα του πατέρα του. Στη συνέχεια, η οπτική γωνία μετατοπίζεται από την ταυτότητα του Ώστερ ως γιου στον ρόλο του ως πατέρα, όπου συλλογίζεται τον χωρισμό του από τον δικό του γιο.

Όπως και να ’χει, η πατρική φιγούρα και στην ελληνική λογοτεχνία παρουσιάζει ποικίλες εκδοχές: από τον σκληρό και αυταρχικό πατέρα, στον τρυφερό και προστατευτικό, και από τον πατέρα-σύμβολο εξουσίας στον αδύναμο ή απόντα πατέρα. Στον «Καπετάν Μιχάλη» (1953) του Νίκου Καζαντζάκη, για παράδειγμα, ο πατέρας είναι μια επιβλητική μορφή, που ενσαρκώνει το πρότυπο του Κρητικού αγωνιστή, αφοσιωμένου στην ελευθερία και στην παραδοσιακή ηθική, με την πατρική εξουσία να είναι ασφυκτική, καθώς δεν αφήνει περιθώρια για προσωπική ελευθερία οδηγώντας στη σύγκρουση πατέρα-γιου. Απ’ την άλλη, στη «Μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεσι, ο πατέρας είναι απών και αυτή η απουσία καθορίζει τη ζωή της ηρωίδας που μεγαλώνει μέσα σε ένα χαοτικό και βίαιο περιβάλλον, χωρίς ένα ισχυρό πατρικό υπόδειγμα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η περίπτωση του Αύγουστου Κορτώ είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα, αφού πριν από την «Καρδιά του πατέρα μου» είχε προηγηθεί «Το βιβλίο της Κατερίνας» (2013). Σε αυτό, ο πατέρας είναι ένας αδύναμος χαρακτήρας, ο οποίος αδυνατεί να βοηθήσει τη (χαρισματική) γυναίκα του και τον γιο του (και συγγραφέα του βιβλίου), επιτρέποντας στην ψυχική ασθένεια της μητέρας να κυριαρχήσει στην οικογένεια, μέχρι την τραγική της κατάληξη με την αυτοκτονία της: ένα βιογραφικό και αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, με προφανείς φροϋδικές προεκτάσεις.

Τώρα, με το «Η καρδιά του πατέρα μου» ο χαρισματικός συγγραφέας επανέρχεται στην πατρική σχέση με τον γιο. Με αφορμή ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που παρουσιάζει η καρδιά του πατέρα, παρακολουθούμε τη σχέση των δύο αντρών να ξετυλίγεται σε βάθος χρόνου – μια σχέση, η οποία είχε καθοριστεί απολύτως από την εκλιπούσα μητέρα και σύζυγο, Κατερίνα.

Ο βιογραφικός και αυτοβιογραφικός λόγος, είτε δηλώνεται ως μυθοπλαστικός είτε όχι, είναι συναρπαστικός, γεμάτος αναμνήσεις κάθε είδους από τη σχέση τους. Αρχικά, ο πατέρας ήταν απόμακρος και επισκιασμένος από την υπερπληθωρική Κατερίνα και την ψυχική της νόσο. Ελλείψει, όμως, αυτής, αναδεικνύεται η υπαρκτή σχέση πατέρα και γιου με όλες εκείνες τις αναμενόμενες διακυμάνσεις της, τα μουσικά ακούσματα, το ταξίδι μονάχα για δύο στο Λονδίνο και το Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων της Μαντάμ Τισό, την αποκάλυψη της ομοφυλοφιλίας του συγγραφέα, τους χαμηλόφωνους καβγάδες των γονιών, τη διπολική και την καταθλιπτική διαταραχή, αλλά και τις δυσβάσταχτες στιγμές της αυτοκτονίας της πολυαγαπημένης μητέρας και συζύγου. Ο Κορτώ αποτυπώνει αριστοτεχνικά τα ενσταντανέ μιας σχέσης που υπήρχε πάντα, αλλά βρισκόταν στη σκιά, μέσα από μία περίτεχνη αφήγηση στην οποία κυριαρχεί μια καθηλωτική ειλικρίνεια.

Και όλα αυτά, χωρίς να προδίδει στο ελάχιστο εκείνα που τον απασχολούν, περνώντας μέσα από το κλειστό, ιδιωτικό, αινιγματικό τοπίο της οικογενειακής σχέσης, για να διερευνήσει την βαθύτερη ουσία των πραγμάτων: τη μνήμη, την οικειότητα, την ανάγκη για κατανόηση και συγχώρεση, την ψυχική απόσταση, τον αναπόφευκτο πόνο, τις διαψεύσεις, καθώς και την αγάπη, η οποία τελικά είναι ό,τι απομένει – εάν μένει κάτι…

Αύγουστος Κορτώ | Η καρδιά του πατέρα μου
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 176