Αλέξης Ακριθάκης: «Γράφοντας τη ζωγραφική, Ημερολόγια 1960-1990»

Η έκδοση με τίτλο «Γράφοντας τη ζωγραφική, Ημερολόγια 1960-1990» αποτελεί ένα ανεκτίμητης αξίας ντοκουμέντο, που έρχεται να ρίξει φως στις σκιές της ζωής του σπουδαίου εικαστικού Αλέξη Ακριθάκη.
Είχε να αντιτάξει στη ζωγραφική της αναπαράστασης μία σειρά από πυροτεχνήματα και εκλάμψεις, κάτι ανάμεσα στις εικονογραφήσεις μεσαιωνικών χειρογράφων και τους οραματισμούς ενός ποιητή. Και, πράγματι, ο Αλέξης Ακριθάκης (1939-1994) ήξερε να μετουσιώνει τις εμπειρίες θανάτου και θαυμασμού της ζωής, σε ένα πανηγύρι σχημάτων και χρωμάτων. Σίγουρα, ένας σπουδαίος καλλιτέχνης του ύστερου μοντερνισμού.
Διαβάστε ακόμη: Βιτσέντζος Κορνάρος: Ερωτόκριτος
Εξάλλου, όπως το είχε πει κάποτε και ο ίδιος: «Ήθελα πάντα να γίνω ζωγράφος. Μα μέσα μου είχα την κακιά αρρώστια του καλλιτέχνη». Αυτή η φράση συγκλονιστικής αυτογνωσίας, συνοψίζει ιδανικά την περίπτωσή του. Ρομαντικός, αντισυμβατικός, με μία εγγενή διάθεση για περιπέτεια και μια συγκινητική παιδικότητα, καταιγιστικός και ονειροπόλος, παρορμητικός και επίμονος αναζητητής εμπειριών, πίστεψε από πολύ νωρίς ότι η ζωγραφική δεν είναι γνώση, αλλά παρατήρηση της ζωής, η οποία προκύπτει μέσα από έναν απολύτως ελεύθερο τρόπο διαβίωσης.
Διαβάστε ακόμη: David Peace: Τόκιο – Η επιστροφή
Παθιασμένος δημιουργός
Εντυπωσιακός και πανέμορφος στην εποχή του, ταλαντούχος και εσωστρεφής, αλλοπρόσαλλος και προκλητικός, ζούσε έντονα και εκρηκτικά, έψαχνε και ζωγράφιζε, αποτυπώνοντας με ζωηρά χρώματα την ανατριχιαστική δραματικότητα της κραυγής του. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν ένας παθιασμένος δημιουργός που ταυτιζόταν ανεπιτήδευτα με τον μύθο του «καταραμένου» καλλιτέχνη, συγχωνεύοντας εν τέλει την προσωπικότητά του με το πρωτοποριακό έργο του. Αυτή ήταν και η τεράστια επιτυχία του. Αλλά με τι κόστος…
Μια ανήσυχη Φύση και μια ανήσυχη ζωή
Φύση ανήσυχη και ανατρεπτική, ο Αλέξης Ακριθάκης θα ζήσει την Ελλάδα των μέσων της δεκαετίας του πενήντα, θα φοιτήσει για ένα μικρό διάστημα στη Γαλλία, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του εξήντα, εγκαθίσταται στο Βερολίνο: είναι η αρχή για μία από τις πιο γόνιμες περιόδους της δουλειάς του. Χαρακτηριστικό των πρώτων του έργων η πυκνή, λαβυρινθώδης γραμμή η οποία ξεκινάει από μια μικρή κουκίδα και αναπτύσσεται σε ένα πλέξιμο γραμμών και μοτίβων. Έπεται, η χρήση του έντονου χρώματος και του έντονου περιγράμματος.
Σταδιακά, θα δημιουργήσει έναν πολύχρωμο μικρόκοσμο γεμάτο από αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες παρμένες από βαθύτατα προσωπικές εμπειρίες και εμμονές: Λουλούδια, πουλιά, βαλίτσες, ποδήλατα, καρδιές, ήλιοι, βέλη, ρόδες και σημαίες συναποτελούν το μαγικό ποιητικό σύμπαν του Ακριθάκη με πολυποίκιλες χρωματιστές σκηνές, πλημμυρισμένες από απειροστές λεπτομέρειες. Μια οπτική μυθολογία στην οποία κεντρικό ρόλο έχει πάντα το ταξίδι και η περιπέτεια, με τη διάθεση φυγής του καλλιτέχνη να είναι κάτι περισσότερο από έκδηλη και με την εντυπωσιακή χρήση των έντονων χρωμάτων να καθηλώνει.
Αυτά τα φωτεινά χρώματά του είναι που αποθεώνουν την ιδέα της ζωής, ενώ υποκρύπτουν τη βαθιά και αναπόδραστη -όπως θα αποδεικνυόταν- μελαγχολία του. Φαίνεται ότι στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να ξορκίσει τους προσωπικούς του, βασανιστικούς δαίμονες. Ως ιδιοσυγκρασία παραμένει έρμαιο του πάθους της αέναης εσωτερικής αναζήτησης και εισέρχεται στον κόσμο των ναρκωτικών, ολοταχώς και χωρίς ενδοιασμούς – όπως συνήθιζε να κάνει με ο,τιδήποτε.
Κάποια στιγμή, το 1984, αφήνει το Βερολίνο και επιστρέφει στην Ελλάδα. Συμμετέχει στην παρουσίαση της συλλογής Αλέξανδρου Ιόλα -ο οποίος πάντα τον βοηθούσε- και προσπαθεί να απέχει από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ενώ υποφέρει από τρομερούς εφιάλτες. Αλλά δεν θα σταματήσει να δουλεύει και να διοργανώνει εκθέσεις, παρά τα νοσοκομεία και τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η άσχημη κατάσταση της υγείας του μείωσε την εικαστική παραγωγή του, η οποία περιορίσθηκε σε μεγεθύνσεις λεπτομερειών από παλαιότερα έργα του, ένα μπλοκ σχεδίων με τις φιγούρες τροφίμων του Δρομοκαΐτειου ψυχιατρείου και μία σειρά με θέμα τα λουλούδια, την οποία αφιέρωνε «στους αυτόχειρες φίλους του».
Ο Αλέξης Ακριθάκης συνέχιζε να καταστρέφει αργά και συνειδητά τον εαυτό του, μέχρι τον θάνατό του, στις 19 Σεπτεμβρίου 1994. Σήμερα, μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα, ότι τα έργα του αποτελούν -για πρώτη φορά, ίσως, στην νεώτερη ιστορία της ελληνικής τέχνης – μία απόλυτα συνειδητή και συστηματική καλλιτεχνική πράξη, η οποία αν και καθοριστική για τη σύγχρονη εικαστική σκηνή είχε αμιγώς προσωπικές καταβολές: Το έργο του παραμένει -πάντοτε- ένα με την πληγωμένη ψυχοσύνθεσή του. Άλλωστε, το είχε πει και ο ίδιος κάποτε: «Η μόνη τροφή της τέχνης είναι η ίδια η ζωή». Είναι προφανές ότι περιαυτολογούσε.
Ένα ανεκτίμητης αξίας ντοκουμέντο
Όσο για την παρούσα έκδοση με τίτλο «Γράφοντας τη ζωγραφική, Ημερολόγια 1960-1990» αποτελεί ένα ανεκτίμητης αξίας ντοκουμέντο, που έρχεται να ρίξει φως στις σκιές της ζωής του Ακριθάκη. Συμβάντα, συναντήσεις, σκέψεις, σημειώσεις, αφορισμοί, εξομολογήσεις, ερεθισμοί, αποκαλύψεις, ζορισμένη εφηβεία, αλητεία, πρόσωπα, φίλοι, παρέες, ερωμένες, πάθη, γάμοι, λαγνεία, το πνεύμα της ελευθερίας, η δεκαετία του ’60.
Αλλά και ναρκωτικά, αλκοόλ, χιλιόμετρα, ταχύτητα, πόλεις (με προεξάρχουσες την Αθήνα και το Βερολίνο), καφέ, νυχτερινά κέντρα, δρόμοι, λεωφόροι, μνήμες, νοσταλγία, μελαγχολία, σάτιρα, ειρωνεία, φόβοι, αγωνία, οργή, εσωτερικότητα, απόγνωση, αυτοκαταστροφή, απώλειες, εφιάλτες, κραυγές, αθωότητα, η μυθολογία (και η κατάρα) του καλλιτέχνη, η αυτοκτονία ως διέξοδος. Και, ακόμη, σχέδια, ζωγραφική, χρώματα, προοίμια έργων, λογαριασμοί, συνταγές μαγειρικής, ποίηση, τρυφερότητα, ο βαθύς πόνος της τέχνης, το πάσχον σώμα, η προοπτική του θανάτου – όλα αυτά, προελαύνουν από τις σελίδες των τετραδίων του, στο διάστημα μιας τριακονταετίας.
«Στη ζωγραφική είναι περιττά τα λόγια, στην ποίηση είναι περιττά τα σχέδια. Και όμως σχεδιάζεις ένα ποίημα ή γράφεις μια ζωγραφική» είχε πει κάποια στιγμή, περιπαιχτικά, ο Αλέξης Ακριθάκης. Και η παρούσα έκδοση, δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο από την αποθέωση αυτής της φαινομενικά παράδοξης ρήσης…
Επιμέλεια: Θάνος Σταθόπουλος – Χλόη Ακριθάκη
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 224