Το μόνο πράγμα που δείχνει ικανό να απαλύνει τα προβλήματα του Στίβεν, είναι ο χορός. Χορεύει με την καλύτερή του φίλη Ντελ στο σαλόνι, σιγοτραγουδάνε χαρούμενα, τόσο κοντά που τα κεφάλια τους σχεδόν ακουμπάνε. Χορεύει μόνος του στο σπίτι, με τους δίσκους του πατέρα του, ανακαλύπτοντας τα θραύσματα ενός ανθρώπου που δεν γνώρισε ποτέ πραγματικά. Ο Στίβεν ξέρει ποιος είναι πραγματικά μόνο μέσα από τη μουσική.

Τι γίνεται όμως όταν ο ήχος της αρχίζει να χαμηλώνει και να χάνεται; Όταν ο πατέρας του μιλάει για ντροπή και θυσίες, όταν το σπίτι του δεν είναι πια δικό του; Πώς θα βρει χώρο για τον εαυτό του, ένα μέρος όπου θα νιώσει όμορφος, ένα μέρος όπου ίσως καταφέρει να νιώσει ελεύθερος;

Τρία καλοκαίρια στη ζωή του Στίβεν: Από το Λονδίνο στην Γκάνα, και πάλι πίσω. Το τραύμα από την αποξένωση πατέρα και γιού, πηγάζει από την πατρική απογοήτευση και απόρριψη, έπειτα από τις θυσίες που προηγήθηκαν για την ανατροφή του Στίβεν – κλασική περίπτωση χάσματος γενεών.

Σε μεγάλο μέρος της γραφής υπάρχει ένα βουητό ποιητικής πρόζας, ιδίως στην απεικόνιση της συμφιλιωτικής τρυφερότητας μεταξύ του Στίβεν και του πατέρα του που δείχνει έναν χαρισματικό συγγραφέα πίσω απ’ όλα αυτά.

Αναμφίβολα, πρόκειται συνολικά για ένα συναρπαστικό και συγκινητικό μυθιστόρημα για τους κόσμους που χτίζουμε για τον εαυτό μας, τους μικρούς κόσμους μέσα στους οποίους ζούμε, χορεύουμε και ερωτευόμαστε.

Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις: μεταίχμιο
Σελίδες: 456