Καλοί οι “Φοίνικες”, οι “Λέοντες” κι οι “Άρκτοι”, ακόμη καλύτερα τα “Όσκαρ”, τα κόκκινα χαλιά και οι ύμνοι των ξένων ΜΜΕ. Γιατί όμως τα εισιτήρια και η επαφή με το ευρύ κοινό, να θεωρούνται ως μειονέκτημα στο σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο.

Διαβάστε ακόμη: Γιώργος Λάνθιμος: Η τρελή ιδιοφυΐα κατακτά τον Independent

Από την Αναπαράσταση στις Φανταρίνες

Ο Γιώργος Λάνθιμος έβαλε τον κινηματογράφο στις συζητήσεις μας, όχι όμως και εμάς στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Η δεκαετία του ’70 ήταν σημαδιακή για τον ελληνικό κινηματογράφο. Για τελευταία φορά συνυπήρξαν τρεις διαφορετικές σχολές κινηματογράφου. Το 1970 προβλήθηκε η ταινία “Αναπαράσταση” του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, η όρισε τον “νέο ελληνικό κινηματογράφο”, η “Υπολοχαγός Νατάσσα” εκ μέρους του “παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου” και οι “Φανταρίνες” με τη Ρένα Βλαχοπούλου και την Ελένη Φιλίνη, που αν και προβλήθηκε στη μεγάλη οθόνη, ουσιαστικά υπήρξε η πρωτόλεια των “βιντεοταινιών”. Ανεξάρτητα από το όποιο καλλιτεχνικό βάρος τους αξία, την “Αναπαράσταση” έσπευσαν να δουν 13.000 θεατές, την “Υπολοχαγό Νατάσσα” 740.000 και τις “Φανταρίνες” 261.000.

Σήμερα, 50 χρόνια αργότερα, οι περισσότεροι συντελεστές των ταινιών αυτών έχουν αποβιώσει, το ίδιο και ο “παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος” και οι βιντεοταινίες. Σήμερα, ζούμε την παντοδυναμία του Γιώργου Λάνθιμου και του “weird wave” που προκάλεσε κι έχει “ξεβράσει” στη μεγάλη οθόνη αρκετούς άλλους δημιουργούς. Ο Αλέκος Σακελάριος και ο Νίκος Τσιφόρος δε θα έβρισκαν δουλειά να κάνουν, μια και η τάση από τη ν εποχή του Αγγελόπουλου είναι πως ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.
H μεγαλύτερη επιτυχία του Γιώργου Λάνθιμου “Poor Things” μετά βίας ξεπέρασε τις 200.000 εισιτήρια στις κινηματογραφικές αίθουσες – μια ταινία που τιμήθηκε με 4 Όσκαρ, Χρυσό Λέοντα, 5 βραβεία BAFTA και 2 Χρυσές Σφαίρες!

Οι κριτικοί παγκοσμίως λατρεύουν τον “νέο ελληνικό κινηματογράφο” και ο κόσμος να βλέπει τους δημιουργούς του να ποζάρουν σε κόκκινα χαλιά, όχι όμως και τις ταινίες τους.

Διαβάστε ακόμη: Τα αστέρια λάμπουν παντοτινά πάνω από το κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ της Βενετίας

Ομιλείτε ελληνικά;

Ο τιμημένος με “Χρυσό Φοίνικα” στις Κάννες Βασίλης Κεκάτος.

Η Ασημίνα Προέδρου με την πολυβραβευμένη επί ελληνικού εδάφους ταινία της “Πίσω από τις Θημωνιές”, το 2022, θέλησε να “μιλήσει για την ενοχή και τη σιωπή σε μια κοινωνία που μαθαίνει να συμβιβάζεται”, ενώ η Εύα Νάθενα με τη “Φόνισσα”, την αμέσως επόμενη χρονιά, βασίστηκε στο ομώνυμο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, για να αναμετρηθεί με την παράδοση και τα ζητήματα φύλου. Έφτασε ως επίσημη ελληνική συμμετοχή στα Όσκαρ και έκοψε περισσότερα από 300.000 εισιτήρια, πρωταθλήτρια ταινία του νέου ελληνικού κινηματογράφου.

Ο Βασίλης Κεκάτος, ο οποίος τιμήθηκε το 2019 με “Χρυσό Φοίνικα” για τη μικρού μήκους ταινία του “Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς”, παρουσίασε το 2025 την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του “Οι πιο άγριες μέρες μας”, στο φεστιβάλ Βερολίνου. Η ταινία του επιχειρεί μια ποιητική και ειλικρινή προσέγγιση προς την Gen Z.

Η ελληνική σκηνή του “weird wave”, το φαινόμενο που ξεκίνησε με τον “Κυνόδοντα” του Λάνθιμου και την “Attenberg” της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, έχει πλέον κλείσει τον κύκλο της. Οι καινούριοι Έλληνες δημιουργοί, με πολύ μικρά μπάτζετ και χρηματοδότηση κατά κύριο λόγο από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, έχουν αποδεσμευτεί από το άγχος της εμπορικής επιτυχίας και μεταφέρουν σε μεγάλες ή και μικρές οθόνες τις προσωπικές τους ανησυχίες και προβληματισμούς. Επιτέλους ο ελληνικός κινηματογράφος βρήκε κοινό λόγο, όπως έχει αποτύχει να βρει κοινό πρόθυμο να τον παρακολουθήσει.

Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα

Η Βασιλική Βλάχου aka Billie Vee με την αφίσα της ταινίας της.

Η Ελλάδα συγχρηματοδοτώντας, έχει καταφέρει να προσελκύσει στη χώρα μας περισσότερες από 300 διεθνείς και εγχώριες παραγωγές. Θα κάνει βέβαια απόσβεση, μέσω του τουρισμού, αλλά κινηματογραφικά δεν έδειξε να επωφελείται: δεν έμαθε να περνάει με ευφυή τρόπο στις οθόνες ενδιαφέρουσες ιστορίες. Κι είναι αμαρτία γιατί σε αντίθεση με τη μυθοπλασία, οι Έλληνες είναι εξαιρετικοί ποιητές και θεατρικοί συγγραφείς. Την εποχή του “παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου” υπήρχε μια διάδραση ανάμεσα στο θέατρο και στη μεγάλη οθόνη.

Μια ξεχωριστή περίπτωση είναι αυτή της Βασιλικής Βλάχου ή Billie Vee, η οποία ούσα ηθοποιός από τη σχολή του Κουν, εγκατέλειψε την Ελλάδα για το Λονδίνο, ώστε να αυξήσει τις προοπτικές της για κάτι σημαντικό, ως ηθοποιός και σεναριογράφος. Έχοντας στο ενεργητικό της το εξαιρετικό θρίλερ μικρού μήκους “Two persons max”, φέτος παρουσίασε την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία “Το κάλεσμα του σπουργιτιού”. Ένα ψυχολογικό θρίλερ με ήρωα έναν ευυπόληπτο καθώς κι ανοιχτόμυαλο καθηγητή, χωρίς προκαταλήψεις και ηρωίδα μια στρίπερ (την υποδύεται η ίδια). Επιτέλους μια ταινία από μια γυναίκα “που δεν θέλει να μιλήσει για…” και γυρισμένη από ένα σκηνοθέτη που θέλει να ανεβάσει στη μεγάλη οθόνη μια ενδιαφέρουσα μυθοπλασία, όσο καλύτερα μπορεί.

Τόσο ως σεναριογράφος, όσο και ως ηθοποιός πήρε αρκετά καλές κριτικές, εμπιστευόμενη όμως τη σκηνοθεσία στον έμπειρο Tim Kent, κατάφερε να “κρύψει” το χαμηλό μπάτζετ με το οποίο υλοποιήθηκε η ταινία. Χωρίς την παραμικρή χρηματοδότηση από την Ελλάδα!

Συνοψίζοντας, παράλληλα με τον Γιώργο Λάνθιμο βαδίζουν πολλοί νέοι αξιόλογοι Έλληνες δημιουργοί, οι οποίοι δυστυχώς αδιαφορούν για το ευρύ κοινό και ενδιαφέρονται να ικανοποιούν αποκλειστικά τους εαυτούς και τον κινηματογραφικό μικρόκοσμο των φεστιβαλιστών. Μια προσπάθεια αναβίωσης του “παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου”, που έγινε, εξαντλήθηκε γρήγορα σε remake παλιών επιτυχημένων ελληνικών ταινιών.