Το TikTok αποτελεί σήμερα μια από τις πιο δημοφιλείς πλατφόρμες επικοινωνίας για παιδιά και εφήβους, με περιεχόμενο που συχνά καθορίζει τάσεις και επηρεάζει πρότυπα ζωής. Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, παρατηρείται μια ανησυχητική στροφή: η εμφάνιση του φαινομένου SkinnyTok που προωθεί το ακραία χαμηλό βάρος ως επιθυμητό στόχο και επαναφέρει τα επικίνδυνα αφηγήματα της παλαιάς, τοξικής κουλτούρας δίαιτας. Μέσα από “προκλήσεις”, hashtags και φαινομενικά αθώες συμβουλές «υγιεινής ζωής», εδραιώνονται συμπεριφορές που αγγίζουν, ή και ταυτίζονται, με διατροφικές διαταραχές.

Διαβάστε ακόμη: Σε ποιον χρωστάμε ένα αδύνατο σώμα;

Για να κατανοήσουμε το εύρος και τους κινδύνους αυτής της ψηφιακής τάσης, αλλά και να αναζητήσουμε τρόπους πρόληψης και παρέμβασης, μιλήσαμε με την πλέον ειδική: τη Δρ. Μαρία Τσιάκα, Ψυχολόγο και Διδάκτορα Ψυχολογικής Ιατρικής του King’s College του Λονδίνου, Διευθύντρια και Ιδρύτρια του Ελληνικού Κέντρου Διατροφικών Διαταραχών. Μέσα από την εμπειρία και την επιστημονική της γνώση, μας βοηθά να δούμε πίσω από τα φίλτρα του TikTok, να αναγνωρίσουμε τα προειδοποιητικά σημάδια και, το κυριότερο, να προστατεύσουμε τα παιδιά από το να μετατραπούν σε θύματα ενός επικίνδυνου ψηφιακού ιδανικού.

Διαβάστε ακόμη: Τέλος το chubby filter στο TikTok

Ποια είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της τάσης #SkinnyTok και γιατί έχει κερδίσει τόσο πολύ τα νέα παιδιά;

Το #SkinnyTok αποτελεί μια δημοφιλή υποκατηγορία περιεχομένου στην πλατφόρμα TikTok, η οποία εξιδανικεύει το ισχνό λεπτό σώμα και, συχνά με συγκαλυμμένο τρόπο, προωθεί ανθυγιεινά πρότυπα σώματος. Δυστυχώς η προώθηση “αθώων” διατροφικών ρουτίνων που εξυμνούν το περιορισμό και τον απόλυτο έλεγχο της τροφής και του σώματος, το περιεχόμενο αυτό αποκτά μεγάλη απήχηση, ιδίως σε εφήβους και νεαρά άτομα. Η γοητεία που ασκεί οφείλεται σε διάφορους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες.

Πρώτον, η ανάγκη των εφήβων για αποδοχή, ταύτιση και κοινωνική επιβεβαίωση, που εντείνεται κατά την περίοδο της αναζήτησης ταυτότητας, καθιστά πιο ελκυστικά τα πρότυπα που παρουσιάζονται.

Δεύτερον, οι αλγόριθμοι της πλατφόρμας ενισχύουν την έκθεση σε τέτοιου είδους περιεχόμενο, προτείνοντας παρόμοια βίντεο βάσει προηγούμενων αλληλεπιδράσεων και δημιουργώντας “φούσκες” πληροφόρησης που ενισχύουν μια ψευδή κανονικότητα.

Τέλος, η απουσία ψηφιακής παιδείας δυσκολεύει πολλούς νέους να διακρίνουν το επιμελώς σκηνοθετημένο ή παραπλανητικό περιεχόμενο από την πραγματικότητα, ενισχύοντας την εσωτερίκευση επιβλαβών προτύπων ομορφιάς.

Ποιες παγίδες κρύβει και πώς συνδέεται με τις διαταραχές πρόσληψης τροφής;

Το #SkinnyTok δεν αποτελεί απλώς μια αθώα διαδικτυακή τάση, αλλά συχνά λειτουργεί ως επικίνδυνη πλατφόρμα προώθησης τοξικών και διαστρεβλωμένων προτύπων σώματος. Μέσα από περιεχόμενο που παρουσιάζεται ως “κινητήριος έμπνευση” (thinspiration), ενισχύεται η εμμονή με την απώλεια βάρους, νομιμοποιούνται πρακτικές όπως ο ακραίος περιορισμός τροφών, η υπερβολική άσκηση ή ακόμη και η χρήση καθαρτικών και διουρητικών.

Πολλά από αυτά τα βίντεο είναι άκρως ελκυστικά σε νεαρές ηλικίες, παρουσιάζοντας κάτι επικίνδυνο με ωραιοποιημένο τρόπο. Ωστόσο, πίσω από αυτή την ωραιοποιημένη εικόνα υπάρχει κεκαλυμμένα μια είσοδος για μια διαταραγμένη σχέση με το φαγητό και το σώμα, που μπορεί να πυροδοτήσει ή να ενίσχυσει διαταραχές πρόσληψης τροφής, όπως η ανορεξία, η βουλιμία ή η υπερφαγία.

Ποια είναι τα πρώτα «καμπανάκια» που πρέπει να κινητοποιήσουν τους γονείς;

Οι γονείς πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν παρατηρούν αλλαγές όπως:

  • Απότομη απώλεια βάρους ή εμμονή με τη ζυγαριά και τις θερμίδες.
  • Άρνηση συμμετοχής σε γεύματα με την οικογένεια ή κρυφή κατανάλωση φαγητού.
  • Ενοχές μετά το φαγητό ή άσκηση με εμμονικό τρόπο.
  • Απόσυρση, ευερεθιστότητα ή χαμηλή αυτοεκτίμηση.
  • Συχνή σύγκριση του εαυτού με “influecers” ή ανάγκη για διαρκή επιβεβαίωση.

Πώς μπορούν οι γονείς να θωρακίσουν τα παιδιά τους;

Η πρόληψη των διαταραχών πρόσληψης τροφής και της αρνητικής εικόνας σώματος ξεκινά από το ίδιο το οικογενειακό περιβάλλον. Οι γονείς μπορούν να θωρακίσουν τα παιδιά τους μέσα από έναν ανοιχτό και ειλικρινή διάλογο για το σώμα, την αποδοχή της διαφορετικότητας και τις επιρροές των social media.

Είναι σημαντικό να υπάρχει ένα κλίμα εμπιστοσύνης, όπου το παιδί νιώθει ότι μπορεί να εκφράσει τις σκέψεις και τις ανησυχίες του χωρίς φόβο ή ντροπή. Παράλληλα, οι γονείς λειτουργούν ως πρότυπα συμπεριφοράς: όταν τρέφονται ισορροπημένα, αποφεύγουν την εμμονή με δίαιτες ή την κριτική για την εμφάνισή τους, μεταδίδουν έμπρακτα θετικά μηνύματα. Εξίσου κρίσιμη είναι η εκπαίδευση στην κριτική σκέψη, ώστε τα παιδιά να μάθουν να διακρίνουν την πραγματικότητα από την παραπλανητική εικόνα που προβάλλεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Τέλος, η αγάπη χωρίς όρους είναι το ισχυρότερο αντίδοτο: όταν ένα παιδί νιώθει ότι η αξία του δεν εξαρτάται από την εμφάνισή του αλλά από το ποιο είναι και πώς φέρεται, αποκτά σταδιακά μια πιο σταθερή και θετική σχέση με το σώμα και τον εαυτό του.

Το καλοκαίρι και η δυσφορία για το σώμα: Τι θα λέγατε σε μια γυναίκα που διστάζει να πάει στη θάλασσα;

Θα της έλεγα: “Το σώμα σου είναι το μέσο με το οποίο ζεις, αγαπάς, δημιουργείς και απολαμβάνεις τη ζωή. Κανένα σώμα δεν ίδιο , όλοι είμαστε μοναδικοί. Μην στερείς από τον εαυτό σου τη χαρά της ζωής λόγω ψευδών κοινωνικών φίλτρων που δεν σε αντιπροσωπεύουν .”Η αυτοπεποίθηση δεν είναι αποτέλεσμα ενός “ιδανικού” σώματος, αλλά της συμφιλίωσης με αυτό που είμαστε.”

Έχουν γίνει πρόοδοι στην αντιμετώπιση των διαταραχών πρόσληψης τροφής; Είναι μια ιάσιμη νόσος;

Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην κατανόηση και την αντιμετώπιση των διαταραχών πρόσληψης τροφής. Η σύγχρονη επιστημονική γνώση αναγνωρίζει πλέον ότι πρόκειται για πολύπλοκες, πολυπαραγοντικές διαταραχές, που επηρεάζονται από βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Ως εκ τούτου, η θεραπεία τους απαιτεί εξειδικευμένη, ολιστική και συχνά διεπιστημονική προσέγγιση.

Η εφαρμογή τεκμηριωμένων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων, όπως η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία και η οικογενειακή θεραπεία, έχει βελτιώσει σημαντικά την πρόγνωση. Επιπλέον, οι εξελίξεις στη φαρμακολογία και στη νευροεπιστήμη προσφέρουν νέες δυνατότητες, ιδίως σε περιπτώσεις χρόνιες ή ανθεκτικές στη θεραπεία.

Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής μπορούν να θεραπευτούν, ειδικά όταν εντοπιστούν έγκαιρα και αντιμετωπιστούν με συνέπεια και υποστήριξη. Η πλήρης ανάρρωση είναι απολύτως εφικτή, αν και η πορεία διαφέρει από άτομο σε άτομο. Η πρόληψη της υποτροπής και η μακροχρόνια υποστήριξη παραμένουν σημαντικά στοιχεία μιας επιτυχημένης έκβασης.