Είναι τα καλοκαίρια των διακοπών της παιδικής μας ηλικίας. Με περίγραμμα στα χείλη από λιωμένο παγωτό, με μαγιό ή σορτς και φανελάκι, να καταφθάνουμε με το ποδήλατο έξω απ’ το σινεμά, κάνοντας θεαματικό στοπάρισμα με κόντρα πεταλιά, ψάχνοντας μετά την σαγιονάρα που μας έφυγε απ’ το πόδι.

Διαβάστε ακόμη: Ενοχλείς; Άρα είσαι στον σωστό δρόμο!

Να τρέχουμε και να σπρωχνόμαστε για να πιάσουμε καλή θέση στις σιδερένιες καρέκλες, εκείνες με την λαστιχένια πλέξη που όταν σηκωνόσουν, σε άφηναν ριγέ.

Να περιμένουμε να σκοτεινιάσει για να βλέπουμε καλύτερα και μέχρι τότε να μασουλάμε Τσακίρη, Πιτσίνια και Ποπ Κορν, και να φοράμε «μασέλα» τα Δρακουλίνια. Να φτύνουμε με θόρυβο τον πασατέμπο κάτω ή πάνω στα μούτρα του φίλου μας.

Διαβάστε ακόμη: Ο πόλεμος του air conditioner

Να μιλάμε στην διάρκεια του έργου ή να κρυφογελάμε σε καμιά «πονηρή» σκηνή, και να μας φωνάζουν…. «ΣΣΣΣΤ! Αμάν πια!». Στο διάλειμμα να περιμένουμε ουρά στην καντίνα για το πιο νόστιμο καλαμάκι, με την φέτα το ψωμί καρφωμένο καπέλο. Και στον γυρισμό, να μας βάζει με το ζόρι η μαμά να ξεπλύνουμε την άσπρη πούδρα απ’ τα χαλίκια για να πέσουμε με καθαρά πόδια στα σεντόνια.

Είναι και τα άλλα καλοκαίρια της παιδική μας ηλικίας, τα αστικά. Καλοκαίρια μέσα στην κάψα της πόλης, να απολαμβάνουμε τις ταινίες όσοι είχαμε την τύχη η βεραντούλα του διαμερίσματός μας να βλέπει μια μεγάλη οθόνη. Μόνοι μας ή με παρέα, καθισμένοι στις καρεκλίτσες που θα έμεναν εκεί μέχρι το τέλος της σεζόν. Άλλοι να ντρεπόμαστε λίγο, κι άλλοι να καμαρώνουμε για το προνόμιο της λαθροθέασης. Κι όταν το ίδιο έργο παιζόταν για μέρες να δυσανασχετούμε που δεν αλλάζει πιο σύντομα, γιατί πια είχαμε μάθει απ’ έξω τις σκηνές και τους διαλόγους και βαριόμασταν.

Και είναι τα καλοκαίρια της ενήλικης ζωής μας. Των νιάτων μας αλλά και της ηλικιακής μας ωριμότητας. Αυτά που δίνουμε ραντεβού αμέσως μετά το γραφείο εκεί, στον πιο κοντινό θερινό κινηματογράφο, για ν’ αποδράσουμε από τις αίθουσες και τους τοίχους, να αναπνεύσουμε αέρα ακάλυπτου και να δώσουμε στα άγχη μας προσωρινή αναστολή. Ή αυτά που έχουμε το σινεμά σαν αφορμή για να βρεθούμε με κάποιον φίλο ή φίλη που έχουμε να δούμε καιρό, και το σινεμαδάκι θα μας κάνει να ξαναβρεθούμε, να πιάσουμε τα νέα μας από εκεί που τ’ αφήσαμε.

Είναι ακόμα αυτά τα βράδια τα καλοκαιρινά, που εκτονώνουμε ειρηνικά μια διαφωνία κι έναν καυγά με το ταίρι μας εκεί, στο υπαίθριο σινεμά. Γιατί θα κοιταχτούμε για μια στιγμή κατά την διάρκεια του έργου, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή είναι γλυκιά και μικρή και θα φύγουμε αγκαλιασμένοι όταν ανάψουν τα φώτα. Και τέλος είναι το κερασμένο εισιτήριο, δώρο μικρό αλλά καλοδεχούμενο, σε κάποιον δικό μας που τελευταία δεν βγαίνει πολύ γιατί σφίγγεται οικονομικά, και το αντίτιμο δεν θα τον κάνει να ντραπεί, ενώ εμείς θα δώσουμε χαρά.

Είναι τα θερινά μας σινεμά. Που ακόμα και με καύσωνα, θα σκεφτείς «να πάρεις κάτι γι από πάνω…» γιατί πάντα ένα λεπτό αεράκι θα σκάει μύτη και θα δροσίζει την ατμόσφαιρα. Που θα σχολιάσεις κάποιον ή κάποιες. Που ακόμα και η διαιτολόγος σου θα σε δικαιολογήσει όταν σπάσεις την διατροφή, για ένα ξεχειλισμένο κουτί ποπ κόρν ή ένα νάτσος με μπόλικο λιωμένο τυρί από πάνω.

Είναι τα θερινά μας σινεμά. Που θα υποσχεθείς στον εαυτό σου να μην χάσεις το έργο αυτό στα «Προσεχώς» και που θα τα βάλεις με την τύχη σου, όταν ένας κεφάλας ή κάτι μαλλιά αφάνα, κάτσουν ακριβώς μπροστά σου και δεν έχει άλλη θέση να πας! Που θα καπνίσεις βρε αδελφέ, ένα-δυο στριφτά πριν αποφασίσεις στα σοβαρά να το κόψεις και που στο τέλος, ίσως κοιτάξεις ψηλά τον ουρανό και ευχηθείς όλες σου οι νύχτες να μπορούσανε να είναι τα θερινά σινεμά της παιδικής σου ηλικίας.

Photo credit