Αυτές τις μέρες ζούμε σε ρυθμούς Φεστιβάλ Βενετίας. Εξ ορισμού, αλλά και εκ των πραγμάτων. Επειδή στην 82η διοργάνωση του θεσμού λαμβάνει μέρος ένα “δικό μας” παιδί, ο σκηνοθέτης Γιώργος Λάνθιμος. Αλλά και επειδή κάθε “αποκλίνον” σχόλιο για τον ίδιο ή την ταινία του μετατρέπεται αυτομάτως σε “είδηση” και αναπαράγεται με φρενήρεις ρυθμούς. Αρκεί να γράψει κανείς δυο κακιούλες. Τις πιστεύει, δεν τις πιστεύει, λίγη σημασία έχει. Μια κουβέντα έξω από τη συνήθη εξύμνηση είναι αρκετή για να γίνει viral. Κι αν αυτός ο “κανείς” είναι “κάποιος”, στην προκειμένη περίπτωση η γνωστή συγγραφέας Μάρω Βαμβουνάκη, τότε το θέμα ξεφεύγει από το απλό viral και παίρνει τη μορφή σύρραξης. Με στρατόπεδα ετοιμοπόλεμα, υπερασπιστές και πολέμιους εκατέρωθεν, φαρμακερές αναλύσεις και φωτιά στα πληκτρολόγια.

Το μόνο πράγμα που δεν έχει ο ιδιότυπος αυτός πόλεμος είναι αποτέλεσμα. Επειδή, κάπως σαν την Καβαφική Ιθάκη, δεν έχει σημασία η νίκη ή η ήττα, αλλά η ίδια η διαμάχη.

Μπορείτε να διαβάσετε επίσης: Η κατάρα της Φίνος Φιλμς

Κακιούλες ἑξομολογουμένες οὐκ εἰσὶν κακιούλες

Να ξεκινήσω από τα βασικά disclaimers. Δεν έχω δει ακόμα την ταινία Bugonia, είμαι φαν του Γιώργου Λάνθιμου και διαβάζω Μάρω Βαμβουνάκη από όταν ήμουν 12 χρονών. Με άλλα λόγια, δεν έχω στρατόπεδο. Που σημαίνει πως, λογικά, μπορώ να πάρω ίσες αποστάσεις και να δω το γεγονός όπως είναι. Όχι μικρότερο, αλλά ούτε μεγαλύτερο. Κι αν τα καταφέρω, ίσως να κάνω κι ένα σχόλιο για την εικόνα που βλέπω πίσω από όλο αυτό.

Θεωρώ πως ούτε ο ίδιος ο Λάνθιμος περιμένει πως οι ταινίες του αρέσουν σε όλους. Και πιθανότατα ούτε το θέλει.

Διαβάζοντας την ανάρτηση της Μάρως Βαμβουνάκη, η οποία ξεκινάει κάπως παιγνιωδώς δηλώνοντας πως θα πει “κακιούλα”, δεν βλέπω τίποτα παραπάνω από μια προσωπική άποψη που μπορεί να έχουν πολλοί θεατές των ταινιών του σκηνοθέτη.  Και είναι λογικό. Δεν αρέσουν όλα σε όλους. Για να το πάω ένα βήμα παρακάτω, θεωρώ πως ούτε ο ίδιος ο Λάνθιμος περιμένει πως οι ταινίες του αρέσουν σε όλους. Και πιθανότατα ούτε το θέλει. Η οποιαδήποτε εξέλιξη για κάθε καλλιτέχνη δεν προκύπτει ποτέ μέσα από την καθολική αποδοχή. Έρχεται από την αμφισβήτηση, την αντιπαράθεση, την κριτική.

Το σχόλιο που κάνει η συγγραφέας δεν ήταν αμφισβήτηση της αξίας του σκηνοθέτη. Μάλλον το αντίθετο, αφού αναφέρει ξεκάθαρα πως θεωρεί κάποια έργα του “εντυπωσιακής τεχνικής”. Αυτό που έγραψε δεν ήταν χειρότερο από ένα σχόλιο που όλοι μπορούμε να κάνουμε, αν δεν το έχουμε ήδη κάνει, στο πλαίσιο παρέας. “Ρε παιδιά, τις βαριέμαι τις ταινίες του Λάνθιμου.” Η μόνη διαφορά είναι πως εκείνη το έγραψε στο social media προφίλ της. Και το διάβασαν κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες περισσότεροι άνθρωποι από τους στενούς της φίλους. Και πάλι, όμως, το σχόλιο, αντικειμενικά, δεν ήταν ακραίο.

Μπορείτε να διαβάσετε ακόμη: Αν το τρίτο πρόσωπο είναι ο έρωτας της ζωής σας;

Έναν εχθρό, ρε παιδιά, ας είναι και χάρτινος (ή συγγραφέας)

Γιατί, λοιπόν, προκαλεί τόσο μεγάλη πολεμική το γεγονός πως ένας άνθρωπος, μια συγγραφέας, έστω, εκφράζει μιαν άποψη; Μάλλον επειδή πολλοί το έχουν εύκολο να κατασκευάζουν εχθρούς. Είναι φυσικό να εντοπίζουν “ανθελληνική στάση”, “προσβολή” ή οτιδήποτε άλλο βαρύγδουπο εάν αυτό είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπουν τα πράγματα. O διάσημος Αμερικανός ψυχολόγος Abraham Maslow έχει πει πως “είναι δελεαστικό, εάν το μόνο εργαλείο που διαθέτεις είναι ένα σφυρί, να αντιμετωπίζεις τα πάντα σαν να ήταν καρφιά”. Είναι δελεαστικό, ναι, επειδή είναι εύκολο. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως είναι δίκαιο, ή λογικό.

Η προσωπική μου αίσθηση είναι πως στην παρούσα “διαμάχη”, διαμάχη δεν υπάρχει. Ίσως, μάλιστα, να υπάρχει βάθος και πολύ μεγαλύτερη εγγύτητα από όσο θα περίμενε κανείς. Bugonia (βουγονία στα ελληνικά) είναι η λέξη που, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες, περιγράφει τον τρόπο που γεννιούνται οι μέλισσες: μέσα από το νεκρό σώμα ενός βοδιού.

Σε ένα δεύτερο, μεταφορικό επίπεδο, η βουγονία είναι η δυνατότητα αναγέννησης μέσα από τη σήψη, την καταστροφή, τον θάνατο. Κάπως σαν να διαβάζω τη “Ντούλια”, που η Μάρω Βαμβουνάκη έγραψε το 1984.

Λες…;

Photo credit: ΑΠΕ – ΜΠΕ