Ιστορίες με τη (κίτρινη) μεζούρα…

Το μέτρο στη ζωή, η μεζούρα στην καριέρα, όλα όσα περιορίζουν, εμποδίζουν και καταδιώκουν μια γυναίκα, είναι ακόμη εδώ.
Κάποτε είχα πει ότι δεν ξέρω να γράφω για φούστες. Ήξερα. Από μικρή ήμουν στη βελόνα. Η μαμά μου ήταν μοντελίστ – πατρονίστ, είχε καμιά δεκαριά «μοδιστράκια» (εγώ ήμουν η 11η μάλλον) στο ατελιέ της που έραβαν πατιλέτες και κουμπιά, έκαναν καρικώματα, στριφώματα, γάζωμα. Μανικοκόλληση ποτέ, αυτή ήταν δουλειά της μαμάς μου, δύσκολο σημείο. Ήταν μαστόρισσα, άριστη στη γεωμετρία, έκοβε το μάτι της, έκοβε και το πατρόν με μαθηματική ακρίβεια. Πρώτα έπαιρνε τα μέτρα με την κίτρινη μεζούρα της και, έπειτα, με ένα σαπουνάκι σχεδίαζε τα μανίκια, τα πίσω και τα μπρος μέρη της μπλούζας, και ύστερα, κομμάτι – κομμάτι, τα συναρμολογούσε πάνω στην πελάτισσα, ένα-ένα, μέχρι να πάρουν την πρώτη τους μορφή. Έβαζε καρφίτσες στις μασχάλες, στις πένσες του στήθους αριστοτεχνικά. Η τέχνη της μοδιστρικής, από ένα κομμάτι ύφασμα κατέληγε στη δημιουργία ενός ρούχου “που μιλούσε πάνω της”.
Διάβασε ακόμη: Μαμά, έχεις μια τρίχα στο πηγούνι
Εγώ καθόμουν στα πόδια της ή κάτω από τραπέζι και έραβα, ή έκανα πως έραβα παρακολουθώντας να πέφτουν με έναν ελαφρύ στροβιλισμό σιφόν, ποπλίνες, μελανζέ μουσελίνες, διαγωνάλ μάλλινες λωρίδες, ζακάρ, μπροκάρ, πιε ντε πουλ και πιε ντε κοκ, γυαλιστεροί αλπακάδες και βαριά σενίλ, βελούδα, δαντέλες, ζορζέτες, καμπαρντίνες, κοτλέ και κρεπ σατέν… Πολύτιμα υφάσματα – κουρέλια, αλλά για μένα τόπια υφάσματος για να ράψω βραδινά φορέματα στις κούκλες μου.

Οι δημιουργίες της μαμάς μου, Λουκιανής Κάβουρα – Μητρομάρα
Η μητέρα μου είχε την ατυχία να γεννηθεί και να μεγαλώσει στην επαρχία. Στη δεκαετία του ’60 η γυναικεία επιχειρηματικότητα δεν υπήρχε καν ως λέξη. Οι περισσότερες γυναίκες εκείνη την εποχή έβγαζαν με δυσκολία το σημερινό λύκειο με απώτερο σκοπό, όχι να μπουν στην αγορά εργασίας αλλά να βρουν έναν καλό γαμπρό.
Εκείνη είχε όνειρα: να ανοίξει ένα μεγάλο ατελιέ στο κέντρο της πόλης, να σχεδιάζει ρούχα, να ντύνει με την τελευταία λέξη της μόδας τις γυναίκες. Στα 20 της έκανε το όνειρό της πραγματικότητα: παρουσίασε την πρώτη επίδειξη μόδας στον Βόλο, σε συνεργασία με την Πειραϊκή Πατραϊκή, με σχέδια δικά της, με μοντέλα εξ Αθηνών, με κοινό τον Δήμαρχο μετά της συζύγου και τον Νομάρχη…
Κι ενώ θα σκεφτόταν κανείς ότι η πρώτη catwalk στην επαρχία θα είχε και συνέχεια, ήρθε ο γάμος. Γιατί οι γυναίκες δεν έπρεπε να εργάζονται, έπρεπε να συντηρούνται οικονομικά από τον άνδρα και να κάνουν παιδιά. Γιατί οι γυναίκες δεν έχουν κότσια, δεν έχουν δυναμισμό, θα τα κάνουν θάλασσα. Αυτή η γνώση – βίωμα έβαζε λουκέτο σε κάθε όνειρο, σε κάθε γυναίκα που ήθελε να ανθίσει ή να ανοίξει τα φτερά της και να πετάξει. Ο γάμος έκλεισε το μεγάλο ατελιέ και η μαμά μου περιορίστηκε σε ένα δωμάτιο του σπιτιού με 3-4 μοδιστράκια… Το μόνο που έμεινε ήταν τα φυλλάδια, το πρόγραμμα και κάποια σχέδια της πασαρέλας. Και φυσικά το μεγάλο παράπονο: «γιατί δεν με άφησαν να συνεχίσω». Ο γάμος που για άλλες ήταν το μέσο να ξεφύγουν από τη μοίρα τους, για τη μητέρα μου ήταν ο παράγοντας που σταμάτησε να ονειρεύεται.

Η μητέρα μου τη δεκαετία του ’60 στην παραλία του Βόλου.
Το παράπονό της αφορά χιλιάδες, εκατομμύρια γυναίκες στην Ελλάδα και σε όλον τον κόσμο, που ελάχιστες κατάφεραν να σπάσουν την αλυσίδα, με αφάνταστο κόστος, να ξεφύγουν από την εξάρτηση. Οι περισσότερες παρέμειναν στην αλυσίδα με την ψευδαίσθηση μιας δήθεν απελευθέρωσης. Σε μια κοινωνία με πατριαρχικές δομές και στερεότυπα, σε μια κοινωνία όπου οι γυναίκες αντιμετωπίζουν ακόμη και σήμερα διακρίσεις στην απασχόληση, μισθολογικές διαφορές, περιορισμένες ευκαιρίες ανέλιξης και δυσκολίες στην ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, η μητέρα μου ήθελε απλώς να δημιουργήσει. Τελικά αυτό που κατάφερε ήταν να ενώσει κομμάτι- κομμάτι τις πίκρες της, όπως έκανε με τα πατρόν της, και να προχωρήσει φορώντας τες κατάσαρκα. Δεν έγινε καμία μεταποίηση, καμία επιδιόρθωση, παρέμειναν πάνω στης σαν παλιά πανωφόρια που δεν ζεσταίνουν.
Κι εγώ; Ίσως να μην ξέρω να γράφω για φούστες. Ίσως και να ξέρω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι γνωρίζω τι κόπο κρύβει η κάθε βελονιά για να τη φορέσεις…
Διαβάστε ακόμη: Το ανοιχτό κουμπί της Melania Trump