Claudia Cardinale: Η μούσα του ιταλικού σινεμά έφυγε στα 87 | Ο βιασμός, οι έρωτες, οι ταινίες
Η Claudia Cardinale που μαγνήτισε τον Fellini, αρνήθηκε τον Brando και συμμετείχε σε περισσότερες από 135 ταινίες δεν είναι πια εδώ.
Η Claudia Cardinale (Κλαούντια Καρντινάλε), η παρουσία που σημάδεψε τον ιταλικό κινηματογράφο με τις ερμηνείες της σε αριστουργήματα όπως το 8 ½ του Federico Fellini, ο Γατόπαρδος του Luchino Visconti και το Κάποτε στη Δύση του Sergio Leone, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών. Η είδηση του θανάτου της, σε νοσοκομείο του Nemours κοντά στο Παρίσι, ανακοινώθηκε από τον ατζέντη της, Laurent Savry.
Μια ολόκληρη γενιά μεταπολεμικών σινεφίλ μαγεύτηκε από τη γήινη θηλυκότητα, τη φιγούρα κλεψύδρας, το σαγηνευτικό της βλέμμα, τα καστανά μακριά μαλλιά της. Ήταν η ενσάρκωση της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής γοητείας, στη μεγάλη και μικρή οθόνη. Σχεδόν σαν να της επιβλήθηκε η σεξουαλικότητα.
Από την Τύνιδα στην κορυφή του ιταλικού σινεμά
Παρότι συνδέθηκε με το ιταλικό σινεμά, η Claudia Cardinale γεννήθηκε στην Τύνιδα στις 15 Απριλίου 1938, από οικογένεια Σικελών μεταναστών. Μεγάλωσε μιλώντας γαλλικά, αραβικά και σικελική διάλεκτο, μαθαίνοντας ιταλικά αργότερα. Σπούδασε στην Paul Cambon School και σχεδόν τυχαία βρέθηκε μπροστά στην κάμερα, όταν συμμετείχε στο γαλλικό φιλμ Anneaux d’or που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1958.
Η Cardinale δεν ξεκίνησε για να γίνει ηθοποιός, ήθελε να γίνει δασκάλα, αλλά σύντομα ο δρόμος της έστριψε οριστικά προς τον κινηματογράφο. Η καριέρα της άρχισε όταν κέρδισε έναν διαγωνισμό ομορφιάς, στον οποίο ούτε καν είχε συμμετάσχει: στα 18 της την επέλεξαν από το πλήθος και την βράβευσαν ως την «Πιο Όμορφη Ιταλίδα στην Τυνησία». Το βραβείο ήταν ένα ταξίδι στο φεστιβάλ Βενετίας, όπου δέχτηκε πολλές προτάσεις από παραγωγούς. Αρχικά τις αρνήθηκε όλες. «Είναι σαν άντρας», είχε αναφέρει σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Guardian. «Όταν σε κυνηγάει, αν πεις ναι αμέσως, μετά από λίγο φεύγει. Αν πεις όχι, σε επιθυμεί για πολύ καιρό».

Στην ταινία A Gypsy Woman In The Fairy, Ιούνιος 1965
Το σκοτεινό μυστικό και η αρχή της καριέρας
Στα 19 της βίωσε μια τραυματική εμπειρία, καθώς έπεσε θύμα βιασμού και απέκτησε τον γιο της, Patrick. Δεν αποκάλυψε ποτέ την ταυτότητα του πατέρα, αλλά αργότερα είπε σε γαλλικό περιοδικό ότι είχε βιαστεί. Τελικά, αποδέχτηκε τις προτάσεις του παραγωγού Franco Cristaldi, που υπέγραψε συμβόλαιο για 18 χρόνια, και την παντρεύτηκε. Υπό τη διαχείρισή του, η Cardinale υπήρξε η ιταλική απάντηση στην Brigitte Bardot. Η ζωή της ήταν αυστηρά ελεγχόμενη: όχι μόνο οι ρόλοι, αλλά και το χτένισμα, το βάρος, η κοινωνική ζωή. Ο κόσμος έμαθε ότι ο γιος της ήταν ο μικρότερος αδελφός της, και μεγάλωσε με την οικογένεια της Cardinale. Υπό την καθοδήγηση του Franco Cristaldi γύρισε τις πρώτες της σημαντικές ταινίες, ξεκινώντας με την κωμωδία Οι συμμορίτες (1958) του Mario Monicelli.
Το άστρο της λάμπει διεθνώς
Η δεκαετία του ’60 υπήρξε καθοριστική. Με το Il bell’Antonio (1960) δίπλα στον Marcello Mastroianni, αλλά και το Roco και τα αδέλφια του Visconti, καθιερώθηκε ως η νέα μεγάλη δύναμη.
Το 1963 έπαιξε σε τρεις ταινίες–σταθμούς: Στον Γατόπαρδο του Luchino Visconti, στο 8 ½ του Federico Fellini και στην αμερικανική κωμωδία Ροζ Πάνθηρας του Blake Edwards. Οι ταινίες αυτές την καθιέρωσαν διεθνώς, ενώ το κοινό τη λάτρεψε για την αισθαντικότητα και τη δύναμη που έβγαζε στην οθόνη.
Το 8½ κέρδισε το Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, ο Γατόπαρδος πήρε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, και ο Ροζ Πάνθηρας, στον οποίο έπαιζε μια μεθυσμένη πριγκίπισσα, έγινε παγκόσμιο φαινόμενο.
Στο Χόλιγουντ και το «Κάποτε στη Δύση»
Η Cardinale πέρασε και από το Hollywood, παίζοντας δίπλα σε θρύλους όπως ο John Wayne, η Rita Hayworth και ο Burt Lancaster. Όμως, η πιο εμβληματική της αγγλόφωνη ερμηνεία ήρθε το 1968, όταν υποδύθηκε τη δυναμική Jill στο επικό γουέστερν Once Upon a Time in the West του Sergio Leone. Η ερμηνεία της έμεινε στην ιστορία του σινεμά, αποδεικνύοντας ότι μπορούσε να σταθεί ισότιμα δίπλα στους μεγάλους άντρες του είδους.

Με τον Jean Paul Belmondo
Η προσωπική ζωή και οι συνεργασίες της
Μετά τον χωρισμό της από τον Cristaldi, έζησε για δεκαετίες στο πλευρό του σκηνοθέτη Pasquale Squitieri, με τον οποίο απέκτησε την κόρη της, Claudia. Μαζί γύρισαν ταινίες όπως τα I guappi, Claretta και Atto di dolore.
Η ίδια απέφευγε να μιλά δημόσια για την προσωπική της ζωή, παρότι ο Τύπος την ήθελε να συνάπτει σχέσεις με μεγάλες αντρικές προσωπικότητες του σινεμά, από τον Alain Delon, Jean-Paul Belmondo, Marcello Mastroianni μέχρι τον Steve McQueen.
«Ποτέ δεν ήθελα να ανακατέψω το ιδιωτικό με το δημόσιο», έλεγε σε συνεντεύξεις της. Τον μόνο που παραδέχτηκε ότι ήθελε ήταν ο Marlon Brando. Κατηγορούσε τον εαυτό της που ανάφερε σε όλους, όταν πήγε πρώτη φορά στο Χόλιγουντ, ότι ο Brando ήταν το είδωλό της. Μια νύχτα χτύπησε την πόρτα της. «Είπε κάτι για το ότι ήμασταν κι οι δύο Κριοί. Ήταν πολύ γοητευτικός και αστείος, αλλά εγώ απλώς γελούσα. Τον έδιωξα. Αλλά όταν έκλεισα την πόρτα, είπα στον εαυτό μου, ‘Είσαι τόσο ηλίθια!’»

Με τον Alain Delon στην ταινία Il Gattopardo
Η καριέρα μετά τα ’70s και οι τιμητικές διακρίσεις
Σε αντίθεση με άλλα σεξουαλικά σύμβολα της εποχής, η Cardinale βρήκε τον δρόμο της. Για τη φίλη της Brigitte Bardot, το βάρος της διασημότητας αποδείχθηκε υπερβολικό και εγκατέλειψε το σινεμά το 1973, λίγο αργότερα μετά τη συνεργασία τους στην κωμωδία γουέστερν Les Petroleuses (η αντιπαράθεση BB vs CC δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες).
Η Cardinale γύρισε πολλές κακές ταινίες τις δεκαετίες του ’70 και ’80, και μερικές ακόμα χειρότερες δισκογραφικές δουλειές και σταδιακά απομακρύνθηκε από το μύθο του σεξ. Η υποκριτική ήταν απλώς το διαβατήριο και, παρά τις απαιτήσεις του πατριαρχικού συστήματος του κινηματογράφου, κατάφερε να κρατήσει την ψυχή της. «Δεν ήμουν ποτέ γυμνή και δεν έκανα τίποτα για να αλλάξω το πρόσωπό μου. Δεν μου αρέσει καθόλου. Μου αρέσει να είμαι αυτό που είμαι, γιατί δεν μπορείς να σταματήσεις τον χρόνο».
Από τη δεκαετία του ’70 συνέχισε να εργάζεται αδιάκοπα, τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο. Έπαιξε στην ταινία Fitzcarraldo του Werner Herzog (1982), συνεργάστηκε ξανά με τον Visconti στο Conversation Piece (1974), ενώ ερμήνευσε ρόλους σε θεατρικά των Pirandello, Tennessee Williams και Neil Simon. Τιμήθηκε με τρία βραβεία David di Donatello, δύο ιταλικές Golden Globes και τον Χρυσό Λέοντα της Βενετίας για το σύνολο της καριέρας της. Το 2008 έλαβε τη Legion of Honor από το γαλλικό κράτος, ενώ το 2017 το πρόσωπό της κόσμησε την επίσημη αφίσα του Φεστιβάλ Καννών.

Στην επίδειξη μόδας του Giorgio Armani Prive Haute Couture Fall/Winter 2019 -2020
Η αιώνια μούσα του σινεμά
Στο ημερολόγιο του γυρίσματος του Fitzcarraldo, ο Werner Herzog έγραψε γι’ αυτήν, σε αντιπαράθεση στη μεγαλομανία του πρωταγωνιστή του, Klaus Kinski: «Η Claudia Cardinale είναι μεγάλη βοήθεια γιατί είναι τόσο καλή παίκτρια, πραγματική μαχήτρια και έχει μια ιδιαίτερη λάμψη μπροστά στην κάμερα. Στην παρουσία της, ο [Kinski] συνήθως φέρεται σαν κύριος». Η Cardinale λέει ότι ποτέ δεν φοβήθηκε τον Kinski. «Εκείνος φοβόταν εμένα!»
Η Claudia Cardinale ήταν μια παρουσία που συνδύαζε αισθησιασμό, δύναμη και ευαισθησία, μια ηθοποιός που έγινε μούσα για μερικούς από τους σημαντικότερους δημιουργούς του 20ού αιώνα. Όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία της: «Υπήρχε πάντα ένα τυχερό αστέρι που με πρόσεχε». Για το παγκόσμιο σινεμά, εκείνο το αστέρι θα συνεχίσει να λάμπει μέσα από τους ρόλους της.
Photo credits: Getty Images