Η Θεοδώρα Τσαμή είναι μια ηθοποιός που αναζητά τον παλμό και το κρυμμένο συναίσθημα πίσω από κάθε ρόλο. Στη νέα της καλλιτεχνική διαδρομή συναντά τον Μισάνθρωπο του Μολιέρου, αναλαμβάνοντας μια διπλή πρόκληση: να μεταφράσει το έργο και να το ερμηνεύσει. Η διαδικασία της μετάφρασης τη φέρνει σε άμεσο διάλογο με τον συγγραφέα. Της επιτρέπει να αφουγκραστεί το πνεύμα και το λεπτό χιούμορ του 17ου αιώνα και να τα μεταφέρει στη σύγχρονη γλώσσα με καθαρότητα, μέτρο και μουσικότητα.

Στη σκηνή, ενσαρκώνει την Αρσινόη, μια φιγούρα αντιφατική, εύθραυστη και βαθιά ανθρώπινη. Ο ρόλος αυτός την οδηγεί σε ένα εσωτερικό ταξίδι, γεμάτο ενσυναίσθηση, παρατήρηση και αναστοχασμό. Με αφορμή την παράσταση και την ίδρυση της θεατρικής ομάδας Aether, η Θεοδώρα Τσαμή μιλά για τις απαιτήσεις της μετάφρασης, τις διαδρομές της ερμηνείας και τα απρόσμενα μαθήματα που της χάρισε η Αρσινόη.

Στη σημερινή εποχή των social media και της δημόσιας εικόνας, θεωρείτε ότι ο «Μισάνθρωπος» έχει αποκτήσει ακόμη πιο αιχμηρή επικαιρότητα;

Ο Μισάνθρωπος σήμερα είναι ίσως πιο επίκαιρος από ποτέ, γιατί ζούμε σε μια εποχή όπου η δημόσια εικόνα και η επιφανειακή κοινωνικότητα των social media ενισχύουν ακριβώς την υποκρισία που ο Αλσέστ πολεμά. Ο Μολιέρος μιλά για την ένταση ανάμεσα στην αυθεντικότητα και στο «φαίνεσθαι», μια σύγκρουση που στη σημερινή ψηφιακή κουλτούρα γίνεται ακόμη πιο οξεία.

Ως μεταφράστρια, είδατε το έργο ως έναν κόσμο γεμάτο ανεκπλήρωτο έρωτα, Όπως ο σκηνοθέτης; Πώς συναντήθηκε η δική σας οπτική με τη δική του;

Ως μεταφράστρια, πράγματι είδα στο έργο έναν κόσμο όπου ο έρωτας παραμένει διαρκώς ανολοκλήρωτος, όχι μόνο ρομαντικά, αλλά και ως ανάγκη για αληθινή σύνδεση. Η δική μου οπτική συναντήθηκε με του σκηνοθέτη στο ότι και οι δύο διαβάζουμε τον Μισάνθρωπο ως μια ιστορία ανθρώπων που θέλουν να αγαπήσουν, αλλά δεν ξέρουν πώς να το κάνουν χωρίς να πληγώσουν ή να πληγωθούν. Εγώ το προσέγγισα μέσα από τη γλώσσα και τις αποχρώσεις των σχέσεων, εκείνος μέσα από τις εικόνες και τη σκηνική ενέργεια και κάπως έτσι οι δύο αναγνώσεις συνεργάστηκαν και αλληλοφώτισαν η μία την άλλη.

Σκεφτήκατε ποτέ να διαφοροποιήσετε κάποιον χαρακτήρα ώστε να γίνει πιο «προσβάσιμος» στον σημερινό θεατή ή επιλέξατε να τον αφήσετε όπως τον έγραψε ο Μολιέρος;

Δεν ένιωσα την ανάγκη να “προσγειώσω” ή να μαλακώσω τους χαρακτήρες. Ο Μολιέρος έχει ήδη γράψει ανθρώπους εξαιρετικά αναγνωρίσιμους και σύγχρονους. Αυτό που έκανα ήταν να τους δώσω μια γλώσσα ζωντανή και άμεση, ώστε να ακούγονται φυσικοί στο σήμερα, χωρίς όμως να αλλοιώσω την ταυτότητά τους. Με άλλα λόγια, η μορφή εκσυγχρονίστηκε, αλλά η ουσία έμεινε απολύτως «μολιερική».

Ποιο στοιχείο της μετάφρασης θεωρήσατε πιο κρίσιμο για να «αποτυπωθεί» στη σκηνή η ένταση ανάμεσα στην αγάπη και την αποξένωση; Ήταν το ίδιο με αυτό της σκηνοθεσίας;

Για μένα το πιο κρίσιμο στοιχείο ήταν ο ρυθμός της γλώσσας, οι απότομες μετατοπίσεις από τρυφερότητα σε αιχμηρότητα, που αποτυπώνουν ακριβώς το πώς η αγάπη μετατρέπεται σε αποξένωση. Μέσα από τον τρόπο που μιλούν, ανασαίνουν και «κόβονται» οι φράσεις, ήθελα να φανεί αυτή η εσωτερική ταλάντωση.

Σε αυτό συναντήθηκα με τη σκηνοθεσία: ο Γιάννης (Μπουραζάνας) δούλεψε την ίδια ένταση μέσα από τις αποστάσεις, τα βλέμματα και τις σιωπές στη σκηνή. Η δική μου δουλειά στη γλώσσα και η δική του στη δράση λειτούργησαν συμπληρωματικά για να αναδειχθεί η ίδια ακριβώς συναισθηματική σύγκρουση.

Γιατί πιστεύετε ότι το κοινό του 2025 πρέπει να δει τον «Μισάνθρωπο»;

Το κοινό του 2025 έχει λόγο να δει τον Μισάνθρωπο γιατί μιλά με τρομερή καθαρότητα για τη σύγκρουση ανάμεσα στην αυθεντικότητα και την κοινωνική μάσκα, μια σύγκρουση που σήμερα, στην εποχή της ψηφιακής έκθεσης, είναι εντονότερη από ποτέ. Ο Μολιέρος μάς θυμίζει με χιούμορ αλλά και οξύτητα πόσο δύσκολο είναι να είμαστε αληθινοί, να αγαπήσουμε και να σχετιστούμε ουσιαστικά. Γι’ αυτό το έργο δεν είναι απλώς κλασικό, είναι βαθιά σύγχρονο.

«Ο Μισάνθρωπος»

Του Μολιέρου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Μπουραζάνας
Μετάφραση: Θεοδώρα Τσάμη

Altera Pars, Μ. Αλεξάνδρου 123 ,Κεραμεικός

Προπώληση: https://t.ly/u0NDU

Λίγα λόγια για την υπόθεση

Ο Αλσέστ δεν μισεί τους ανθρώπους· απλώς δεν μπορεί να τους αγαπήσει έτσι όπως είναι. Θέλει έναν κόσμο καθαρό, ειλικρινή, απόλυτο – όπως και τον έρωτα που νιώθει για τη Σελιμέν. Εκείνη τον αγαπά, αλλά όχι με τον τρόπο που εκείνος απαιτεί. Το χάσμα ανάμεσά τους δεν είναι έλλειψη αγάπης, αλλά ασυμφωνία στις προσδοκίες.

Καθώς ο Αλσέστ παλεύει να φτιάξει έναν καλύτερο κόσμο για να χωρέσει την αγάπη του, όλα γύρω του γκρεμίζονται. Και τελικά μένει μόνος – όχι γιατί δεν υπήρξε αγάπη, αλλά γιατί δεν άντεξε τίποτα λιγότερο από την τελειότητα.

«Ο Μισάνθρωπος» του Μολιέρου είναι ένα δεικτικό σχόλιο για την υποκρισία της κοινωνίας και την ίδια στιγμή στηλιτεύει μοναδικά τα-αέναα- ελαττώματα των ανθρώπων. Μια έμμετρη κωμωδία σε πέντε πράξεις που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1666 και όμως, τόσους αιώνες μετά, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη.

Σκηνοθετικό σημείωμα:

Στον Μισάνθρωπο δεν είδα έναν κόσμο μίσους. Είδα έναν κόσμο γεμάτο έρωτα – έρωτα ανεκπλήρωτο, αδέξιο, σπαρακτικό. Όλοι οι ήρωες του έργου αγαπούν κάποιον, αλλά κανείς δεν αγαπιέται έτσι όπως έχει ανάγκη.

Η σκηνοθεσία εστιάζει στην επιθυμία και στη μοναξιά που τη συνοδεύει. Ο έρωτας δεν οδηγεί στην ένωση, αλλά στην απομάκρυνση. Κανένα ζευγάρι δεν ολοκληρώνεται. Μονάχα βλέμματα που χάνονται, λέξεις που δεν φτάνουν, χέρια που δεν ακουμπούν.

Ένας κόσμος γεμάτος πόθο, που όμως δεν συναντιέται ποτέ.

Μπουραζάνας Ιωάννης