Πριν από αρκετό καιρό διπλοπαρκάρισα έξω από τράπεζα. Είχα κάνει ήδη 3 γύρους και δεν έβρισκα πουθενά να παρκάρω. Με βιασύνη και νεύρα άναψα τα αλάρμ, κατέβηκα από τ’ αμάξι και βεβαιώθηκα ότι μπορούσε να περάσει άλλο αυτοκίνητο. Όταν μετά από λίγο είχα τελειώσει και βγήκα έξω, είδα ένα φορτηγό σταματημένο και μία αστυνομικίνα να μου γράφει κλήση. Ψέλλισα αρχικά ένα «συγγνώμη» προς το μέρος της και, ακόμα ένα δεύτερο, κοιτάζοντας διστακτικά τον οδηγό του φορτηγού.

Διαβάστε ακόμη: Θα αλλάζατε τη θέση σας με ένα παιδί που κλαίει; #Not

«Χίλια συγγνώμη και σ’ευχαριστώ που δεν με βρίζεις…», του είπα με ειλικρίνεια.

«Κοπελιά ένα συγγνώμη δε φτάνει… Όλο τα ίδια και τα ίδια, κάθε μέρα…..», είπε η αστυνομικίνα πατώντας δυνατά τα γράμματα πάνω στο ροζ χαρτί.

«Ορίστε!», έκανε τραβώντας το χαρτί απ’το μπλοκ. «Πάρε τώρα τη λυπητερή και άντε στην ευχή του Θεού…».

Κατάπια την ντροπή μου και έφυγα άρον-άρον.

Λίγο μέρες μετά το συμβάν βρέθηκα μεσημεράκι κοντά στα ίδια μέρη να πίνω καφέ. Την είδα να μπαίνει στο μαγαζί και να περιμένει στην ουρά. Δεν φορούσε τη στολή της. Πριν καταλάβω ακριβώς το γιατί, σηκώθηκα και πήγα κοντά της. Όταν με θυμήθηκε την προσκάλεσα ευγενικά να κάτσει μαζί μου. Ήπιαμε τον καφέ μας και μιλήσαμε.

Διαβάστε ακόμη: Athens Je t’aime (moi non plus)

«Με λένε Λία, απ’το Αποστολία, και υπηρετώ στο σώμα 10 χρόνια. Δεν ήταν το όνειρό μου να γίνω αστυνομικός, νομίζω κανενός δεν είναι… Αλλά δύο φορές έδωσα πανελλήνιες και δεν κατάφερα να μπω στη σχολή που ήθελα. Εμένα μου άρεσε το θέατρο από μικρή και ήθελα να σπουδάσω θεατρολογία αλλά αφού απέτυχα, χαμήλωσα τα φτερά μου και μου είπαν κι οι γονείς μου “…ας χαίρεσαι το θέατρο σαν θεατής, κοίτα τώρα τι θα κάνεις με τη ζωή σου”. Οι δικοί μου είναι καλοί άνθρωποι, με μεγάλωσαν όμορφα, δεν έχω παράπονο. Βιοπαλαιστές, είχαν μία μικρή βιοτεχνία με φωτιστικά. Είχαμε καλή ζωή για πολλά χρόνια αλλά με την κρίση οι δουλειές έπεσαν, πέντε ανθρώπους που είχαμε προσωπικό αναγκαστήκαμε και τους διώξαμε και ο πατέρας μου με τη μάνα μου μετακόμισαν μαζί με όσο εμπόρευμα τους είχε μείνει και άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα. Σε αυτό δουλεύουν ακόμα και περιμένουν λίγα χρόνια να βγουν στην σύνταξη. Ο αδελφός μου έχει φύγει και εργάζεται στη Γερμανία, σε Έλληνα αφεντικό που κάνει εμπόριο με αυτοκίνητα, βγάζει καλά λεφτά και θα παντρευτεί κιόλας τον άλλο χρόνο! Μια γνωστή μας με παρακίνησε να γίνω αστυνομικός. “Μα βρε Σοφία, εγώ αστυνομικός; Εγώ είμαι καλλιτεχνική φύση”. Αλλά κι αυτή για τραγουδίστρια λυρικού τραγουδιού πήγαινε κι έγινε αστυνομικός στην Δίωξη! Λέγε, λέγε λοιπόν η Σοφία με έπεισε. Σταθερός μισθός – χαμηλός βέβαια- αλλά σταθερός και χωρίς άγχος για απόλυση.

Άντε ξανά πανελλήνιες και να’ μαι η δικιά σου στη Σχολή Αστυφυλάκων! Τελειώνω τη σχολή και επειδή δεν αντέχω ψυχικά τα «βαριά περιστατικά» διαλέγω να εκπαιδευτώ και να υπηρετήσω στην Διεύθυνση Τροχαίας. Καααααλά! Την πρώτη φορά που έβαλα τη στολή του αστυνομικού και με κοίταξα στον καθρέφτη δεν ήξερα αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω. Οι γονείς μου με έφτυναν από χαρά και καμάρι (“κούκλα είσαι με τη στολή παιδί μου…”) αλλά εγώ σκεφτόμουν πόσοι άλλοι θα με έφτυναν αργότερα στην κυριολεξία γιατί… “μια φορά μπατσίνα, πάντα μπατσίνα, κι ας είναι και στην Τροχαία”. Στη σχολή αλλά και αργότερα στο Σώμα, συνάντησα κάθε καρυδιάς καρύδι… Παιδιά σαν κι εμένα που είχαν αλλά όνειρα για τη ζωή τους αλλά κοιτάνε να κάνουνε τίμια την δουλειά τους. Άλλα που βαριούνται και λουφάρουν γιατί νιώθουν “αδικημένα”. Άντρες που φοράνε τη στολή και κομπάζουν σαν τον Ντούτσε, νομίζοντας ότι η εξουσία που έχουν τους επιτρέπει να βγάζουν τον χειρότερο εαυτό τους. Γυναίκες που προσπαθούν να τους μοιάσουν, ευτυχώς λίγες αυτές.

Εγώ επειδή πιστεύω στον Θεό και έχω δώσει όρκο, κοιτάζω να κάνω όσο μπορώ σωστά τη δουλειά μου. Προσπαθώ να είμαι ψύχραιμη, να μη θυμώνω, να μη βρίζω (ούτε από μέσα μου) με όσα βλέπω και να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι είμαι ένας απαραίτητος κρίκος σε μια αλυσίδα που πρέπει να αντέχει από τις καθημερινές επιθέσεις της «μη αρμονίας». Έτσι έχω βαφτίσει από μόνη μου τις παρανομίες και τα παραπτώματα που αντιμετωπίζω στη δουλειά μου, ως «δυσαρμονία». Με άλλες συναδέλφισσες που έχουμε τα «ίδια χνώτα» λέμε ότι εμείς πρέπει να κάνουμε τη διαφορά στο Σώμα, να βάζουμε τη γυναικεία ευαισθησία μας στη δουλειά για να γίνεται καλύτερα και να νιώθουμε κι εμείς ότι κάτι παραπάνω κάνουμε, για το καλό όλων ρε παιδί μου!

Μια φορά σε ένα τροχαίο – δε θα το ξεχάσω ποτέ – κρατούσα αγκαλιά ένα παλικάρι που είχε χτυπήσει πολύ άσχημα με τη μηχανή. Το κεφάλι του μες το αίμα και τα πόδια του γυρισμένα ανάποδα. Φώναζε “Μαμάαααα, μαμάααααα….”. Κι εγώ μέχρι να’ ρθει το ασθενοφόρο το κρατούσα αγκαλιά και του μιλούσα, και το φιλούσα στο ζεστό του κεφάλι, και του έλεγα σα να ήμουν η μάνα του “ναι παιδί μου, όλα θα πάνε καλά, η μαμά είναι μαζί σου και σου δίνει δύναμη, μη φοβάσαι”. Εκείνη την ώρα δεν ήμουν μπατσίνα, ήμουν μητέρα.

Άντε, σε βάρυνα τώρα μ’ αυτό που σου είπα. Ας πούμε τίποτ’άλλο. Να σου πω, σου αρέσει το θέατρο; Θες να έρθεις την άλλη εβδομάδα που θα πάμε με μια παρέα στο Εθνικό;».

Σήμερα η Λία είναι φίλη μου. Η ένστολη φίλη μου.

Photo credit: Dsquared2