Όταν μετακόμισα στη νέα μου γειτονιά, στα βόρεια προάστια, πήρε το μάτι μου 2-3 ελληνικές σημαίες να ανεμίζουν. Δεν ήταν 25η Μαρτίου. Δεν ήταν κάποια εθνική εορτή που να δικαιολογούσε την ύπαρξή τους. Ήταν μια προειδοποίηση. Η σημαία στο μπαλκόνι ήταν μια δήλωση για το πόσο «Έλληνες» είναι αυτοί που κατοικούν στον 3ο και στον 6ο. Ήταν η κραυγή για τη διατήρηση της ταυτότητάς τους (εθνικιστής, ρατσιστής, ακραίος), η οριοθέτηση, αλλά και η απειλή…. Από το ανοιχτό παράθυρο η φωνή του Διονύση Σαββόπουλου ξέφευγε ρυθμικά στον αέρα…

Διαβάστε ακόμη: Athens Je t’aime (moi non plus)

«Ζήτω η Ελλάδα και καθετί μοναχικό στον κόσμο αυτό,
Ελασσώνα, Λειβαδιά, Μελβούρνη, Μόναχο,
Αλαμάνα και Γραβιά, Αμέρικα,
Βελεστίνο, Άγιοι Σαράντα, Εσκι Σεχήρ,
Κώστας, Κώστας, Μανώλης, Πέτρος, Γιάννης, Τάκης,
Πλατεία Ναυαρίνου, Διοικητηρίου κι Εξαρχείων,
Αλέκος, Βασίλης, Άγγελος,
Μπιζανίου κι Αναλήψεως, Αγίας Τριάδος κι 25ης Μαρτίου….»

Και φαντάστηκα αμέσως τη σκηνή: οι υπόλοιποι Έλληνες, οι «λιγότεροι» Έλληνες, που δεν βάζουμε σημαία στο μπαλκόνι και δεν διαλαλούμε πόσο αγαπάμε την πατρίδα μας, χορεύουμε το χορό του Ζαλόγγου, προχωρώντας προς τα εμπρός, στα τυφλά, χωρίς αντίσταση. Αγνοώντας τα σημάδια του ελληνικού ρατσισμού ή υποβαθμίζοντάς τα. Με κάποιον φόβο ίσως, «μην πλέξουμε» με τέτοιους ανθρώπους.

Όμως ο ρατσισμός στην Ελλάδα παραμένει μια πραγματικότητα που διαμορφώνει την καθημερινότητα πολλών ανθρώπων, είτε πρόκειται για μετανάστες, είτε για μειονοτικές ομάδες, είτε ακόμα και για Έλληνες που δεν ταιριάζουν στο “παραδοσιακό” πρότυπο. Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας στο δημόσιο χώρο, σε αστυνομικά τμήματα, σε κέντρα κράτησης, σε σχολεία, η ρατσιστική βία είναι “παρούσα” με τα περιστατικά που καταγράφονται να αποτελούν μονάχα την κορυφή του παγόβουνου. Στην πλειονότητα των περιστατικών, μετανάστες, πρόσφυγες ή αιτούντες άσυλο καθώς και ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα.

Η Ελλάδα μεταμορφώνεται σταδιακά σε έναν λάκκο λεόντων. Καθώς χορεύουμε, πέφτουμε μέσα και τρωγόμαστε. Μεταξύ μας.

Αν και ως Έλληνες συχνά καμαρώνουμε για τη φιλοξενία μας, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η φιλοξενία αυτή σταματά όταν έρθει η ώρα να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα ισότιμα. Οι μετανάστες, ιδιαίτερα από χώρες της Αφρικής και της Ασίας, αντιμετωπίζονται με καχυποψία, αποκλεισμό και βία. Ακόμη κι όταν ο ρατσισμός δεν εκδηλώνεται με ακραία περιστατικά βίας, συχνά εκφράζεται με πιο ύπουλους τρόπους. Με τα στερεότυπα, τις προσβλητικές εκφράσεις που χρησιμοποιούμε χωρίς δεύτερη σκέψη, την άρνηση πρόσβασης σε ίσες ευκαιρίες εργασίας ή στέγασης. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει κάποιον να λέει “Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…”, προτού ξεκινήσει να αναπαράγει ρατσιστικές απόψεις;

Μπορεί η ελληνική νομοθεσία να έχει κάνει βήματα προς την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, όμως η εφαρμογή των νόμων αυτών είναι ανεπαρκής. Παράλληλα, το είδαμε, το ζήσαμε, το ξέρουμε: πολιτικές δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν τον φόβο και την ανασφάλεια για να προωθήσουν ξενοφοβικές ατζέντες.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο ρατσισμός δεν είναι πρόβλημα των “άλλων”. Είναι δικός μας. Είναι και ελληνικός. Και δεν είναι ένα πρόβλημα χωρίς λύση. Είναι θέμα παιδείας, πολιτικής βούλησης και, κυρίως, ατομικής ευθύνης και αυτοκριτικής.

Ακόμη κι αν βρισκόμαστε στον λάκκο και βυθιζόμαστε στη μικροψυχία των άλλων «Ελλήνων», τουλάχιστον μας απομένει μονάχα αυτό: Να κοιτάξουμε ψηλά και όχι να σκύψουμε το κεφάλι. Να δούμε το γαλάζιο του ουρανού («Της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό…»), να διεκδικήσουμε ένα τόσο δα μικρό κομμάτι σύννεφου που θα μας δώσει τη δύναμη να αντισταθούμε. «Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει». Να ελπίσουμε ότι θα μας δώσει τη δύναμη να συναισθανθούμε τον ξένο, τον κάθε ξένο, από όπου κι αν προέρχεται, γιατί «κι όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει…»…

Photo credit: carolinerovithi.com, Greek Flag Crying (2012)