Drama made in Greece

Γιατί στην Ελλάδα ξεκινάμε με ένα «τι πάθαμε;», ενώ αλλού ρωτούν απλώς «τι έγινε;». Μήπως η ίδια η γλώσσα μάς προδιαθέτει να βλέπουμε το σκοτεινό σενάριο πριν καλά-καλά γραφτεί;
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την ικανότητα να κάνουν κάθε απρόβλεπτη κατάσταση της ζωής τους να μοιάζει με αρχαία τραγωδία. Ένα απλό μπέρδεμα στη δουλειά γίνεται «καταστροφή», ένα τηλεφώνημα που δεν ήρθε ποτέ σηματοδοτεί το «τέλος των πάντων», και μια στραβή μέρα ισοδυναμεί με απόλυτη αποτυχία. Το δράμα, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν είναι απλώς μια συναισθηματική αντίδραση, είναι στάση ζωής.
Δεν λέω, η ζωή δεν είναι πάντα ρόδινη. Όλοι έχουμε δύσκολες μέρες, στιγμές αγωνίας, απώλειες, αλλαγές που μας ζορίζουν αλλά υπάρχει κάτι σχεδόν λυτρωτικό στο να μπορείς να κοιτάξεις τα πράγματα από απόσταση, να πάρεις μια βαθιά ανάσα και να πεις: «Εντάξει, δεν είναι το τέλος του κόσμου».
Γιατί το γνωρίζουμε καλά: όλα είναι θέμα οπτικής. Το ίδιο γεγονός μπορεί να ιδωθεί σαν απειλή ή σαν πρόκληση. Σαν εμπόδιο ή σαν ευκαιρία για αλλαγή. Και αυτό που διαχωρίζει τους ανθρώπους που “βουλιάζουν” από εκείνους που συνεχίζουν να προχωρούν, δεν είναι πάντα οι συνθήκες, είναι ο τρόπος που τις βλέπουν. Και η οπτική δεν είναι κάτι τυχαίο, είναι βαθιά ενσωματωμένη στον τρόπο που σκεφτόμαστε και, κατ’ επέκταση, στον τρόπο που μιλάμε. Οι λέξεις κουβαλούν μέσα τους ψυχολογία. Φτιάχνουν κόσμους, δημιουργούν σενάρια, χτίζουν στάσεις ζωής.
Έτσι, το δράμα (και δεν εννοώ το θεατρικό) είναι σμιλεμένο στο ελληνικό DNA μας. Έχετε παρατηρήσει ποτέ πως οι λέξεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα αποκαλύπτουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο; Πρόσφατα συνειδητοποίησα κάτι απλό αλλά βαθιά αποκαλυπτικό. Στην Ελλάδα, όταν κάποιος περνά μια δύσκολη κατάσταση, η αυθόρμητη αντίδραση είναι να ρωτήσουμε: «Τι έπαθες;», ή ακόμη πιο φορτισμένα να πούμε: «Τι πάθαμε!». Η διατύπωση εμπεριέχει ήδη πόνο, πρόβλημα, σχεδόν τραγωδία. Ξεκινά από ένα σημείο έλλειψης ή βλάβης. Υπάρχει υποβόσκουσα η πεποίθηση ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Το «πάθαμε» κρύβει δράμα, φόβο και μοιρολατρία.
Αντιθέτως, στον αγγλόφωνο κόσμο η ερώτηση είναι: “What happened?” — απλώς: τι συνέβη; Στην Ισπανία λένε “Qué pasó?”, από το ρήμα pasar, που σημαίνει «περνάω». Τι πέρασες; Τι συνέβη και τώρα πέρασε; Η διατύπωση εμπεριέχει ήδη την έννοια της ροής, της εξέλιξης, της μετάβασης από κάτι που ήταν σε κάτι που είναι. Δεν είναι στατικό το πρόβλημα. Είναι κάτι που συμβαίνει, που περνάει, που προχωρά.
Στην ελληνική κουλτούρα έχουμε μια σχεδόν λυρική σχέση με το δράμα. Το δράμα είναι τέχνη αλλά και στάση. Μας δίνει νόημα, μας ενώνει, μας κάνει να νιώθουμε «μαζί μέσα στο δύσκολο».
Το πρόβλημα ξεκινά όταν η υπερβολή γίνεται φίλτρο μέσα από το οποίο βλέπουμε τα πάντα. Τότε, ακόμη και μια απλή δυσκολία φορτίζεται τόσο συναισθηματικά που αντί να τη διαχειριστούμε, τη βουλιάζουμε στην ψυχολογική υπερανάλυση. Το drama, όσο θεαματικό κι αν είναι, εξαντλεί. Τρώει ενέργεια, θολώνει την κρίση, εγκλωβίζει σε έναν φαύλο κύκλο αυτολύπησης. Αντίθετα, η ψυχραιμία, η αποδοχή και η ικανότητα να δεις τη «μεγάλη εικόνα» είναι ίσως από τα μεγαλύτερα δώρα που μπορεί να προσφέρει κανείς στον εαυτό του.
Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι drama. Αλλά κάποιοι από εμάς, μεγαλωμένοι σε μια κουλτούρα που έμαθε να εκφράζει το συναίσθημα με ένταση, να μιλά για το «πάθημα» πριν καν διαπιστώσει τι συνέβη, δυσκολεύονται να δουν το τώρα χωρίς τον φακό της υπερβολής. Επίσης, το drama έχει να κάνει από την ανάγκη μας για προσοχή. Αν περνάμε απαρατήρητοι, αν υποβόσκει μια ναρκισσιστική τάση, αν η επιθυμία μας για αναγνώριση είναι έντονη, τότε αυτά εξηγούν και το πώς βιώνουμε το απρόβλεπτο.
Ίσως ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε: πώς θα άλλαζε η εμπειρία μας, αν σταματούσαμε να λέμε τι πάθαμε και ξεκινούσαμε να αφηγούμαστε τι περάσαμε, με τη συνειδητή σκέψη ότι ό,τι και να ήταν, πάει, πέρασε. Κι εμείς είμαστε ακόμη εδώ, κάνοντας τη θέση αυτή να αξίζει.