Τότε που παίζαμε Eurovision στις αυλές

Η εποχή που η Eurovision δεν ήταν απλώς διαγωνισμός τραγουδιού, αλλά η γιορτή μιας ολόκληρης γειτονιάς.
Η πρώτη φορά που είδα «Eurovision» ήταν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ήμουν 5 ή 6 ετών, και στο σαλόνι του σπιτιού μας, εκείνο με τις βαριές βελούδινες κουρτίνες και την ξύλινη ασπρόμαυρη τηλεόραση με τα κουμπιά που έπρεπε να τα πιέσεις με δύναμη για να ανοίξει, αφού “ζεσταινόταν” πρώτα, καθόμασταν μαζεμένοι, σχεδόν με δέος να την παρακολουθήσουμε. Ήταν η βραδιά της Eurovision. Φαρδιά πέτα στα κοστούμια, παντελόνια καμπάνα, μαλλιά περμανάντ. Και μετά ήρθαν οι βάτες, οι γκέτες και η χαίτη στα μαλλιά…
Ωστόσο, τότε, δεν υπήρχαν spoilers, ούτε livestream στο κινητό και ψηφοφορίες κοινού. Ήξερες απλώς ότι κάποια στιγμή, εκεί γύρω στον Μάιο θα ακούσεις πρώτα τον ύμνο της ΕBU και μετά θα ξεδιπλωθεί η «μεγάλη βραδιά» στην οθόνη. Εγώ καθόμουν υπομονετικά να τη ζήσω ολόκληρη, από τον πρώτο στίχο μέχρι το τελευταίο “twelve points go to…”.
Με τα παιδιά της γειτονιάς παίζαμε Eurovision για μέρες. Φτιάχναμε μικρόφωνα από αλουμινόχαρτο που τα τυλίγαμε στα πρώτα ξυλάκια παγωτού και βάζαμε στην άκρη νήμα για καλώδιο (το ασύρματο μικρόφωνο ούτε κατά διάνοια…), φορούσαμε τις μακριές φούστες των μαμάδων μας ανάποδα για να μοιάζουν με βραδινά φορέματα, και στήναμε τη σκηνή μας στο πεζοδρόμιο. Εκεί, ανάμεσα στα δέντρα και το τσιμέντο, έπαιζαν τα «προκριματικά»: ποια θα πει την “Αθήνα” και ποιος θα κάνει τον παρουσιαστή που μιλούσε «ξενικά». Οι πιο τολμηρές κάναμε τη Δανία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία, χώρες που μας φάνταζαν εξωτικές και φυσικά τη Γαλλία, γιατί είχε πάντα ωραία τραγούδια.
Θυμάμαι σαν χθες την 7η Μαίου του 1977. Η Μπέσσυ Αργυράκη, η Μαριάννα Τόλη, ο Πασχάλης και ο Ρόμπερτ Ουίλιαμς τραγουδούσαν το Μάθημα Σολφέζ με εκείνες τις γαλαζομπλε στολές και τις αρμονικές φωνές και «αβάντι…». Ήταν από τις πρώτες φορές που αισθάνθηκα περήφανη και πίστευα ότι είχαμε «στείλει» κάτι ωραίο. Η φωνή τους ακουγόταν από το ραδιόφωνο για μέρες μετά. Το τραγουδούσαμε όλοι στο σχολείο χορεύοντας όπως εκείνοι «Πέρασε ο καιρός ήρθανε καημοί, άλλοι, μα η μουσική πάντα μια γλυκιά ζάλη…».
Το 1978, η υπέροχη ερμηνεία της Τάνιας Τσανακλίδου με το Τσάρλι Τσάπλιν σε στίχους του συγγραφέα Γιάννη Ξανθούλη μας έφερε στην 8η θέση. Το γεγονός ότι επιλέξαμε να τιμήσουμε με ένα τραγούδι-καμπαρέ έναν μεγάλο καλλιτέχνη, δεν φάνηκε να συγκίνησε ιδιαιτέρως τους ψηφοφόρους, που πιθανόν αναρωτιούνταν ποια η σχέση του Τσάπλιν με την Ελλάδα, όμως σίγουρα το ανδρόγυνο look της Τσανακλίδου έκλεψε την παράσταση. Το τέλος της δεκαετίας του ’70 σημαδεύτηκε από δύο συνεχόμενες νίκες του Ισραήλ, την πρώτη με το περίφημο «A-Ba-Ni-Bi» και τη δεύτερη με την μπαλάντα «Hallelujah».
Το highlight όμως ήρθε το 1980, όταν η Άννα Βίσση με τους Επίκουρους τραγούδησαν το Ωτο-στοπ. Αυτό δεν ήταν απλώς τραγούδι, ήταν pop culture! Μαζευτήκαμε στη Μαίρη, τη φίλη μας που είχε έγχρωμη τηλεόραση, και παρακολουθήσαμε με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη. Και φυσικά το 1983 όταν ο Johnny Logan με το Hold me now άλλαξε για πάντα τα εφηβικά πάρτι και τη… “slow” μουσική. Κάθε χρόνο και μια καινούρια έμπνευση για να παίξουμε «Eurovision».
Γιατί τότε «παίζαμε» τη ζωή, αντί να τη βλέπουμε σε οθόνες.
Η Eurovision για εμάς ήταν γιορτή, όχι μόνο του τραγουδιού, αλλά και της παρέας, της δημιουργίας, της προσδοκίας. Οι μαμάδες έφερναν σπιτικές τυρόπιτες και λεμονάδες ΕΨΑ, οι μπαμπάδες έβαζαν τις ψήφους τους με σοβαρότητα, σχεδόν σαν εκλογική διαδικασία. Και εμείς χτυπούσαμε τις πόρτες για να ρωτήσουμε «ποιος λες να βγει φέτος;»
Δεν είχαμε ακόμη γίνει Ευρωπαίοι με υπογραφές και συνθήκες. Αλλά γινόμασταν μελωδικά με ένα τραγούδι, ένα χαμόγελο, ένα γλυκόπικρο “nul points” που δεν μας πτοούσε ποτέ. Μόνο γελούσαμε και συνεχίζαμε να παίζουμε.
Σήμερα, η Eurovision είναι κάτι άλλο, πολύ μακρινό από μένα, με υπερπαραγωγές, φωτιές, νερά και σκηνικά που θυμίζουν κακέκτυπο του Μπρόντγουεϊ και με τραγούδια κομμένα και ραμμένα για viral στιγμή. Δεν σας κρύβω ότι την παρακολουθώ ακόμη. Αλλά πάντα θα τη βλέπω με τα μάτια εκείνου του παιδιού που, φορώντας τα τακούνια της μαμάς του και κρατώντας ένα μικρόφωνο από ξυλάκι παγωτού, τραγουδούσε κάτω από τα γιασεμιά με την ελπίδα να πάρει το πολυπόθητο «δώδεκα». Γιατί η Eurovision για μένα δεν ήταν ποτέ μόνο μια βραδιά τραγουδιού. Ήταν μια μικρή Ελλάδα που πάσχιζε να βγει από την αφάνεια και να απεγδυθεί την τριτοκοσμική κουλτούρα, να αναγνωριστεί στην Ευρώπη ως ισότιμο μέλος. Μια Ελλάδα, φτωχή μεν αλλά πλούσια σε φως, ήχους, παιχνίδια και όνειρα.
Photo credit: Getty Images