Όταν είδα τις φωτογραφίες της Kim Kardashian να βγαίνει από το δικαστήριο στο Παρίσι, στο πλαίσιο της δίκης για τη ληστεία που υπέστη το 2016, ένιωσα κάτι να με ταρακουνά. Δεν ήταν τα διαμάντια που φορούσε (αν και δεν μπορείς να τα αγνοήσεις: ένα επιβλητικό κολιέ αξίας 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων, ένα ear cuff 8.100 δολαρίων και ακόμα περισσότερα αστραφτερά κοσμήματα). Ήταν ο τρόπος που τα φορούσε. Ήταν το γεγονός ότι επέλεξε να τα φορέσει, εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα.

Μπορείτε να διαβάσετε: Γιατί η πολλή απενοχοποίηση κάνει κακό;

Γιατί, αλήθεια, ποια γυναίκα θα τολμούσε; Ποια θα είχε το θάρρος να σταθεί απέναντι στους ανθρώπους που την έδεσαν, την απείλησαν, την τρομοκράτησαν, της πήραν ό,τι πολύτιμο φορούσε και να ξαναφορέσει, δημόσια, τόσο ακριβά κοσμήματα; Ποια γυναίκα θα ξαναφόραγε κάτι ακριβό, όταν θα της θύμιζε ότι μπορεί να της αφαιρεθεί μέσα σε δευτερόλεπτα, μαζί με την αίσθηση ασφάλειας, την ηρεμία, την εμπιστοσύνη στον κόσμο γύρω της;

Μπορείτε να διαβάσετε: Οι μούσες πέθαναν – Ζήτω οι celebrities!

Κι όμως, η Kim το έκανε. Όχι για το σόου, δεν το είδα έτσι. Το έκανε σαν πράξη ελέγχου, σαν να έλεγε: «Δεν θα με κρατήσετε φυλακισμένη σ’ εκείνη τη νύχτα. Είμαι ακόμα εδώ. Και επιλέγω να λάμπω».

Ως γυναίκα, έχω σκεφτεί πολλές φορές πώς ένα τραυματικό γεγονός μπορεί να σε μικρύνει. Να σε συρρικνώσει. Να σου τραβήξει το σεντόνι από πάνω σου και να σε αφήσει εκτεθειμένη, τρομαγμένη, διστακτική. Και κάπου εκεί αρχίζει να φωλιάζει μέσα σου ο φόβος, όχι μόνο για ό,τι σου συνέβη, αλλά και για το ποια ήσουν πριν. Για τη λάμψη σου, για τη θηλυκότητά σου, για τη φωνή σου. Γιατί αρχίζεις να αναρωτιέσαι: μήπως η αυτοπεποίθησή μου ήταν υπερβολική; Μήπως έδωσα λάθος σήμα; Μήπως φταίω εγώ;

Η κοινωνία, πολλές φορές και οι ίδιοι μας οι εαυτοί, μας διδάσκει πως η ασφάλεια βρίσκεται στη σιωπή. Στην απόσυρση. Στο να χαμηλώνεις το βλέμμα, τη φωνή, το φως σου. Να κρύβεσαι για να μη σε βλέπουν. Γιατί αν σε βλέπουν, μπορεί και να σε πληγώσουν ξανά. Ίσως πάλι να σε κατηγορήσουν. Ίσως να σου πουν πως «προκάλεσες». Αυτός ο φόβος γίνεται δεύτερο δέρμα. Και κάποια στιγμή, σταματάς να φοράς τα ρούχα που αγαπούσες. Αφήνεις το κραγιόν σου στην άκρη. Δεν διεκδικείς εκείνη τη δουλειά που ήθελες, δεν μιλάς στο τραπέζι, δεν ζητάς πίσω αυτό που έχασες. Και όλα αυτά, χωρίς να το καταλάβεις, τα βαφτίζεις «προστασία».

Όμως υπάρχει και μια άλλη διαδρομή. Πιο δύσκολη, μα απείρως πιο δυνατή. Αυτή της ανάκτησης. Της αλήθειας. Του να μιλήσεις ανοιχτά για τον φόβο, για την απώλεια, για τη στιγμή που νόμιζες πως δεν θα αντέξεις. Για το πώς ένιωσες όταν νόμιζες πως θα πεθάνεις, όπως είπε η ίδια η Kardashian στην κατάθεσή της. Και του να επιλέγεις, με πλήρη συνείδηση, να εμφανιστείς ξανά όπως θέλεις εσύ. Όχι όπως σε ανάγκασαν να φοβάσαι. Να σταθείς μπροστά στον καθρέφτη και να πεις: «Αυτή είμαι εγώ. Και δεν θα μικρύνω για να χωρέσω τον φόβο σας».

Το να φοράς τα διαμάντια σου, όποια κι αν είναι αυτά —κυριολεκτικά ή μεταφορικά— είναι μια πράξη αντίστασης. Μια πράξη ανάκτησης του ελέγχου, της ορατότητας, της αυτοδιάθεσης. Μπορεί να είναι ένα δαχτυλίδι, μπορεί να είναι το κόκκινο κραγιόν, μια έξοδος το βράδυ μόνη, μια ανάρτηση χωρίς φίλτρα. Είναι το «εγώ αποφασίζω πώς θα με βλέπετε». Είναι το «δεν θα με τρομάξετε άλλο».

Γιατί η αληθινή ασφάλεια δεν είναι να σβήνεις τη λάμψη σου. Είναι να την επιλέγεις ξανά και ξανά. Και να μην ζητάς συγγνώμη γι’ αυτήν.

Για μένα, λοιπόν, αυτή η εικόνα της Kim είναι μια υπενθύμιση, ίσως και μια ενθάρρυνση, ότι το να φορέσεις τα “διαμάντια” σου ξανά είναι πράξη γενναιότητας. Δεν είναι επίδειξη. Είναι διεκδίκηση. Είναι μια δήλωση απέναντι σε ό,τι μας τρόμαξε. Και αυτό, για μένα, αξίζει περισσότερο από κάθε καράτι.

Creative: Ανδρέας Κωστόπουλος