Είναι πάντα δίπλα μας. Από τη στιγμή που θα ανοίξουμε τα μάτια μας το πρωί ως την ώρα που θα κοιμηθούμε. Το κινητό μας τηλέφωνο δεν είναι μια απλή συσκευή. Είναι η παρέα μας, το εργαλείο της δουλειάς μας, η ασφάλεια μας. Και ο εθισμός μας. Αν διαφωνείτε ή αν η λέξη σας φαίνετε υπερβολική, αναρωτηθείτε αν θα γυρίζατε πίσω να το πάρετε -έντρομοι και αγχωμένοι- σε περίπτωση που φύγετε από το σπίτι σας χωρίς αυτό.

Μπορείτε να διαβάσετε επίσης: Τα βιωματικά μας χρώματα

Υπήρχε ζωή πριν το κινητό;

Αυτός ο εθισμός μας μοιάζει ανεξήγητος και -μεταξύ μας- αστείος. Ίσως οι νεότεροι δεν το πιστέυουν, αλλά υπήρχε ζωή πριν το κινητό. Και ήταν και υπέροχη. Δεν αμφισβητώ την χρησιμότητα του σε μια περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Με προβληματίζει πως κάθε τι που μας συμβαίνει το έχουμε αναγάγει σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Ακόμα και εμείς οι μεγαλύτεροι δείχνουμε ανήμποροι να ζήσουμε χωρίς αυτό. Είναι πραγματικά ακατανόητο. Αφού υπήρχε ζωή πριν το κινητό. Τι; Δεν υπήρχε;

Αμυδρά θυμάμαι φράσεις όπως “πάρε με όταν πας σπίτι”. Ή να καλώ το σπίτι μιας φίλης και να μιλώ πρώτα με την μαμά της. Αν δεν απατώμαι, όλα συνέβαιναν κανονικά. Βγαίναμε από το σπίτι, πηγαίναμε βόλτα, δίναμε ραντεβού. Η ζωή μας δεν είχε καμία διαφορά με τώρα. Ή μήπως έχει; Ήμαστε πιο ήρεμοι, πιο χαλαροί, είχαμε προσωπικό χρόνο. Δεν ήμαστε πάντα διαθέσιμοι, ούτε σε όλους. Το αναντίρρητα πρακτικό κινητό τηλέφωνο διάβρωσε σταδιακά τα όρια μεταξύ της προσωπικής μας ζωής. Και εκτός του ότι είναι μια κατάσταση που εμείς οι ίδιοι προκαλέσαμε, νιώθουμε ανήμποροι να κάνουμε κάτι για αυτό. Γκρινιάζουμε μεν – όπως κάνουμε για όλα- αλλά παραμένουμε δέσμιοι της βολής μας.

Μπορείτε να διαβάσετε επίσης: Καλοκαιρινές διακοπές, όχι για πάντα

Τα ανέμελα χρόνια και το ανύπαρκτο savoir-vivre

Ανήκουμε στους τυχερούς. Η παιδική μας ηλικία ήταν εν μέσω τιτιβισμάτων πουλιών και επίμονων τζιτζικιών. Δεν βαλλόμαστε από ήχους κλήσης είτε πρόκειται για τον κλασικό χτύπο του τηλεφώνου είτε εκείνα τα “καλόγουστα” ringtones με τραγούδια που κυμαίνονται από ροκ έως τσάμικα. Και όλα αυτα στα δέκα τετραγωνικά ενός λεωφορείου. Και -φυσικά- αφού χτυπάνε, οι κάτοχοι τους απαντούν στις κλήσεις. Όχι χαμηλόφωνα. Όπως νιώθουν άνετα. Άλλωστε σπίτι τους είναι οι άνθρωποι δεν ενοχλούν κανένα. Τι; Δεν είναι σπίτι τους; Τότε μάλλον νιώθουν πολύ οικεία.

Μαζί με το κινητό ήρθε και μια σειρά αγενέστατων συμπεριφορών που θεωρούμε ότι είναι δικαίωμα μας. Τηλέφωνα που χτυπούν κατά την διάρκεια μιας παράστασης τα οποία θρασύτατα απαντάμε κιόλας χωρίς να βγαίνουμε από την αίθουσα για να πουμε την υπέρτατα ανούσια ατάκα “δεν μπορώ τώρα, είμαι στο θέατρο”. Έιναι και άλλοι 400 άνθρωποι, φαντάζεστε να το κάναμε όλοι αυτό; Φυσικά υπάρχουν και αυτοι που είναι πολύ πιο σημαντικοί και ανώτεροι από όλους τους υπόλοιπους που απαντούν και μιλούν ανενόχλητοι. Το ανύπαρκτο savoir-vivre που μας διακρίνει βρήκε άλλον ένα τρόπο έκφρασης.

Μπορείτε να διαβάσετε επίσης: Πατρότητα στην Τέχνη: Ο μπαμπάς λείπει ταξίδι σε δουλειές

Κι όμως υπήρχε

Κι όμως υπήρχε ζωή πριν το κινητό. Και ήταν πολύ ωραία. Γιατί όταν ήμαστε κάπου απολαμβάναμε αναπόσπαστοι την παρέα των φίλων μας. Γιατί η μαμά μας δεν μπορούσε να μας βρει. Και για ένα περίεργο τότε που δεν μπορούσε να μας βρει ήταν πιο ήσυχη από τώρα που μπορεί. Το κινητό αργότερα έφερε το smartphone. Και οι άνθρωποι έχασαν την ησυχία τους. Σταδιακά και το χαμόγελο τους. Δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το κινητό τους. Πιστεύουν πως δεν υπήρχε ζωή πριν από αυτό. Λυπάμαι που το μαθαίνετε από εμένα. Κι όμως υπήρχε.