Γλάστρα στο περβάζι

Μια γλάστρα στο περβάζι ενός παλιού σπιτιού γίνεται κάθε μέρα υπενθύμιση: ότι η επιμονή μπορεί να είναι πιο συγκινητική από την τελειότητα.
Κάθε μέρα κατηφορίζω την Ηλία Ηλιού, μια διαδρομή ανάμεσα σε πολυκατοικίες από μπετόν και προσόψεις φτιαγμένες για να απορροφούν την καθημερινότητα και να ξεχνιούνται όλα. Ανάμεσα σ’ αυτήν τη μαζική αμνησία, υπάρχει ένα σπίτι. Παλιό, διώροφο, με κουρασμένους τοίχους και παραθυρόφυλλα που δεν κλείνουν πια εντελώς. Ένα σπίτι που μοιάζει να έχει ξεχάσει να κατεδαφιστεί.
Διαβάστε ακόμη: Φόρεσε ό,τι θέλεις, αρκεί να είσαι εσύ
Αλλά στο πάνω του παράθυρο στέκει μια γλάστρα. Μια απλή, πλαστική γλάστρα με ένα ανθισμένο λουλούδι. Όχι κάποιο σπάνιο είδος. Μάλλον κάτι που φυτρώνει εύκολα, γεράνι, ίσως.
Και κάθε φορά που το βλέπω, δεν μπορώ να ξεκολλήσω το βλέμμα μου. Μέσα σε τόση ασχήμια, στην ξερή, αυτάρεσκη ασχήμια του νεοαστικού τσιμέντου, αυτό το λουλούδι εκτός από αντίθεση είναι και αντίσταση.
Διαβάστε ακόμη: Η δικτατορία του “γρήγορα”
Δεν ζητάει πολλά. Λίγο φως, λίγο νερό. Δεν διεκδικεί να του δώσουμε σημασία. Όμως την τραβάει. Όχι γιατί φωνάζει, αλλά γιατί στέκει. Εκεί. Στο περβάζι ενός κόσμου που έχει παραιτηθεί από την προσπάθεια να είναι όμορφος. Στο περβάζι ενός κόσμου που έχει κρατήσει μια αυθεντικότητα.
Και αναρωτιέμαι: τι είναι αυτό που μας κάνει να αγαπάμε τόσο πολύ κάτι μικρό, όταν βρίσκεται μέσα σε κάτι μεγάλο και άσχημο; Γιατί το ίδιο λουλούδι, σε μια αυλή γεμάτη άλλα δε θα μας συγκινούσε το ίδιο. Μήπως τελικά η ομορφιά δεν είναι κάτι που απλώς υπάρχει, αλλά κάτι που επιλέγουμε; Ένας τρόπος να βλέπουμε, να στεκόμαστε, να υπάρχουμε, ακόμα κι όταν όλα γύρω μας λένε το αντίθετο;
Όταν όλα γύρω μας γίνονται αδιάφορα, γυαλιστερά αλλά ψυχρά, μια γλάστρα στο λάθος κτίριο μπορεί να κάνει τη διαφορά. Είναι σα να λέει: δεν χρειάζομαι άδεια να ανθίσω.
Και κάπως έτσι στεκόμαστε κι εμείς, πού και πού. Με τον τρόπο μας. Σαν κάτι μέσα μας να λέει: «θα ανθίσω, έστω και σε λάθος εποχή». Θα δείξω ευγένεια στην ουρά του σούπερ μάρκετ, όταν ο κόσμος πίσω ξεφυσά και μετράει λεπτά. Θα πως μια «καλημέρα» και ας μην επιστρέφεται. Θα φορέσω ένα ρούχο με χρώμα σε έναν κόσμο που φοράει γκρι, ένα φουλάρι με ζωηρές ρίγες, μια κόκκινη καμπαρντίνα σε μια βροχερή μέρα, ένα ζευγάρι πράσινες κάλτσες που κανείς δεν βλέπει εκτός από εμάς.
Θα προσφέρω ένα χαμόγελο στον οδηγό του λεωφορείου που δεν το περιμένει. Θα σηκώσω τη σακούλα σκουπιδιών από το πεζοδρόμιο χωρίς μάρτυρες. Θα δώσω ένα χέρι στη γιαγιά με το καρότσι της, θα βάλω λίγο νερό σε μια αδέσποτη γάτα έξω από την πόρτα. Θα πω μια «συγγνώμη» και ας μη φταίωπραγματικά. Ένα «σε ευχαριστώ» που δεν είναι μηχανικό.
Μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες πράξεις επιμονής, σαν γλάστρες σε περβάζια που κανείς δεν πρόσεξε πως υπάρχουν κι όμως είναι εκεί.
Ίσως γι’ αυτό η γλάστρα αυτή να με συγκινεί. Γιατί μου θυμίζει ότι δεν είναι όλοι οι αγώνες εντυπωσιακοί. Μερικοί είναι σιωπηλοί, στατικά ηρωικοί. Και μερικές φορές, η ομορφιά που αντέχει δεν χρειάζεται χειροκρότημα, μόνο ήλιο και νερό.
Photo credit: istock