Όταν ήμουν μικρή, άκουγα διαρκώς και σε διάφορες παραλλαγές την έκφραση “Καλά τρως μόνο στο σπίτι σου”. “Έξω μόνο αηδίες σε ταΐζουν”. “Το καλό το πράγμα μόνο στην κουζίνα σου”. “Σιγά μην πάμε έξω να φάμε αποφάγια” κ.λπ.

Μισο-πατριαρχικό, μισό-κομπλεξικό, μισο-ανασφαλές, ήταν ένα βαθιά ενοχικό σύνδρομο που ξεκινούσε από το “ξοδεύουμε λεφτά τζάμπα” και κατέληγε στο “η καλή νοικοκυρά πάντα ταΐζει η ίδια τη φαμίλια, κι αν δεν το κάνει, καλή δεν είναι”. Αν είσαι παιδί των 90’s, αν έχεις γεννηθεί στα 70’s και αρχές 80’s (Gen X, με λίγα λόγια), έχεις μεγάλες πιθανότητες να έχεις ακούσει τα αντίστοιχα.

Διαβάστε επίσης: Αλλαγή καριέρας στα 35: Κι όμως, γυρίζει

Ήταν απαραίτητο να μεγαλώσω (ευτυχώς όχι πολύ) για να καταλάβω πόσο λάθος -ως προς την αφοριστική απολυτότητά της- ήταν αυτή η πρόταση. Κυρίως, πόσο περιοριστική για τον κοινωνικό και προσωπικό μου ορίζοντα.

Έπρεπε να φάω σε μοναδικά μέρη, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Να συναναστραφώ πολλούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, για να καταλήξω στο εξής συμπέρασμα. Όταν ακούω κάποιον να μου λέει πολύ σοβαρά “σαν την κουζίνα της μάνας μου δεν έχω βρει πουθενά”, έχω απέναντί μου προβληματική περίπτωση. Άνθρωπο που όχι μόνο από καλό εστιατόριο δεν έχει περάσει ούτε απέξω, αλλά κατά πάσα πιθανότητα διαθέτει και άφθονη τσίχλα στον εγκέφαλο. Τσίχλα η οποία δεν αφορά μόνο το φαΐ.

Τέλος, ήταν σημαντικό να αρχίσω να μαγειρεύω η ίδια (ευτυχώς νωρίς) για να αποδομήσω την “κουζίνα της μαμάς” και να τη φέρω στις σωστές της διαστάσεις.

Αποδόμηση στην πράξη με ένα κεφτεδάκι

Το κεφτεδάκι είναι ένα έξοχο παράδειγμα για το τί σημαίνει αποδόμηση στην πράξη. Ως απόλυτο comfort food, είναι ένα με την παιδική ηλικία των περισσότερων.

Κάπως σαν γενετήσια πληροφορία, μαθαίνεις να μην αμφισβητείς το κεφτεδάκι. Όπως κι αν έχεις μάθει να το τρως, αυτό είναι. Πάει και τελείωσε.
Έτσι κι εγώ. Είχα μάθει να μην θέτω υπό αμφισβήτηση το κεφτεδάκι. Παρόλα αυτά, δεν μου άρεσε. Άλλες φορές, στεγνό, άλλες φορές πολύ σφιχτό, άλλες φορές αρπαγμένο απέξω… Ναι, είχα μάθει να μην το αμφισβητώ. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως μου άρεσε κιόλας.

Κι ήρθε μια στιγμή, που λέτε, που έπεσα επάνω σε ένα κεφτεδάκι, το οποίο ανέτρεψε όλη την κοσμοθεωρία περί comfort food της παιδικής μου ηλικίας. Κρατσανιστά τραγανό απέξω, σαν μους από κιμά μέσα. Τόσο νόστιμο όσο οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν.
Κι αυτό ήταν ένα τεράστιο A ha! moment για μένα: Ναι, το κεφτεδάκι θα μπορούσε να είναι το πιο αγαπημένο μου πιάτο όλων των εποχών. Δεν ήταν, επειδή η μαμά μου ΔΕΝ ΤΟ ΕΦΤΙΑΧΝΕ καλά.

Ουφ, το’πα.

And it’s ok. Έφτιαχνε άλλα πράγματα καλά. Δεν ήταν ανάγκη να τα κάνει όλα. Όμως το να προσπαθεί να μικρύνει τον ορίζοντα με τραγικούς αφορισμούς ήταν πραγματικά περιττό.

Διαβάστε επίσης: Ο homo Γκρινιάριενς

Μέτρο σύγκρισης χωρίς παρωπίδες

Υπάρχει ένα μαγέρικο στον Πειραιά, διάσημο, μεταξύ άλλων, και για τα φοβερά και τρομερά κεφτεδάκια της κυρα-Λένης. Το ανακάλυψα με παρέα πριν χρόνια και πηγαίνω συχνά. Την πρώτη φορά που πήγα τα παιδιά μου, τους είπα επί λέξει: φάτε αυτόν τον συγκλονιστικό κεφτέ. Εγώ δεν ξέρω αν ποτέ θα καταφέρω να τον κάνω τόσο καλό (να σημειώσω, εδώ, πως μαγειρεύω, κατά γενική ομολογία, πολύ καλά).

Κι έφαγαν. Και τους άρεσε πάρα πολύ. Το είπαν και στην ίδια την κυρία Ελένη, που βγήκε για να μας μιλήσει, όταν παραγγείλαμε και δεύτερη μερίδα.
Κι εγώ χαίρομαι πολύ που το άνευ παρωπίδων μέτρο σύγκρισης που αποκτούν διευρύνει τον ορίζοντα της δικής τους γεύσης χωρίς να μειώνει την αξία της δικής μου κουζίνας.

Καλύτερα έτσι.

(Photo credit: Ballerina Farm)