Μια από τις πιο έντονες εικόνες που έχω από την κοκέτα Κεφαλονίτισσα γιαγιά μου είναι η εξής: καθισμένη απόγευμα στο δωμάτιό της, την ώρα που ο ήλιος λούζει ένα συγκεκριμένο σημείο του δωματίου. Φτιάχνει τα μαλλιά της και στη συνέχεια παίρνει στα χέρια έναν μικρό καθρέφτη. Τον κρατά σε τέλεια συμμετρία στο ύψος του στόματος, κι αρχίζει να βγάζει τρίχες από το πηγούνι της με ένα τσιμπιδάκι.

Όταν έρχεται η ώρα για την τελετουργία, απαρεγκλίτως κάθε απόγευμα, έστω και για 2 λεπτά, εκείνη είναι πάντα σιωπηλή, γρήγορη, αποφασιστική, παρά τους αμυδρούς πονεμένους μομφασμούς. Δεν επιτρέπει σε τίποτα να αλλοιώσει την εικόνα της, ακόμα και στα 80.

Θυμάμαι να μου κάνει πάντα εντύπωση, αλλά και να εγγράφεται στο μυαλό μου ως αυτονόητη συνθήκη: τριχοφυΐα και θηλυκότητα δεν πάνε μαζί. Ή μήπως πάνε;

Μαμά, έχεις μια τρίχα

Έχω υπάρξει πολύ τυχερή, το παραδέχομαι. Από την εφηβεία ακόμα, το θέμα “τριχοφυΐα στο πρόσωπο” ουδέποτε με απασχόλησε, ωστόσο, τις προάλλες, αναγκάστηκα να κλείσω ραντεβού για λέιζερ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου εμφάνισα τριχοφυΐα στο πρόσωπο.

Η αρχή έγινε όταν, πριν από περίπου δύο χρόνια, ο γιος μου παρατήρησε μια τρίχα στο πηγούνι μου. “Μαμά, έχεις μια τρίχα.” Η πρώτη, αυτόματη αντίδραση ήταν να την αγνοήσω: το θέμα “τρίχα” δεν με αφορά. Την αγνόησα, και κάποια στιγμή την ξέχασα. Όμως δεν με ξέχασε εκείνη, και λίγο μετά επανήλθε, κι έφερε και τις φίλες της. Θορυβήθηκα. Και τις εξολόθρευσα όλες με το τσιμπιδάκι.

Έκτοτε, ανοίξαμε πόλεμο, ο οποίος αποδείχτηκε άνισος. Κάθε φορά που ξερίζωνα μία, δύο έκαναν την εμφάνισή τους. Ας όψονται οι ορμόνες. Παρόλα αυτά, κατάφερνα να κρατώ τις ισορροπίες, μέχρι που, κάποια στιγμή,  αρρώστησα, έπεσα στο κρεββάτι για λίγες μέρες, και κάθε τελετουργία beauté πήγε περίπατο.

Και πάλι ο γιος μου, αμείλικτος: “Μαμά, έχεις κι άλλες τρίχες. Κάνε κάτι.” “Γιατί, αγόρι μου; Τι πρόβλημα υπάρχει αν έχω λίγες τρίχες στο πρόσωπο;” “Γιατί να έχεις τρίχες στο πρόσωπο, ρε μαμά; Αφού ποτέ δεν είχες.”

Η ομορφιά μέσα από τα μάτια της GenZ

Συζητώντας λίγο με τα παιδιά μου, στα 18 και στα 15 αντίστοιχα, αντιλαμβάνομαι πως το θέμα δεν είναι η τριχοφυΐα per se, αλλά η αυτοτελής εικόνα που έχουν για κάποιον -στην προκειμένη περίπτωση για εμένα. Το πρόβλημα δεν είναι η μια ή περισσότερες τρίχες στο πηγούνι. Το πρόβλημα είναι πως δημιουργείται μια εικόνα που δεν τους είναι γνώριμη, που δεν ταιριάζει σε αυτό που ξέρουν.

Από τη συζήτηση προκύπτει επίσης πως, ενώ κάποια στερεότυπα, όπως της τριχοφυΐας στο σώμα, έχουν σπάσει, κάποια άλλα παραμένουν υπό διερεύνηση, εν μέρει επειδή συνδέονται με αρχέτυπα, ή θέματα ταυτότητας: μια αξύριστη μασχάλη είναι πολύ περισσότερο οκ σε σχέση με το μουστάκι στο άνω χείλος.

Και το μονόφρυδο της Σοφίας Χατζηπαντελή; “Αυτή είναι μοντέλο. Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.” Ναι, αλλά είναι όμορφη; “Φυσικά είναι!”

Κι εσένα σου αρέσουν τα φρύδια της, θα τα είχες έτσι; “Όχι, βέβαια.”

Κι αν τα είχε η κολλητή σου, ή η κοπέλα σου; “Αν της άρεσε, γιατί όχι;”

Οι πολλές εκδοχές της θηλυκότητας (και της αρρενωπότητας)

Παίρνω διπλά μηνύματα. Τελικά, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει; Γίνεται να μας αρέσει, να μην το υιοθετούμε, και ταυτόχρονα να το αποδεχόμαστε πλήρως στους άλλους; Μπερδεύομαι. Τα παιδιά μου αναλαμβάνουν να ξεδιαλύνουν τα αμφίσημα.

Η τριχοφυΐα στο πρόσωπο θεωρείται μεν ανδρικό χαρακτηριστικό, αλλά εάν είναι επιλογή για μια γυναίκα, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Παράλληλα, αν ένας άνδρας αποφασίσει να κάνει πλήρη αποτρίχωση στο πρόσωπο, είναι κι αυτό θεμιτό. Χωρίς απαραιτήτως να θεωρείται πως του αφαιρεί από ανδρισμό ή αρρενωπότητα. Οκ… Αλλά ο περίγυρος πώς το παίρνει;

“Κάποιοι αντέχουν τον πόνο και τα λέιζερ, άλλοι δεν τα γουστάρουν καθόλου. Ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει στο σώμα του και το πρόσωπό του”, λένε. Καταλαβαίνω πως οι κουβέντες τους είναι ο απόηχος των απόψεων που ακούν στο σπίτι.

Ωστόσο επιμένω: δεν το βλέπουν όλοι έτσι. “Σιγά μην κάνουμε θέμα τις τρίχες, ρε μαμά! Και η κοροϊδία δεν είναι κουλ”, επαναλαμβάνουν κατηγορηματικά. Μένω να σκέφτομαι τις απαντήσεις τους. Έχω μια ελπίδα πώς η νέα γενιά ίσως διαθέτει λίγη περισσότερη ενσυναίσθηση από αυτήν που της χρεώνουμε.