Ως παιδί, υπήρξα φανατική των κωμωδιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Λιγότερο με τις έγχρωμες, περισσότερο με τις ασπρόμαυρες, ξέρω απ’ έξω ολόκληρους διαλόγους. Τότε δεν έκρινα ό,τι έβλεπα. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, βλέπω με άλλο μάτι και ακούω με άλλο αυτί. Μια από τις ταινίες που αγαπώ είναι η Καφετζού του Αλέκου Σακελλάριου με τη Γεωργία Βασιλειάδου. Η ταινία αυτή δεν είναι η κλασική φαρσο-κωμωδία με το σύνηθες για την εποχή γκροτέσκο χιούμορ. Είναι γήινη, με στιβαρούς χαρακτήρες, υποκριτική ποιότητα και δίνει υπόσταση σε έναν έρωτα φαινομενικά καταδικασμένο. Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, η καφετζού – Βασιλειάδου αναγνωρίζει στο πρόσωπο του “Ανδρέα” – Περικλή Χριστοφορίδη τον άνδρα που την παντρεύτηκε, την εξαπάτησε και εξαφανίστηκε από τη ζωή της χωρίς σημεία ζωής για 25 χρόνια. Καθώς βλέπω την ταινία, έχω μια λέξη στο μυαλό μου. Ghosting. Κι αρχίζω να βλέπω αλλιώς.

Μπορείτε να διαβάσετε ακόμη: Ο δικαιωματικός άνθρωπος

Είχα πρωτοδεί την ταινία στα 8 ή 10 μου. Τότε, οι δύο πρωταγωνιστές (Βασιλειάδου, Χριστοφορίδης) μου έμοιαζαν ήδη γέροι, και η θλιβερή ιστορία τους μάλλον ακραία. Σήμερα είμαι στην ηλικία που ήταν η ηρωίδα της Βασιλειάδου όταν η ζωή της έφερε ξανά τον άνδρα που την εξαπάτησε. Και συνειδητοποιώ πόσο μπροστά ήταν ο Σακελλάριος με το σενάριο αυτό. Η ηρωίδα του δεν είναι ρομαντική, είναι τσακισμένη. Έχει επιβιώσει από έναν άνδρα – ghoster κι έχει πατήσει ξανά στα πόδια της. Κι όμως, χωρίς πικρία. Αντίθετα, συμβάλει ώστε ένα άλλο ζευγάρι να ζήσει το happy end που δεν είχε η δική της ιστορία. Εκείνες τις εποχές, το ghosting, όποτε συνέβαινε, τσάκιζε ζωές. Όμως όχι χαρακτήρες, όπως αποδεικνύει η ηρωίδα της ταινίας. Περίπου το αντίστροφο από αυτό που συμβαίνει σήμερα.

Ghosting τότε και σήμερα

Στη σημερινή digital πραγματικότητα, η καθημερινότητα πηγαίνει σε fast track. Οι γνωριμίες είναι κατακλυσμιαίες, η αίσθηση της οικειότητας μοιάζει να πηγαίνει από το μηδέν στο εκατό χωρίς καμία ενδιάμεση στάση. Ο ghoster δεν είναι αυτός που θα σε παντρευτεί για να σου φάει χρήματα ή το κτήμα στο χωριό, και να εξαφανιστεί μετά από κάποιους μήνες. Όχι συνήθως, τουλάχιστον. Είναι αυτός που θα ανταλλάξετε κάποια μηνύματα, θα πάτε για ποτό, ή και για φαγητό, θα βγαίνετε για ένα διάστημα… Και πάνω που θα αρχίσεις να νιώθεις συναισθηματική ασφάλεια, πως κάτι ωραίο έχετε αρχίσει να χτίζετε οι δυο σας, θα γίνει καπνός. Κάποιες φορές μπορεί να έχει μεσολαβήσει σεξ. Κάποιες άλλες όχι. Όμως, ειδικά στην περίπτωση του ghosting, το σεξ είναι το τελευταίο πράγμα που παίζει ρόλο.

Μπορείτε να διαβάσετε επίσης: Η κατάρα της Finos Films

Για όσους παλεύουν με τους ορισμούς, ή, για καλή τους τύχη, δεν το έχουν ξανακούσει, το ghosting είναι η απότομη διακοπή της επικοινωνίας. Συνήθως αναφέρεται σε συναισθηματικές / ερωτικές σχέσεις, άρα το άτομο που υφίσταται το ghosting δεν λαμβάνει καμία εξήγηση για τη συμπεριφορά. Έτσι, ξαφνικά, μια μέρα (ή ένα βράδυ), ο άλλος (ή η άλλη) δεν σηκώνει τηλέφωνα. Δεν απαντά μηνύματα, συχνά, ούτε καν στο “διαβάστηκε”. Δεν πηγαίνει στα γνωστά στέκια. Από τη μία στιγμή στην άλλη, απών / απούσα. Σαν φάντασμα.

Είναι σαν να τους ανοίγεις ορθάνοιχτη την πόρτα, αλλά εκείνοι νιώθουν πως πρέπει να γκρεμίσουν τον τοίχο ακριβώς δίπλα για να ανοίξουν μόνοι τους παράθυρο.

Η συμπεριφορά λέει πάντα περισσότερα για αυτόν που την κάνει

Όπως μας ενημερώνει η ψυχολογία, το άτομο που κάνει ghosting έχει τα θεματάκια του. Συχνά, το κίνητρο πίσω από τη συμπεριφορά είναι η επιθυμία του να αποφύγει με κάθε κόστος την αντιπαράθεση. Για όποιον λόγο κι αν θα μπορούσε να υπάρξει αντιπαράθεση, και κυρίως το ενδεχόμενο να θέλει να τερματίσει τη σχέση. Από το να πει στα ίσια “ξέρεις, δεν θέλω πια”, ο ghoster προτιμά να πεθάνει. Κι επειδή δεν είναι εύκολο να πεθάνει, εξαφανίζεται.

Η συναισθηματική ανωριμότητα ή η παντελής έλλειψη ενσυναίσθησης είναι δύο ακόμα λόγοι. Τα άτομα αυτά μπορεί, επίσης, να αντιμετωπίζουν προβλήματα με την έννοια της δέσμευσης, ή να εμφανίζουν αποφευκτικά στιλ προσκόλλησης. Αυτό το τελευταίο σημαίνει πως έχουν δυσκολία με την εγγύτητα, η οικειότητα τους αποδιοργανώνει πλήρως. Αλλά και πάλι, δύσκολα θα το πουν. Δύσκολα θα πουν με ενεργό τρόπο μέσα στη σχέση “θέλω μιαν ανάσα”. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως εσείς, απαραιτήτως, τους κάνετε να ασφυκτιούν. Όχι. Συνήθως το συναίσθημα ασφυξίας που νιώθουν είναι δικό τους, ακόμα κι αν ο άλλος κάνει τα πάντα για να νιώσουν ελεύθεροι. Είναι σαν να τους ανοίγεις ορθάνοιχτη την πόρτα, αλλά εκείνοι νιώθουν πως πρέπει να γκρεμίσουν τον τοίχο ακριβώς δίπλα για να ανοίξουν μόνοι τους παράθυρο.

Τελευταία περίπτωση, το τζακ ποτ, πάνω στο οποίο θα πέσετε αν είστε σούπερ άτυχοι ή άτυχες. Σε κάποια από τις περιπτώσεις, το ghosting είναι έκφραση “σκοτεινής τριάδας”, δηλαδή άτομο που χαρακτηρίζεται από ναρκισσισμό, ψυχοπάθεια, μακιαβελισμό, μεμονωμένα ή combo. Μιλάμε για μεγάλη τύχη. Ελπίζω να το καταλάβατε ήδη. Ένας άνθρωπος που κάνει ghosting έχει θέματα. Εκείνος. Όχι εσείς που το ζείτε.

Closure με κάθε τρόπο

Το ghosting δεν έχει σε όλους όσοι το ζουν τον ίδιο αντίκτυπο. Ακόμα και αν ο ίδιος άνθρωπος το έχει ζήσει περισσότερες από μία φορές, η κάθε φορά έχει γράψει μέσα του με διαφορετικό τρόπο. Το μόνο σίγουρο είναι πως υπάρχει μια κοινή αρχική αντίδραση, η συναισθηματική δυσφορία. Ένας συνδυασμός συναισθημάτων, που ξεκινούν από την απόρριψη και τη σύγχυση, και φτάνουν ως τη θλίψη και τον θυμό. Αυτό που αλλάζει είναι η ένταση. Για κάποια άτομα, αυτό είναι μια γρήγορη διαδικασία. Με απορρίπτεις χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί, έχω τσαντίλα, ίσως και λίγη στεναχώρια. Όμως, όπως λέει και ο σοφός λαϊκός στίχος: “Όλη κι όλη μου η στεναχώρια, ήτανε να ξέρεις δυο-τρεις ώρες το πολύ”. Πολύ σύντομα βάζω την ιστορία πίσω μου και “πάμε γι’άλλα”.

Όμως, δεν είναι τόσο απλό. Η ghosting συμπεριφορά δημιουργεί αμφιβολίες στο άτομο που την δέχεται. Κάποιες φορές οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυτοαμφισβήτηση, αρνητική αυτοκριτική. Κυρίως εάν αυτό συμβεί ξανά. Έστω πως έχετε καταφέρει να ξεπεράσετε έναν ghoster σχετικά ανώδυνα. Δυστυχώς, αρκεί μια δεύτερη ανάλογη εμπειρία για να φέρει στο φως συναισθήματα και εντάσεις που μοιάζουν με χιονοστιβάδα. Και η δεύτερη φορά μπορεί να είναι καταλυτική. Αυτός είναι ο λόγος που, εάν, ο μη γένοιτο, σας τύχει κάτι τέτοιο, δεν θα πρέπει να το αγνοήσετε. Ακόμα κι αν νιώθετε καλά. Ακόμα κι αν λέτε -και το πιστεύετε- πως δεν σας πείραξε. Είναι σημαντικό να υπάρξει ένα closure. Να “κλείσετε” την ιστορία μέσα σας με οποιονδήποτε τρόπο.

Για αυτό, ανάμεσα στο να “θάψετε” μέσα σας το βίωμα και να το δουλέψετε, προτιμήστε το δεύτερο. Θα σας θωρακίσει απέναντι σε πιθανή επανάληψη της εμπειρίας. Και θα σας βοηθήσει να προχωρήσετε χωρίς φαντάσματα.

Photo credit: IMDb