Η διαδρομή της αυτοβιογραφίας στην ιστορία της λογοτεχνίας είναι μακρά και δαιδαλώδης, με τα παραδείγματα που τη διαμορφώνουν να είναι ουκ ολίγα, συνδυάζοντας συχνά τη λογοτεχνική δημιουργία με τη μαρτυρία ζωής του συγγραφέα.

Διαβάστε ακόμη: Τα ημερολόγια και τα σημειωματάρια της Patricia Highsmith

Τα πρώτα ίχνη αυτοβιογραφικής γραφής εντοπίζονται στην αρχαιότητα. Ο Ρωμαίος πολιτικός και στοχαστής Μάρκος Τύλλιος Κικέρων άφησε μερικά χαρακτηριστικά κείμενα με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Πάντως, το πρώτο πλήρως διαμορφωμένο αυτοβιογραφικό έργο, ανήκει στα χρόνια του Μεσαίωνα και είναι οι περίφημες «Εξομολογήσεις» του Αγίου Αυγουστίνου – κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Στο έργο αυτό, ο Αυγουστίνος δεν περιορίζεται στην εξιστόρηση γεγονότων, αλλά εξερευνά το εσωτερικό του ταξίδι προς την πίστη, εγκαινιάζοντας έτσι ένα πρότυπο αυτοανάλυσης που θα επηρέαζε βαθιά την εξέλιξη της αυτοβιογραφίας.

Διαβάστε ακόμη: Agatha Christie: Ηρακλής Πουαρό | Η πλήρης συλλογή διηγημάτων

Αναγεννησιακό πάθος: η αυτοβιογραφία του Benvenuto Cellini

Ένα από τα σπουδαία έργα του είδους στη δυτική λογοτεχνία, θεωρείται η αυτοβιογραφία του Ιταλού γλύπτη της Αναγέννησης Benvenuto Cellini (1558–1566). Είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, με απολύτως προσωπικό τόνο και εκρηκτικό εγωκεντρισμό. Το ύφος είναι άμεσο, ακατέργαστο και γεμάτο πάθος – όπως και η ίδια η προσωπικότητα του συγγραφέα. Και ο Cellini, δεν εξωραΐζει τίποτα: περιγράφει τη βία, τις φιλονικίες του, τις… δολοφονίες στις οποίες συμμετείχε, καθώς και την αφοσίωσή του στην τέχνη και τη δημιουργία. Το έργο πέρα από λογοτεχνική, έχει και τεράστια ιστορική αξία, καθώς προσφέρει μια αυθεντική εικόνα της ζωής των καλλιτεχνών στην Ιταλία του 16ου αιώνα και συνδέει το ύφος της Αναγέννησης με την έντονη ατομικότητα της νεότερης εποχής.

Από τον Rousseau στον Ρομαντισμό: η ανάδειξη του ατομικού βιώματος

Άλλωστε, με την Αναγέννηση και την άνοδο του ανθρωπισμού, το άτομο άρχισε να αποκτά εντελώς κεντρικό ρόλο. Ακολούθως, ένα από τα πιο γνωστά αυτοβιογραφικά έργα της νεότερης Ευρώπης είναι οι «Εξομολογήσεις» του Jean-Jacques Rousseau, του 18ου αιώνα. Ο Rousseau, δηλώνει πως γράφει για να αποκαλύψει τον εαυτό του «όπως πραγματικά είναι» – κάτι πρωτοποριακό για την εποχή του.  Αναμφίβολα, το έργο του αποτελεί σταθμό, αφού επιχειρεί να ερμηνεύσει την ψυχολογική διαμόρφωση της προσωπικότητας του συγγραφέα.

Ο 19ος αιώνας: η αυτοβιογραφία ως κοινωνική και πολιτική μαρτυρία

Στη συνέχεια, ο ρομαντισμός θα προσέδιδε μια νέα διάσταση στην αυτοβιογραφία, με έμφαση στο συναίσθημα, τη φαντασία και, φυσικά, στο ατομικό βίωμα. Ποιητές όπως ο Λόρδος Βύρωνας ενσωματώνουν αμιγώς αυτοβιογραφικά στοιχεία στο έργο τους, με έντονη την εσωστρέφεια και ένα υπερτροφικό «εγώ» ταγμένο -θα έλεγε κανείς- στην αναζήτηση της αυθεντικότητας. Κατά τον 19ο αιώνα, η αυτοβιογραφία αποκτάει συχνά και έναν χαρακτήρα κοινωνικής ή πολιτικής μαρτυρίας – όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τα απομνημονεύματα του John Stuart Mill.

Ο 20ός αιώνας: ψυχανάλυση, υπαρξιακή αναζήτηση και πειραματισμοί

Ώσπου έρχεται ο εικοστός αιώνας, με την αυτοβιογραφία να επηρεάζεται βαθύτατα από το ψυχαναλυτικό και υπαρξιακό ρεύμα. Συγγραφείς του μεγέθους της Virginia Woolf και του Marcel Proust, διερευνούν τη μνήμη και την ταυτότητα με λογοτεχνικούς τρόπους που διαφεύγουν της απλής χρονικής αφήγησης. Κάπως έτσι, η αυτοβιογραφία πλέον γίνεται πολυδιάστατη, λιγότερο γραμμική και σαφώς πιο ενδιαφέρουσα, ενσωματώνοντας πειραματικές μορφές και αφηγηματικές τεχνικές.

Ο Jean-Paul Sartre και η φιλοσοφική αυτοανάλυση

Σίγουρα από τις πιο πρωτότυπες αυτοβιογραφίες του προηγούμενου αιώνα, είναι «Οι λέξεις» (1964) του Jean-Paul Sartre που συνδυάζουν τον φιλοσοφικό στοχασμό με τη λογοτεχνική δεξιοτεχνία, προκρίνοντας ποικιλοτρόπως το είδος της αυτοανάλυσης στη μοντέρνα γραφή. Εδώ, ο Sartre αποκαλύπτει τα πρώτα του χρόνια, επικεντρωμένος όχι τόσο στα εξωτερικά γεγονότα, όσο στον εσωτερικό του κόσμο. Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη: το «Ανάγνωση» και το «Γραφή». Στο πρώτο, αναλύει πώς η πρώιμη επαφή του με τα βιβλία και τη φαντασία διαμόρφωσε τη συνείδησή του, ενώ στο δεύτερο, εξετάζοντας με αυστηρότητα τα κίνητρα του εαυτού του, αποδομεί την ανάγκη του να γίνει συγγραφέας. Μια αυτοβιογραφία ουσιωδώς φιλοσοφική, ένα ατέρμονο παιχνίδι, ανάμεσα στην αυτογνωσία και την ειρωνεία.

Luis Buñuel: μια αυτοβιογραφία-ταινία γεμάτη σουρεαλισμό και χιούμορ

Μια αυτοβιογραφία-έργο τέχνης είναι η «Τελευταία μου πνοή» (1982) του Luis Buñuel. Η αυτοβιογραφία του ιδιοφυούς Ισπανού σουρεαλιστή σκηνοθέτη, γραμμένη με τη συνεργασία του σεναριογράφου Jean-Claude Carrière, αποτελεί μία συναρπαστική καταγραφή των αναμνήσεών του, αλλά και των σκέψεών του για την τέχνη, τη θρησκεία, τη μνήμη και τον κινηματογράφο.
Από πολύ νωρίς ο Buñuel συνδέθηκε με την πνευματική και καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής του, αρχικά στη Μαδρίτη, μαζί με τον Λόρκα, τον Νταλί, και εν συνεχεία στο Παρίσι της δεκαετίας του ’20, με την ομάδα των σουρεαλιστών. Στο σουρεαλισμό, ο Buñuel θα βρει την αγάπη για το παράλογο, το αμφίσημο, το κρυμμένο, το επικίνδυνο, όλα αυτά, σε συνδυασμό με την αυθάδικη διάθεση που διέθετε μονίμως για πρόκληση, σκανδαλισμό, για βεβήλωση των ιερών και για γκρέμισμα των παραδεδομένων αξιών, όπως η εργασία, η θρησκεία, η οικογένεια.

Ο Luis Buñuel γράφει για τη ζωή του με παιχνιδιάρικη διάθεση, με λεπτή ειρωνεία και με μια παράδοξη (για αυτόν) νηφαλιότητα. Σαν ήρωας ενός λαϊκού περιπετειώδους σατιρικού μυθιστορήματος, υποκύπτει αμέριμνος στον πειρασμό των αλλεπάλληλων παρεκβάσεων και παρενθέσεων, μιλώντας για τα μεγάλα πάθη και για τα όνειρά του, για τους αγαπημένους φίλους και τους πολέμιούς του, για τα έργα τα δικά του και για εκείνα που τον καθόρισαν.
Το ύφος είναι (ελαφρώς) παραληρηματικό, γεμάτο πνευματώδη σχόλια και απολαυστικό χιούμορ. Και, ο Buñuel, μιλάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τη νεότητα του στην Αραγωνία, τις σπουδές του στη Μαδρίτη, τις σχέσεις του με τον Νταλί και τον Λόρκα, τη συμμετοχή του στο κίνημα του σουρεαλισμού και για την εμπειρία του στον κινηματογράφο, που θα μας έδινε ταινίες όπως ο «Ανδαλουσιανός σκύλος», η «Βιριδιάνα», η «Ωραία της ημέρας» και «Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου».

Πάνω απ’ όλα, όμως, το έργο αυτό δεν είναι μια γραμμική αφήγηση, αλλά μοιάζει με φιλμική καταγραφή μνήμης – διακοπτόμενη, υπαινικτική, ενίοτε ποιητική. Αν και ο τίτλος παραπέμπει στην επίγνωση του αναπόφευκτου τέλους, η ίδια η γραφή του δεν αποπνέει απαισιοδοξία. Απεναντίας η αφήγηση, γεμάτη απρόσμενες λεπτομέρειες, λοξές αναμνήσεις και παράλογα επεισόδια, αφήνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι κάθε ζωή είναι μυθιστορηματική: αρκεί απλώς να την κοιτάξεις από την κατάλληλη οπτική γωνία και -εννοείται- με τον σωστό φωτισμό…

Μετάφραση: Θάνος Σαμαρτζής
Εκδόσεις: Δώμα
Σελίδες: 392