Γιατί αγαπάμε τα πικάντικα φαγητά παρόλο που μας καίνε;
Μας καίνε, μας τσούζουν, αλλά δεν μπορούμε να τους αντισταθούμε. Τα πικάντικα φαγητά ξυπνούν τον εγκέφαλό μας και… την αδρεναλίνη!
Τα δάκρυα, ο ιδρώτας και άλλες σωματικές αντιδράσεις είναι όλα σημάδια ότι το σώμα προσπαθεί να αποβάλει τα πικάντικα φαγητά όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αλλά υπάρχει ένας απλός λόγος για τον οποίο κάποιοι άνθρωποι απολαμβάνουν αυτές τις γεύσεις. Η καψαϊκίνη, η δραστική ουσία της καυτερής πιπεριάς που αποτελεί βασικό συστατικό σε πολλά πικάντικα φαγητά, εξελίχθηκε ως ερεθιστικός παράγοντας για να αποτρέψει τα θηλαστικά από το να μασούν και να καταστρέφουν τους σπόρους των φυτών.
Δρα απευθείας στο νευρικό σύστημα μέσω υποδοχέων στη γλώσσα, στον λαιμό και στο δέρμα και ενημερώνει το σώμα μας ότι αυτό που μόλις καταναλώσαμε είναι κάτι που πρέπει να αποβληθεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Η προφανής ερώτηση, λοιπόν, είναι: γιατί κάποιοι από εμάς απολαμβάνουν τόσο πολύ αυτήν την αίσθηση;
Διαβάστε ακόμη: Γιατί δεν πρέπει να βάζετε μπανάνα στα smoothies σας;
Ο Liam Browne, επίκουρος καθηγητής στο UCL που ειδικεύεται στη νευροεπιστήμη της αισθητηριακής αντίληψης και του πόνου, εξηγεί: «Η καψαϊκίνη δεσμεύεται σε έναν υποδοχέα στο σώμα που ονομάζεται TRPV1, ο οποίος βρίσκεται σε μια ειδική κατηγορία νευρώνων που ανιχνεύουν συνήθως πράγματα που είναι πιθανώς βλαβερά για το σώμα». Όταν συμβαίνει αυτό, είναι σαν να χτυπάει ένας μικρός συναγερμός πυρκαγιάς και ενεργοποιεί μέρη του αυτόνομου νευρικού συστήματος, που ρυθμίζει διάφορες ακούσιες σωματικές λειτουργίες χωρίς συνειδητό έλεγχο. «Αυτό οδηγεί σε όλες αυτές τις φυσιολογικές αντιδράσεις όπως δάκρυα, ιδρώτα ή καταρροή στη μύτη», λέει ο Browne. «Το σώμα σας προσπαθεί να αποβάλει τον ερεθιστικό παράγοντα».
Ο TRPV1 ενεργοποιείται επίσης από άλλα ερεθίσματα, όπως όταν η θερμοκρασία του σώματος υπερβαίνει τους 42°C (το σημείο όπου η θερμότητα γίνεται βλαπτική για τους ιστούς) και η πιπερίνη, το κύριο δραστικό συστατικό του μαύρου πιπεριού, που προκαλεί μια πολύ πιο ήπια αντίδραση. Άλλα «καυτά» (αλλά όχι ακριβώς πικάντικα) τρόφιμα ενεργοποιούν διαφορετικούς υποδοχείς: μουστάρδα, wasabi και ραπανάκια επεξεργάζονται από τον TRPA1, ενώ ο TRPM8 είναι κυρίως υπεύθυνος για τις ψυχρές θερμοκρασίες και τη μέντα.
Το “βασανιστήριο” που γίνεται απόλαυση
Τα πρώτα στοιχεία για ανθρώπους που κατανάλωναν τσίλι προέρχονται περίπου από το 7000 π.Χ. στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, με παρόμοια φυτά να καλλιεργούνται περίπου 1.000 χρόνια αργότερα. Οι πιπεριές δεν εισήχθησαν στην Ευρώπη πριν από τον 16ο αιώνα, αλλά έχουν γνωρίσει μεγάλη δημοτικότητα από τότε. Γιατί λοιπόν απολαμβάνουν τόσοι πολλοί άνθρωποι να δακρύζουν από ερεθιστικούς παράγοντες ;
Καταρχάς, κάποιοι άνθρωποι έχουν διαφορετικές παραλλαγές του γονιδίου TRPV1, που αλλάζουν το πόσο εύκολα ενεργοποιείται από κάποιο ερέθισμα. Αλλά οι υποδοχείς επίσης γίνονται λιγότερο ευαίσθητοι με τον χρόνο, επομένως είναι απολύτως πιθανό να αναπτύξει κανείς σχετική ανοχή σε πικάντικα φαγητά ή να την καλλιεργήσει σκόπιμα. Με επαναλαμβανόμενη έκθεση, η περιφερική αντίδραση μειώνεται και ο εγκέφαλος μαθαίνει ότι το ερέθισμα είναι ασφαλές και υπό έλεγχο. Αυτή η μετατόπιση στην πρόβλεψη και τη βεβαιότητα είναι μεγάλο μέρος του λόγου για τον οποίο η εμπειρία γίνεται ανεκτή και στη συνέχεια ευχάριστη.
«Υπάρχει επίσης η ιδέα της αναπλαισίωσης, δηλαδή ότι μέσω της έκθεσης και της εμπειρίας, επαναπροσδιορίζουμε το νόημα του πόνου και ότι είναι πραγματικά ασφαλής για εμάς», λέει ο Browne. Αυτό το αίσθημα ελέγχου και κυριαρχίας έχει σημασία. Είναι η ίδια λογική με την παρακολούθηση τρομακτικών ταινιών ή την οδήγηση σε rollercoasters, που ονομάζεται συχνά ‘ευγενής μαζοχισμός’». Όπως άλλες αρχικά δυσάρεστες εμπειρίες (όπως το τρέξιμο, τα κρύα ντους ή οι καυτές σάουνες), η επιμονή μέσα από τον αρχικό πόνο οδηγεί επίσης το σώμα να απελευθερώσει ενδορφίνες, μετατρέποντας αυτά τα “βασανιστήρια” σε απολαύσεις.
Διαβάστε ακόμη: 8 καθημερινές συνήθειες που δεν φανταζόσασταν ότι αυξάνουν το σάκχαρο
Κι αν δεν σας αρέσουν τα πικάντικα;
Αλλά τι κάνετε αν σας έχουν καλέσει για ινδικό και δεν είστε φαν; Το πρώτο που πρέπει να θυμάστε είναι ότι η καψαϊκίνη είναι λιποδιαλυτή και υδρόφοβη: αυτό σημαίνει ότι αν πιείτε νερό, θα παραμείνει στη θέση της, ενώ το γάλα θα διαλύσει την καψαϊκίνη και θα την δεσμεύσει, μεταφέροντάς την μακριά.
Το αλκοόλ, για όσους αναρωτιούνται, μπορεί να αραιώσει την καψαϊκίνη, αλλά δεν θα την δεσμεύσει και θα λειτουργήσει μόνο αν είναι σε υψηλά ποσοστά, πράγμα που σημαίνει ότι η μπύρα δεν είναι πιθανό να βοηθήσει. Το γιαούρτι θα κάνει την ίδια δουλειά με το γάλα, αλλά υπάρχει ακόμα πιο νόστιμη επιλογή. «Το παγωτό μέντας παρέχει τα λιπαρά και τις πρωτεΐνες για να απομακρύνει την καψαϊκίνη, αλλά ταυτόχρονα ενεργοποιεί τους υποδοχείς TRPM8, που στέλνουν σήμα ψύχους και μπορούν να μειώσουν την αίσθηση του πόνου από τον TRPV1», λέει ο Browne.
Photo credit: iStock