Όταν το κουτσομπολιό φοράει κοστούμι

Μία γερή δόση αφέλειας και πολλά «μην ασχολείσαι» κάνουν παραδοσιακά έναν αρσενικό άντρα. Όταν η αφέλεια γίνεται πονηριά και το κουτσομπολιό τρόπος ζωής, τότε γεννιέται ο άντρας Κατίνα.
Δεν έχει σημασία η ηλικία, ούτε η κοινωνική τάξη, ούτε τα πτυχία. Ο άντρας Κατίνα μπορεί να είναι τριαντάρης ή εξηντάρης, να δουλεύει στα χωράφια ή να διδάσκει σε πανεπιστήμιο, να φοράει αμπέχονο ή κολλαριστή γραβάτα, να αναλύει Φουκώ ή να επαναλαμβάνει πως «όλα είναι θέμα τύχης», να φτιάχνει business plan ή μόνο ελληνικό στο μπρίκι, να συζητά για τη βαθιά κοινωνική κρίση ή για τα οφσάιντ του κυριακάτικου ματς. Το ζήτημα δεν είναι τι λέει, αλλά γιατί το λέει, πότε το λέει, σε ποιον το λέει και κυρίως τι θέλει να προκαλέσει με αυτό που λέει.
Ο άντρας Κατίνα είναι «χαρακτήρας». Είναι στάση. Τρόπος. Ροπή. Μια φυσούνα που ρουφάει: φράσεις, βλέμματα, λεπτομέρειες, υποψίες, ανασφάλειες, κινήσεις, μικρές και μεγάλες ήττες και τα κρατάει σαν ρέστα από παλιά ταμεία, για την ώρα που θα τα χρειαστεί. Δεν παρατηρεί για να καταλάβει. Παρατηρεί για να αποθηκεύσει. Για να χρησιμοποιήσει. Έχει το χάρισμα να μαζεύει κομμάτια από τις ζωές των γύρω του, είτε για να γεμίσει τα κενά της δικής του είτε για να θολώσει τις δικές τους. Έτσι έμαθε. Να παραμονεύει. Να επεξεργάζεται. Να διασπείρει. Με τη σιγουριά του αρσενικού που κανείς δεν θα του κολλήσει τη ρετσινιά της κατινιάς, γιατί φοράει παντελόνια, καπνίζει βαριά και δεν κλαίει ποτέ.
Ο άντρας Κατίνα δεν είναι προϊόν φθοράς ή εσωτερικού ρήγματος. Δεν «έγινε», δεν «μεταλλάχθηκε», δεν παρασύρθηκε από την ανία, τον γάμο, τη ρουτίνα, τα βάσανα και την οικονομική κρίση. Δεν πρόδωσε κάτι που ήταν, ούτε απομακρύνθηκε από έναν εαυτό πιο στιβαρό, πιο «αντρίκιο», πιο σιωπηλό. Μεγάλωσε έτσι. Να κοιτάζει απ’ την κλειδαρότρυπα, να υπονομεύει, να μυρίζεται τη ρωγμή, να την καταγράφει, να την αναμασάει και να την αναπαράγει. Ο άντρας Κατίνα είναι μια ξεχωριστή κατηγορία άντρα. Πιο ύπουλος απ’ όσο δείχνει, πιο κοινός απ’ όσο νομίζεις. Και πιο επικίνδυνος από όσο μπορείς να φανταστείς.
Στις παρέες δεν στέκεται απ’ έξω. Ποτέ. Τρυπώνει στην καρδιά της κουβέντας με την επιδεξιότητα ερασιτέχνη κατασκόπου και την ικανοποίηση μικρού θεού. Πρώτα στήνει αυτί, τάχα μου αδιάφορος. Κι όταν μιλήσει, το κάνει με ύφος μυημένου που «ξέρει» πολλά και χάρη σου κάνει που τα μοιράζεται μαζί σου. «Γι’ αυτήν λέτε; Πού να ξέρατε…», «Μην το δέσετε κόμπο, αλλά κάτι πήρε τ’ αυτί μου…», «Εγώ δεν ξέρω, αλλά ακούγεται ότι…». Δεν αποκαλύπτει ποτέ πηγή. Μόνο αφήνει πίσω του την αχλή ενός φορτίου που κάποιοι «σημαντικοί» του ψιθύρισαν. Φαντασιώνεται προδοσίες, μυστικά, συμμαχίες, βλέμματα, σεξουαλικά δράματα και σκοτεινές διαδρομές, όχι γιατί συμβαίνουν, αλλά επειδή πρέπει να συμβαίνουν, για να έχει λόγο ύπαρξης και ρόλο κεντρικό. Οι φήμες είναι το εργαλείο του για να κρατιέται στη σκηνή, με τα φώτα στραμμένα επάνω του. Κατασκευάζει ιστορίες όχι για να διασκεδάσει τους γύρω του, αλλά για να τους ελέγξει. Για να υπάρχει μέσα τους ως ο μόνος που «ξέρει». Μα δεν ξέρει. Ποτέ δεν ήξερε. Κι αυτό είναι το ταλέντο του: να ντύνει την άγνοια με υπονοούμενα. Μισό χαμόγελο, μισή φράση. «Άσε, δεν είναι τώρα η ώρα. Θα σου πω άλλη στιγμή». Σαν σπόρος που τον πετάει και φεύγει. Και μέχρι να τελειώσει η κουβέντα, έχει ήδη φυτρώσει η δυσπιστία.
Ό,τι κάνει στην παρέα, το κάνει και στη δουλειά. Ίσως πιο ήσυχα αλλά πιο μεθοδικά. Είναι ευγενικός, σχεδόν διαφανής, με το σώμα στραμμένο μόνιμα προς την οθόνη και το μυαλό σταθερά απλωμένο στους γύρω του. Δεν υψώνει φωνή, δεν προκαλεί, δεν συγκρούεται. Μόνο παρατηρεί και καταγράφει, βέβαιος ότι η ιστορία δεν γράφεται από τους νικητές αλλά από εκείνους που πρόλαβαν να την πουν πρώτοι. Σου χαμογελάει στον διάδρομο, σου κρατάει την πόρτα, σε ρωτάει αν θέλεις να σου φέρει καφέ. Αλλά πίσω σου, μετράει. Τι είπες, πώς το είπες, σε ποιον το είπες. Δεν κρατάει αρχείο. Κρατάει αφήγηση. Δεν σε καταγγέλλει. Σε σκιαγραφεί. Δεν ρισκάρει, δεν προτείνει, δεν εκτίθεται. Σου κλέβει την ιδέα, τη σερβίρει μισή, τη βαφτίζει δική του. Πάντα κάτι έχει ακούσει για κάποιον, αλλά ποτέ δεν λέει από ποιον. Και πάντα φροντίζει να το ντύνει με την «αθώα» αποποίηση: «Απλώς το άκουσα. Δεν ξέρω αν ισχύει».
Μπροστά στον εκάστοτε προϊστάμενο μεταμορφώνεται. Τα χεράκια σταυρωμένα μπροστά από την κοιλίτσα, το κεφαλάκι ελαφρώς γερμένο, ένα γελάκι γλοιώδες, επιδοκιμαστικό, σφηνωμένο ανάμεσα σε φράσεις του τύπου «εσείς ξέρετε καλύτερα, γιατί είστε ο καλύτερος». Δεν φαίνεται απειλητικός. Και γι’ αυτό είναι. Όταν κάτι αρχίσει να πηγαίνει στραβά, είναι ήδη εκεί, μέσα στο πρόβλημα, με δική του εκδοχή. Όχι πρώτη, όχι καθαρή, αλλά αρκετά έγκαιρη και αρκετά θαμπή ώστε να πατήσει κάπου η καχυποψία. Και καθώς όλα γύρω σου αρχίζουν να γέρνουν, να σε κοιτούν αλλιώς, να σε παρακάμπτουν χωρίς λόγο, εκείνος κάθεται απέναντι, ατάραχος. Όχι. Δεν σε έσπρωξε ποτέ. Μόνο άνοιξε τη χαραμάδα για να πέσεις.
Ό,τι ισχύει στον φιλικό και τον εργασιακό του χώρο, ισχύει και στην προσωπική του ζωή: άλλο δείχνει, άλλο είναι. Έχει πάντα κάτι να σου πει για τη σχέση του. Τη σύντροφο, τη γυναίκα, την κοπέλα που τόσο τον ταλαιπωρεί, τόσο τον τρελαίνει, τόσο δεν τον καταλαβαίνει. Σου τα ξεφουρνίζει με εκείνο το γνώριμο ύφος του άντρα του πολλά βαρύ, που υπομένει πολλά και λέει λίγα. Που γενικά δεν μιλάει, αλλά «να, μωρέ, μου έχουν μαζευτεί». Τον ακούς και νομίζεις πως ζει έναν μικρό Γολγοθά. Ώσπου τους βλέπεις μαζί.
Και καταλαβαίνεις. Εκείνος δεν είναι ένας άνθρωπος που πιέζεται. Είναι ένας άνθρωπος που παίζει ρόλο. Μπροστά της είναι γλυκός, ήσυχος, περιποιητικός. Την αποκαλεί «ζωή μου», κουνάει το κεφάλι καταφατικά πριν καν εκείνη ολοκληρώσει τη φράση της, την κοιτάζει με βλέμμα Τζέρι Μαγκουάιρ. “You complete me, baby.” Κι όταν μένει μόνος, επιστρέφει στο ρεπερτόριο. Σου λέει για τα νεύρα της, για το πόσο έχει αλλάξει, για την άπλετη του υπομονή, πάντα με τρόπο που τον καθιστά ήρωα αντοχής. Όχι για να τον βοηθήσεις. Για να τον θαυμάσεις. Για να τον συμπονέσεις. Για να πιστέψεις πως είναι αδικημένος. Και φυσικά, άψογος.
Τελικά, τι είναι ο άντρας Κατίνα; Ένας αόρατος πρωταγωνιστής. Έξω απ’ το πλάνο, αλλά μέσα στον χορό. Αν τον έχεις στην παρέα σου, στη δουλειά σου ή στο κρεβάτι σου, και μια μέρα αρχίσουν όλα να γυρίζουν και να μπερδεύονται, αν το πράγμα αρχίσει να θυμίζει πεντοζάλη κι εσύ να νιώθεις πως σε σέρνουν χωρίς να ξέρεις πώς μπλέχτηκες, μην αναρωτηθείς τι πήγε στραβά. Δεν πήγε κάτι. Ήταν απλώς εκεί. Μην του πιάσεις κουβέντα. Μη ζητήσεις εξηγήσεις. Μην προσπαθήσεις να τον ξεγυμνώσεις με επιχειρήματα. Δεν ντρέπεται. Δεν διστάζει. Δεν αλλάζει. Δεν προβληματίζεται. Δεν συγκινείται. Κόφ’ τον. Απότομα. Με ένα «δεν με αφορά». Σαν φέτα από μπαγιάτικο ψωμί…
Photo credit: Getty Images