Τέλη δεκαετίας του ’70. Μπλε κολλαριστή ποδιά με κατάλευκο γιακαδάκι, σφιχτά κοτσίδια να τεντώνουν το δέρμα πίσω απ’ τα αυτιά, μάτια ανήσυχα με βλέμμα σοβαρό, καρφωμένο σε μια διορθωμένη κόλλα διαγωνίσματος. Η δασκάλα την αφήνει στα χέρια μου μαζί με μια φράση που δεν καταλαβαίνω ακριβώς, αλλά τη νιώθω σαν βάρος: «Από εσένα, παιδί μου, προσδοκώ να κάνεις καλύτερα γράμματα». Δεν ήξερα τι σήμαινε το ρήμα, μα ένιωσα να πέφτει στο στήθος μου σαν πέτρα, τόσο βαριά, που ο οκτάχρονος εαυτός μου αδυνατούσε να σηκώσει. Το μάθημά μου πάντως το είχα πάρει: Κάτι έπρεπε να αλλάξω για να γίνω αυτή που οι άλλοι περίμεναν να είμαι.

Διαβάστε ακόμη:  Όταν το κουτσομπολιό φοράει κοστούμι

Από τότε, το «από εσένα προσδοκώ» έγινε βαρίδι σε παραλλαγές. Μπορεί να μην το έλεγαν όλοι δυνατά, αλλά το διάβαζα στις ματιές, το μάντευα στις σιωπές, το έπιανα στις κουβέντες που τελείωναν με ένα «εσύ όμως μπορείς…». Και κάπως έτσι ξεκίνησε η σιωπηλή συμφωνία μου με τον κόσμο: θα προσπαθούσα να γίνω αυτό που περίμεναν, αρκεί να με αγαπούσαν, να με αποδέχονταν, να με παραδέχονταν. Σαν χαμαιλέοντας, έμαθα να προσαρμόζομαι στις προσδοκίες των άλλων. Κι όσο πιο καλά τα κατάφερνα, τόσο πιο σίγουροι ήταν πως μπορώ. Κι όσο πιο σίγουροι ήταν πως μπορώ, τόσο περισσότερα προσδοκούσαν. Κι όσο περισσότερα προσδοκούσαν, τόσο λιγότερο χωρούσα μέσα μου, μια σταλίτσα άνθρωπος, παγιδευμένη σε τοίχους που από παιδί πάσχιζα να σκαρφαλώσω. Μέχρι τη στιγμή που αποφάσισα να τους γκρεμίσω. Άτσαλα.

Δεν έπεσα μόνη μου. Τράβηξα κι άλλους μαζί μου στον γκρεμό, όπως γίνεται όλες τις φορές που μπροστά σου ανοίγεται το κενό κι εσύ πασχίζεις από κάπου να πιαστείς. Μαθημένη στις τόσες προσδοκίες, δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Τώρα είχε έρθει η σειρά μου: να με νιώσουν, να με σώσουν, να με καταλάβουν. Να σταθούν δίπλα μου σαν κεριά αναμμένα στο σβήσιμο του παλιού μου εαυτού, ακόμη κι αν όλα γύρω έπαιρναν φωτιά. Θα παρατούσα τη δικηγορία για να γίνω δημοσιογράφος, δεν σήκωνα αντίρρηση και όποιος διαφωνούσε έβγαινε απ’ τη ζωή μου. Θα έμενα για ένα διάστημα στον αέρα και όποιος δεν με βοηθούσε γινόταν παρελθόν. Θα έκλαιγα με αναφιλητά μπροστά σε φίλους και όποιος δεν άντεχε εξαφανιζόταν από το κάδρο. Θα μιλούσα χωρίς να φιλτράρω τα λόγια μου και όποιος ένιωθε άβολα διαγραφόταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Πολλά ονόματα σβησμένα, πολλά πρόσωπα ξεγραμμένα, χαρακτηρισμένα ως κατώτερα των προσδοκιών μου. Το θύμα είχε γίνει τιμωρός. Και οι προσδοκίες μεγάλωναν. Απέναντι στους φίλους, στη δουλειά, στην οικογένεια.

Μου πήρε χρόνια και πολλή δουλειά για να δω καθαρά. Εμένα και τους άλλους. Γρατζουνιές πολλές, άλλες επιφανειακές κι άλλες βαθιές, απ’ την προσπάθεια να φτάσω όσα προσδοκούσαν οι άλλοι από μένα. Καταρρεύσεις, άλλοτε με πάταγο κι άλλοτε αθόρυβες, κάθε φορά που οι άλλοι δεν μπόρεσαν να φτάσουν σε όσα προσδοκούσα εγώ από αυτούς. Το ίδιο βάρος, αντίθετες κατευθύνσεις. Και στη μέση, εγώ, να συνειδητοποιώ (κάλλιο αργά παρά ποτέ) πως το πιο γελοίο και το πιο επικίνδυνο παιχνίδι είναι αυτός ο αόρατος, διαρκής ανταγωνισμός προσδοκιών: αυτών που έχουν οι άλλοι από εμάς κι αυτών που έχουμε εμείς από τους άλλους.

Διαβάστε ακόμη: Ενοχλείς; Άρα είσαι στον σωστό δρόμο! 

Και η λύτρωση; Η λύτρωση έρχεται τη στιγμή που αποφασίζουμε πως δεν χρωστάμε σε κανέναν να γίνουμε αυτό που φαντάστηκε για εμάς. Κι ούτε μας χρωστά κανείς να είναι– ή να γίνει – αυτό που εμείς φαντασιωθήκαμε για εκείνον. Αυτό είναι ελευθερία. Και νοιάξιμο και αγάπη αληθινή για την πάρτη μας και για την πάρτη των άλλων. Και ντόμπρος, ξεκάθαρος λογαριασμός του τι μπορείς να δώσεις και τι να πάρεις χωρίς να περιμένουν ή να περιμένεις το κάτι παραπάνω.

Αν είναι εύκολο; Καθόλου. Θέλει κότσια και μαγκιά για να τινάξεις από πάνω σου τις προσδοκίες των άλλων, ιδίως όταν αυτοί οι άλλοι είναι άνθρωποι δικοί σου, που πραγματικά πιστεύουν πως ό,τι προσδοκούν από σένα το προσδοκούν για το καλό σου. Θέλει εσωτερική πυγμή να σπάσεις αυτό το συμβόλαιο, να αρνηθείς ευγενικά τον ρόλο, να πεις «όχι» χωρίς να απολογείσαι. Και είναι σχεδόν θεϊκό να διαθέτεις τη δύναμη να μην περιμένεις τίποτα από κανέναν. Να δέχεσαι όσα σου δίνουν με ευγνωμοσύνη, γιατί αυτά θέλουν, αυτά μπορούν, αυτά έχουν να προσφέρουν. Η λύση; Αν δεν αρέσεις, να φύγουν. Αν δεν σου αρέσουν, φεύγεις εσύ. Γιατί οι καλοί λογαριασμοί εξαρθρώνουν τις κακές προσδοκίες.

Όχι, δεν έγινα κάποια «νέα εκδοχή» του εαυτού μου. Έγινα απλώς εκείνη που ήμουν πριν αρχίσω να μικραίνω για να χωρέσω στα καλούπια των άλλων. Πριν με πείσουν πως αξίζω μόνο όταν ανταποκρίνομαι. Πριν με μάθουν να προσαρμόζομαι για να μην απογοητεύσω. Και η αληθινή απελευθέρωση δεν ήταν μόνο πως γύρισα σε εμένα. Ήταν πως, αφήνοντας πίσω τις προσδοκίες που κουβαλούσα, άφησα ελεύθερους και τους άλλους. Να είναι όπως είναι. Όχι όπως ήλπιζα, φανταζόμουν ή χρειαζόμουν. Και μέσα σε αυτό το άνοιγμα, χωρίς ρόλους, χωρίς βάρη, χωρίς οφειλές, ξαναβρήκα εκείνη που κάποτε ήμουν. Κι είναι περίεργο πόση γαλήνη έφερε αυτή η επιστροφή. Στο κοριτσάκι των 8 ετών με τα όχι και τόσο καλά γράμματα…

Photo credit: IMDb