Ευτυχώς… απέτυχα!

Η αποτυχία είναι σαν το GPS όταν πας λάθος: «Αναπροσαρμογή διαδρομής». Δεν σημαίνει «τέλος διαδρομής». Απλώς πας αλλιώς. Και καμιά φορά, πιο σωστά…
Υπάρχει μια εικόνα γροθιά στο στομάχι. Κάθε χρόνο ίδια λες και ο χρόνος έχει παγώσει. Καλοκαίρι. Μεσημέρι. Η Αθήνα ψήνεται. Παιδιά στέκονται μπροστά σε τζαμαρίες σχολείων, με τις ετυμηγορίες αναρτημένες. Κωδικοί. Αριθμοί. Μόρια. Τα κορμιά τους, όλα στην ίδια στάση: κοκαλωμένα. Μόνο τα μάτια τους κινούνται ασταμάτητα, σαν να χορεύουν πάνω στα νούμερα. Άλλα βουρκώνουν. Άλλα αστράφτουν. Κι άλλα, σαν τα δικά μου εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι του ’89, ακατάδεκτα σε βούρκωμα και λάμψη. «Μα πώς το έπαθες αυτό παιδί μου; Σε όλα να πιάσεις την κορυφή, και στην Ιστορία τον πάτο; Δύο στην Ιστορία; Μα δύο; Δύο; Θα την ξαναδώσεις.» Δεν την ξαναέδωσα. Δεν χρωστούσα εξηγήσεις στην Ιστορία της χώρας. Ήθελα να την αφήσω πίσω μου. Και να γράψω τη δική μου. Καθαρή από το μαρτύριο της παπαγαλίας, ξένη από σταμπιλαρισμένα SOS, απαλλαγμένη από τον παραλογισμό του «Μα δεν είναι ανάγκη να καταλαβαίνεις. Να θυμάσαι μόνο μη και γράψεις το νησί νησάκι γιατί θα σου κόψουν μισή μονάδα». Και έφυγα.
Διαβάστε ακόμη: Μεγάλες προσδοκίες
Πήγα στη Γαλλία. Να σπουδάσω Νομική. Με μια βαλίτσα, μία νταμιτζάνα λάδι, πέντε κούτες αφορολόγητα (παρακαλώ) τσιγάρα, μία σακούλα τραχανά, άλλη μία χυλοπίτες, δυο bonjour, ελάχιστα savoir vivre, ένα savoir faire συγκεχυμένο κι ένα συνάλλαγμα «να είσαι συνετή και μην διανοηθείς να ζητήσεις περισσότερα. Αυτά είναι τα λεφτά, κι αν πεινάσεις… τραχανά!». Τις πρώτες ημέρες μόνο κοιτούσα. Έναν άλλον κόσμο. Σαν να τον ξαναμάθαινα. Από την αρχή. Τα τρένα δεν είχαν οδηγό. Τα αυτοκίνητα σταματούσαν στις διαβάσεις για να περάσεις χωρίς φάσκελα και μπινελίκια. Τα λεωφορεία ήταν στη στάση στην ώρα τους -ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Στα σούπερ μάρκετ οι άνθρωποι ζύγιζαν μόνοι τους τα φρούτα και τα λαχανικά-κανείς δεν σκεφτόταν να «κλέψει στο ζύγι». Όλα λειτουργούσαν άψογα, σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Και κάπου εκεί, χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να παίρνω τα πρώτα μου μαθήματα. Όχι από συγγράμματα, αλλά από τη στάση ζωής των γύρω μου. Τι σημαίνει συνέπεια. Τι σημαίνει εμπιστοσύνη. Τι σημαίνει ένα σύστημα που δεν βασίζεται στον ωχαδελφισμό και την κομπίνα, αλλά στην οργάνωση και την εντιμότητα. Βρισκόμουν σε ένα άλλο σύμπαν που μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσα και πολύ γούσταρα που γινόταν και δικό μου.
Κι ύστερα, το Πανεπιστήμιο. Αλήθεια, έτσι είναι τα πανεπιστήμια; Έτσι. Σαν σάλες δεξιώσεων του νου, όπου αντί για κρυστάλλινα ποτήρια τσουγκρίζονταν επιχειρήματα κι αντί για γαλλική σαμπάνια σερβιριζόταν ελευθερία σκέψης. Αίθουσες γεμάτες φωνές αναζήτησης. Καθηγητές που δεν ανέβαιναν σε έδρες-βάθρα, αλλά κατέβαιναν στο ύψος μας. Που σε έκοβαν αν παπαγάλιζες και σε επικροτούσαν αν τους αμφισβητούσες. «Να μάθετε να έχετε σκέψη κριτική. Γιατί μόνο έτσι θα πάτε μπροστά.» Μαέστροι σε μια ζωντανή συμφωνία φοιτητών που αναζητούσαν και διεκδικούσαν το «γιατί» του κόσμου. Ήταν η πιο ήσυχη, η πιο αποφασισμένη εκδοχή ελευθερίας-εκείνης που δεν μου υποσχέθηκε ποτέ κανένα σύστημα της χαμένης πατρίδας.
Και πιο μετά οι βόλτες οι ατελείωτες στις παραδίπλα γειτονιές του Άμστερνταμ και των Βρυξελλών με δυο δραχμές στη μία τσέπη του μπουφάν και μια μπαγκέτα στην άλλη. Και τα μάτια να ανοίγουν διάπλατα μαζί με τον νου. Άλλες εικόνες, άλλες νοοτροπίες, άλλος κόσμος. Στα μικρά καφέ, στις ουρές για τα μουσεία, στα πάρκα όπου οι άνθρωποι διάβαζαν σιωπηλά, μάθαινα πως η ζωή μπορεί να κυλά χωρίς βιασύνη και ανακάλυπτα τη μαγεία της μοναχικότητας. Χωρίς να με κοιτά κανείς περίεργα, με οίκτο ή με περιέργεια, επειδή ήμουν «κορίτσι-πράμα» μόνη.
Διαβάστε ακόμη: Όσο υπάρχουν άνθρωποι (θα υπάρχουν καλοκαίρια)
Κι από το εγώ, στο εμείς. Στο ατρόμητο «εμείς» της ράτσας μας που στα ξένα μεγαλώνει με πράξεις απλές. Με το «έλα να φάμε μαζί» της Κυριακής. Με τη σακούλα με τα χειροποίητα κουλουράκια που ταξίδευε με λεωφορεία και αεροπλάνα, για να φτάσει σε κάποιον από εμάς, για όλους εμάς. Με την έγνοια για τον άλλον, τον «πατρίδα», που γινόταν φίλος, κι έπειτα αδελφός, κι έπειτα συγγενής. Και τελικά «για πάντα». Όχι επειδή είχαμε κοινό αίμα, αλλά κοινό στόχο. Και κοινό πείσμα. Πως όλα τα μπορούμε ακόμη κι αν το ελληνικό σύστημα είχε αντίθετη άποψη γι’ αυτό.
Συμπέρασμα; Η αποτυχία δεν σε χαϊδεύει. Σου κόβει τον αέρα, κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί μόνο έτσι αρχίζεις να αναπνέεις κανονικά. Ανάσα ανάσα, μέχρι τη μεγάλη πνοή. Ξέρεις τι κάνει η αποτυχία στις Πανελλαδικές; Σε ξεκουρδίζει και καλά κάνει. Σε βγάζει απ’ τον αυτόματο πιλότο που έτρεχε επί χρόνια με φροντιστήρια, τετράωρα ύπνου, περιουσίες σε ιδιαίτερα, αποστηθίσματα ανελέητα και τον αντίλαλο του «γράψαμε καλά, παιδί μου;». Σε πετάει έξω απ’ το κλουβί με τα πρέπει και σε αφήνει να κοιτάξεις λίγο τον εαυτό σου χωρίς πρόγραμμα. Και ναι. Μπορεί να πονάει, να σου κάνει μούτρα το σόι, να νιώθεις πιο κάτω από τους άλλους, αλλά ξέρεις τι άλλο κάνει; Σε σκληραγωγεί γλυκά. Σε βοηθάει να καταλάβεις ότι η ζωή δεν τελειώνει επειδή δεν μπήκες εκεί που ήθελες στα 18. Σε υποχρεώνει να σκεφτείς: «Κι αν το πάω αλλιώς;» «Κι αν κάνω κάτι που δεν είχα καν σκεφτεί;» Η αποτυχία σε βάζει στον δρόμο που δεν φαίνεται στους χάρτες. Τον δικό σου. Εκεί που δεν υπάρχει σωστό και λάθος, μόνο αλήθεια και εξέλιξη. Στο λέω εγώ. Η υποψήφια πανελλαδικών του ’89 που έφαγε τούμπα, σηκώθηκε, έφυγε, έμαθε, έζησε και σήμερα λέει ευτυχώς. Ευτυχώς που απέτυχα! Γιατί μόνο έτσι έμαθα ότι μπορώ να πετύχω όσα ποτέ δεν είχα φανταστεί…
Photo credit: Istock