Σούρουπο. Διακοπές. Σε νησί του ονείρου. Στην επιστροφή από τη θάλασσα τα παιδιά στο πίσω κάθισμα, βρεγμένα μαλλιά, πετσέτες που μύριζαν ήλιο, κόκκοι αλατιού στο δέρμα, κρίσιμα ερωτήματα «σε ποια ταβέρνα θα πάμε;», δεδομένος πόλεμος, «εγώ θέλω ψάρι», «εγώ θέλω κρέας», ένα χάος γεμάτο ζωή. Ο ήλιος έπεφτε πλάγια στο αυτοκίνητο. Χρυσαφένιος. Σχεδόν θρασύς. Έμπαινε απ’ το παράθυρο και μου χτυπούσε το πρόσωπο, ζεστός και μαλακός, σαν χάδι. Για μια στιγμή σκέφτηκα: να, έτσι μοιάζει η ευτυχία. Η κάπως αναμαλλιασμένη. Η χωρίς πόζα. Με δυνατές φωνές, απαλές μουσικές και άμμο, πολλή άμμο, στις πατούσες.

Διαβάστε ακόμη: Τι απέγινε το καλό γούστο;

Ξάφνου, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Βίαια. Σαν να ήθελε να σπάσει το στήθος μου. Τα χέρια, μούσκεμα. Τα πόδια, βαριά. Το στομάχι, πέτρα. Η όραση, θολή. Η ανάσα, κομμένη. Ο θόρυβος γύρω μου, εκκωφαντικός. Δεν ήξερα αν θα λιποθυμήσω, αν θα ουρλιάξω ή απλώς θα πέσω κάτω. Και τότε, άρχισε να μουδιάζει το κεφάλι μου. Απ’ τις δύο πλευρές. Αργά. Συμμετρικά. Σα να έσβηνε κάτι μέσα μου. Παθαίνω εγκεφαλικό, σκέφτηκα. Κοίταξα τον άντρα μου, τίποτα. Τα παιδιά, τίποτα. Όλα κυλούσαν κανονικά. Εκτός από μένα. Χαμογέλασα, όσο μπορούσα, και με μια φωνή που δεν πίστευα ότι θα βγει, είπα: «Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο. Κάτι πολύ σοβαρό μου συμβαίνει. Μάλλον παθαίνω εγκεφαλικό».

Διαβάστε ακόμη: Ευτυχώς… απέτυχα!

Στον δρόμο προς το νοσοκομείο το ραδιόφωνο χαμήλωσε. Το τραγούδι σταμάτησε. Τα παιδιά σώπασαν. Ο άντρας μου, στο τιμόνι σαν τρελός. Μπήκαμε στα επείγοντα. Φώτα φθορίου. Καρέκλες από πλαστικό. Ήχοι από ρόδες φορείων, ένα μονότονο «ο επόμενος». Ένας γιατρός με πράσινη μπλούζα και αδύνατα χέρια με πλησίασε. «Εγκεφαλικό», του είπα. Οι λέξεις έβγαιναν κοφτές, ασύντακτες, σαν τουρίστρια που παλεύει να επικοινωνήσει. «Κεφάλι μουδιασμένο. Κι από δύο πλευρές.» Χαμογέλασε ελαφρά. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι λέγοντας, σχεδόν βαριεστημένα: «Ηρεμήστε. Στα ιατρικά χρονικά δεν έχει καταγραφεί εγκεφαλικό που να μουδιάζει το κεφάλι και από τις δύο πλευρές. Αυτό που πάθατε είναι καθαρή κρίση πανικού. Σαν κάποιος να άναψε ένα σπίρτο μέσα στο σινεμά κι εσείς να ουρλιάξατε «φωτιά». Τόσο απλό. Πρέπει να περάσατε «βαρύ» χειμώνα.» Τόσο σύνθετο.

«Μα τώρα; Μα εδώ;» είπα. «Είμαι διακοπές. Δεν δουλεύω, δεν αγχώνομαι, δεν με κυνηγάει τίποτα και κανένας.» Ο γιατρός με κοίταξε ήρεμα, σαν να είχε ξαναδεί την ίδια ακριβώς απορία, στο πρόσωπο κάποιου άλλου, λίγο νωρίτερα. «Όταν χαλαρώνεις, όταν νιώθεις ασφαλής, όταν όλα δείχνουν να είναι επιτέλους στη σωστή τους θέση, ακριβώς τότε το παθαίνεις. Το σώμα πάντα ξέρει. Κι όταν δεν το ακούς, φωνάζει. Και η κρίση πανικού είναι η φωνή του ή μάλλον, η κραυγή ενός οργανισμού που δεν αντέχει άλλο να εξουθενώνεται. Είναι προειδοποίηση. Είναι κάλεσμα. Είναι ανάγκη για φροντίδα. Για χώρο. Για ανάσα. Το σώμα θυμάται. Κι όταν νιώσει πως επιτέλους του επιτρέπεται, καταρρέει. Σαν να σου λέει: τώρα μπορώ να πέσω λίγο. Τώρα που δεν με σπρώχνεις στα όριά μου. Έχω δει ανθρώπους να παραλύουν ολόκληροι από κρίση πανικού. Να μην μπορούν να μιλήσουν. Να μην μπορούν να σταθούν. Δεν είναι υστερία. Δεν είναι αδυναμία. Είναι το μέσα σας που φωνάζει πως κάτι δεν πάει καλά. Πρέπει να το δείτε. Να το ψάξετε. Να σας ακούτε. Και να σας φροντίζετε λίγο περισσότερο.»

Λίγα λεπτά αργότερα, επιστροφή στο καλοκαίρι. Και στις διακοπές. Παρέα όμως με τη συνταξιδιώτισσα «κρίση πανικού» και με μια αλήθεια που δεν μπορούσα πια να αγνοήσω. Ακολούθησαν πολλές κρίσεις πανικού. Στο αυτοκίνητο, στο σπίτι, στο γραφείο, στο σούπερ μάρκετ.

Αυτό που με βοήθησε να πάρω πίσω τον έλεγχο δεν ήταν να τις αγνοήσω. Ήταν να τις παρατηρήσω. Να τις καταγράψω. Και να μάθω πού οφείλονται και πώς παλεύονται.

Έμαθα ότι μια κρίση πανικού δεν είναι απλώς άγχος. Είναι σαν να πατιέται μέσα σου ένας συναγερμός κινδύνου, χωρίς να υπάρχει κανένας πραγματικός κίνδυνος. Είναι όταν ο εγκέφαλος μπερδεύεται και πιστεύει πως βρίσκεσαι σε θανάσιμη απειλή. Και τότε ξεκινά μια αλυσίδα σωματικών αντιδράσεων: ταχυπαλμία, ζάλη, εφίδρωση, τρέμουλο, αίσθημα πνιγμού, ένας βαθύς τρόμος πως κάτι φρικτό πρόκειται να συμβεί. Μπορεί να νιώσεις πως πεθαίνεις ή πως χάνεις το μυαλό σου. Είναι τρομακτικό. Είναι απολύτως αληθινό. Και πολύ πιο συχνό απ’ όσο νομίζουμε.

Έμαθα ότι δεν ήμουν η πρώτη. Ούτε η τελευταία. Ότι οι γυναίκες έχουμε διπλάσιες πιθανότητες να παρουσιάσουμε κρίσεις πανικού σε σχέση με τους άντρες. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Δεν έχει να κάνει με «ευαισθησία». Έχει να κάνει με βάρος. Με απαιτήσεις. Με προσδοκίες. Με το ότι ζούμε μέσα σε έναν συνεχή αγώνα ισορροπίας. Πρέπει να είμαστε δυνατές, αλλά όχι σκληρές. Περιποιημένες, αλλά όχι επιφανειακές. Στοργικές, αλλά όχι εξαντλημένες. Εργαζόμενες, αλλά και διαθέσιμες ανά πάσα ώρα και στιγμή. Πρέπει να είμαστε μητέρες, κόρες, σύζυγοι, επαγγελματίες, φίλες. Να κρατάμε πολλά πράγματα στον αέρα, χωρίς να μας πέσει τίποτα κάτω. Μέχρι να καταρρεύσουμε.

Έμαθα να καταλαβαίνω πότε έρχονται και γιατί. Όχι για να τις αποτρέψω, αλλά για να μην πανικοβληθώ μέσα στον πανικό. Να έχω δίπλα μου τρόπους να επανέρχομαι. Μικρά πράγματα που λειτουργούν σαν σωσίβια μέσα στη δίνη. Μια βαθιά κρατημένη αναπνοή κι ύστερα μικρές εκπνοές. Ένα ποτήρι νερό. Μια ματιά γύρω μου, υπενθύμιση στον εαυτό μου ότι είμαι εδώ, στο παρόν, και είμαι ασφαλής.

Έμαθα να ξεκουράζομαι. Με το ζόρι. Να κοιμάμαι καλύτερα. Με το σταγονόμετρο. Να κλέβω χρόνο για τον εαυτό μου. Με το στανιό.

Έμαθα να μη ντρέπομαι. Να λέω ότι μερικές μέρες είναι δύσκολες, χωρίς να αισθάνομαι λιγότερο ικανή. Ούτε λιγότερο επαγγελματίας. Ούτε λιγότερο γυναίκα, επειδή δεν είμαι άθραυστη.

Έμαθα ότι κάθε φορά που λέω «φτάνει», κάθε φορά που σταματάω, κάθε φορά που με ακούω, γίνομαι πιο δυνατή. Πιο αληθινή. Πιο ελεύθερη. Γιατί τελικά, δεν είναι ντροπή να παθαίνεις κρίση πανικού. Η πραγματική ντροπή είναι να μην ακούς, όταν μέσα σου κάτι βρυχάται «αλλιώς παίζεται η ζωή…»