Τα κουβαδάκια σας και… στη Νορβηγία!

Αν τα παιδιά και τα κουβαδάκια τους σε ταράζουν, οι ρακέτες σε τραντάζουν και οι μουσικές σε κουράζουν, η λύση είναι αλλού. Και μαζί της, οι διακοπές σου.
Τώρα τελευταία πέφτω συχνά επάνω τους. Άθελά μου. Πώς ενώ περπατάς αμέριμνη στο δρόμο κι ορεξάτη και χαμογελαστή και ζαβλακωμένη από τη ζέστη σκας πάνω σε κολώνα και βλέπεις τον ουρανό σφοντύλι; Κάπως έτσι συμβαίνει και με αυτά τα όντα που σαν σηματοδότες με το κόκκινο πάντα αναμμένο και το μούτρο σταθερά μουτσουνιασμένο αυξάνονται και πληθύνονται.
Πότε; Τότε που το πράσινο βγάζει στην κυκλοφορία το καλοκαίρι μας και το πορτοκαλί σηματοδοτεί τον ήλιο μας τον δυνατό. Στις διακοπές μας λοιπόν. Στην πιο γερή μας άγκυρα στη δίνη του χειμώνα. Μοιάζουν με τσούχτρες θαμμένες στην άμμο, με επίμονα περιφερόμενες σφήκες γύρω γύρω από δροσερό κοκτέιλ. Δεν σου κάνουν απαραιτήτως ζημιά αλλά ενοχλούν. Πολύ. Είναι αυτοί που, ενώ εσύ παλεύεις να βουτήξεις στο ελληνικό καλοκαίρι με την ανεμελιά που του αναλογεί, στέκονται στο πλάι με βλέμμα επιτηρητή και περιμένουν. Τι; Να βρουν κάτι να τους ενοχλήσει. Και πάντα βρίσκουν.
Δεν μπορούν, λέει, τα παιδιά. Όχι όλα τα παιδιά. Τα ελληνάκια. Τα κακομαθημένα αυτά πλάσματα που δεν έχουν τρόπους, δεν έχουν μέτρο, δεν έχουν αγωγή. Αλήθεια, ποιοι γονείς τα μεγάλωσαν; Και γιατί τα γαλλάκια δεν τσιρίζουν έτσι; Και γιατί τα σουηδάκια δεν είναι κολλημένα στο κινητό; Και γιατί τα γερμανάκια διαβάζουν στην παραλία Χέρμαν Έσσε και «Οδηγό επιβίωσης στις Κυκλάδες» με υπογραμμίσεις; Εσύ τους ακούς αλλά δεν μιλάς. Γιατί αν μιλήσεις, θα τσιτώσεις. Κι αν τσιτώσεις, θα τσακωθείς. Κι αν τσακωθείς, θα τους κάνεις χάρη μεγάλη. Γι’ αυτό απενεργοποιείς κάθε αντίσταση στη βλακεία και, μέρες που είναι, βυθίζεσαι μέσα της μπας κι ανακαλύψεις τον πάτο της.
Μάταια.
Γιατί δεν είναι μόνο τα παιδιά που τους ταράζουν. Τους ανταριάζει και κάθε είδους παιχνίδι. Από το βόλεϊ στα ρηχά μέχρι τη ρακέτα στην άκρη της παραλίας. Τι δεν καταλαβαίνεις. Δεν είναι δυνατόν, χρυσό μου, να πάει να μπει η άλλη στη θάλασσα με βηματισμό ενενηντάχρονης λες και διασχίζει ναρκοπέδιο κι εσένα να σου ξεφύγει η πάσα και να την πιτσιλίσεις με θαλασσινό νερό. Θα πουντιάσει η γυναίκα. Θα την πειράξει η αρμύρα. Ούτε το τίκι τάκα της ρακέτας σου μπορεί να ακούει ο monsieur της διπλανής ξαπλώστρας.
Μόνο το δικό του έχει μάθει να αντέχει, ο άνθρωπος. Και η μουσική; Πού τη βάζεις τη μουσική; Μόνο οι τζίτζικες επιτρέπεται να ακούγονται, άντε και καμία μελωδία από φλάουτο σε ντο ματζόρε. Όχι ρυθμός. Όχι παλμός. Όχι ένταση. Όχι λόγια και λικνίσματα. Πήγαινε στη disco κυρά μου. Εδώ ήρθαμε για να χαλαρώσουμε. Να κουμπώσουμε το νευρικό μας σύστημα. Και πάρε από εδώ και την ομπρέλα σου, γιατί μπορεί να την πάρει ο αέρας και να βγάλει κανένα μάτι, και τα ταπεράκια με τους κεφτέδες πάρε, n’est pas sic, και τα κουβαδάκια σου, και σ’ άλλη παραλία.
Αλήθεια, και με συμπάθεια πολύ, για την αβυσσαλέα σας γκρίνια. Αν δεν τα αντέχετε όλα αυτά, αν σας κουράζουν, αν σας εκνευρίζουν, αν νιώθετε πως σας στερούν την ποιότητα των διακοπών σας και τη θερινή σας νιρβάνα, υπάρχει μια πολύ κομψή, σχεδόν μεταξωτή λύση. Γιατί δεν κλείνετε διακοπές στη Νορβηγία, στη Σουηδία ή, ξέρω ‘γω, στη Φινλανδία; Όχι, αλήθεια. Για καλό σας το λέω. Πηγαίνετε. Είναι καθαρά, ήσυχα, πειθαρχημένα. Το πιο δυνατό που θα ακούσετε είναι ο παφλασμός του φιόρδ και το ψιθύρισμα ταράνδου. Δεν θα παίζουν ρακέτες, δεν θα ακούγονται γέλια και φωνές, δεν θα τρέχουν παιδιά με παγωτά στα χέρια, δεν θα μυρίζει κεφτές, ούτε αντηλιακό καρύδα, ούτε καρπούζι που μαζεύει σαν τον διάολο μέλισσες, μπάμπουρες και σφήκες. Κανείς δεν θα ανοίξει ομπρέλα δίπλα σας, κανείς δεν θα πατήσει την πετσέτα σας με βρεγμένο πόδι, κανείς δεν θα σας μιλήσει. Βουτηγμένοι στο απόλυτο γκρι, θα πίνετε φιλτραρισμένο νερό, θα διαβάζετε κάποιον Σκανδιναβό νουάρ συγγραφέα με το όνομα Μπγιορν ή Λαρς, ο ήλιος θα δύει στις τέσσερις το απόγευμα και το μόνο που θα τσιρίζει θα είναι ο εσωτερικός σας μονόλογος. Εκεί θα βρείτε την ηρεμία σας. Τη συμμετρία σας. Την απόλυτη ευτυχία σας. Και για εσάς και για εμάς.
Γιατί το ελληνικό καλοκαίρι, αγαπητά μου όντα, ήταν, είναι και θα είναι πάντα το ίδιο.
Με τη μάνα που φωνάζει «Αντρέα, μην κάνεις βουτιές από τόσο ψηλά!». Με τον σκύλο που βουτάει, κάνοντας το νερό να σηκώνεται σε κύματα, σαν να ’ναι Καραϊβική. Με τα παιδιά που χτίζουν κάστρα με τέτοιο πάθος, που σε αναγκάζουν να κάνεις οχτάρια για να μην τα πατήσεις. Με τους κεφτέδες που μυρίζουν απ’ το τάπερ, κι εσύ νιώθεις ξανά πεντάχρονο, με την πετσέτα τυλιγμένη γύρω σου κι εκείνη τη φέτα καρπούζι στο χέρι.
Είναι οι ρακέτες που χτυπούν με το χαρακτηριστικό τικ-τακ και παίζουν δύο τύποι που δεν ξέρεις, αλλά θέλεις να κερδίσει ο πιο ιδρωμένος. Είναι η μουσική που έρχεται από την παρέα πιο κάτω, που ναι, ηχεί λίγο δυνατά, αλλά για μισό λεπτό, έλα τώρα… δεν σ’ έπιασε ένα μικρό ρυθμικό τίναγμα στο πόδι; Με λίγα λόγια, δεν είναι το καλοκαίρι μας που σας φταίει. Είστε εσείς που δεν καταφέρατε να του μοιάσετε.
Photo credit: Getty Images