Ευτυχώς που δεν γεννήθηκα πλούσια…

Αν ήμουν πλούσια θα βαριόμουν θανάσιμα. Όλα λυμένα. Όλα δεδομένα. Μια ζωή στρωμένο κρεβάτι, στρωμένο τραπέζι, στρωμένη δουλειά, στρωμένο αύριο. Χωρίς τσάκιση. Χωρίς ανατροπή.
«Καλά, είσαι στην Πόλη και δεν έχεις πάει στο Νισάντασι;» Η ερώτηση έπεσε σαν κατηγορώ, μαζί με την κοφτή ετυμηγορία: «τίποτα δεν έχεις δει». Σαν να πήγα στο Κάιρο και να αγνόησα τις Πυραμίδες. Σαν να κατέβηκα στη Βενετία και να μην μπήκα σε γόνδολα. Σαν να βρέθηκα στο Ρίο και να μην είδα τον Χριστό Λυτρωτή. «Δεν γίνεται, παιδάκι μου, να μην έχεις δει αυτή την πλευρά της Πόλης. Οι βιτρίνες λαμποκοπούν, οι δρόμοι αστράφτουν, τα καφέ μοσχοβολούν και η περατζάδα θυμίζει μισό Παρίσι και μισό Μιλάνο. Θα ξετρελαθείς…» Πήγα και είδα. Μπουτίκ σε στοίχους από γυαλί, τσάντες φυλαγμένες σε προθήκες σαν έργα τέχνης, σερβιτόρους με ποδιές κολλαριστές να σερβίρουν τούρκικο σαν να κουβαλούσαν κειμήλια, κυρίες με βήμα πασαρέλας και βλέμμα καρφωμένο στο κινητό, τετρακίνητα εκθέματα μουσείου και μια απόκοσμη σιωπή. Δεν ξετρελάθηκα. Ξεπατώθηκα από τις ανηφόρες, ξεθεώθηκα στο signé, ξεπαραδιάστηκα και ξεκουμπίστηκα, γλιστρώντας σε κατηφόρα που με έβγαλε στο Μπεσίκτας, εκεί όπου η πόλη ξαναγίνεται θάλασσα, γλάροι, balık ekmek, μυρωδιά από μπαχάρι και φωνές από καφενεία που σε βαφτίζουν μπατζανάκ και καρντέσιμ. Και κάπου εκεί, σε μια άκρη του Βοσπόρου, πάνω από ένα φλυτζάνι τσάι, ευχαρίστησα τον Θεό που δεν με έκανε πλούσια.
Διαβάστε ακόμη: Κρίση πανικού είναι, θα περάσει…
Αν ήμουν πλούσια δεν θα είχα τρυπώσει τόσο βαθιά σε γειτονιές του κόσμου. Δεν θα με είχε ρωτήσει ποτέ κανείς «πεινάς;», «διψάς;», «χάθηκες;», «κάτσε να σε κεράσω». Δεν θα παζάρευα τη γοητεία της έκπληξης. Δεν θα είχα χορέψει ξυπόλυτη σε γάμο αγνώστων. Δεν θα είχα πιει ρακί με ταξιτζή που ορκιζόταν ότι είμαστε ξαδέρφια. Δεν θα είχα τραγουδήσει σε πλατεία κατάμεστη από κόσμο που χειροκροτούσε την παραφωνία μου. Δεν θα είχα χαθεί σε λαβύρινθο παζαριού. Δεν θα είχα φίλους που μέχρι χθες ήταν άγνωστοι και σήμερα με φωνάζουν «αδερφή». Όλα τα χρώματα θα σβήνονταν μπροστά στο φως του χρυσού∙ με την πλάτη γυρισμένη σε ουράνια τόξα.
Αν ήμουν πλούσια δεν θα γευόμουν τη μαγεία του αδύνατου που γίνεται δυνατό. Δεν θα είχα μάθει πως η αδυναμία, αν τη ζορίσεις, γίνεται δύναμη. Ενίοτε και παντοδυναμία. Δεν θα είχα περπατήσει χιλιόμετρα για μια στάση που με πήγε πιο μακριά απ’ όσο ήθελα. Δεν θα είχα δει δρόμους να ξεδιπλώνονται σαν χάρτες. Πρόσωπα να αναδύονται από το πουθενά και να με αλλάζουν. Δεν θα είχα μάθει ότι όσο περπατάς, τόσο πλησιάζεις. Στον στόχο. Στον εαυτό σου. Δεν θα ήξερα ότι οι ιδέες σε βγάζουν σε λεωφόρους και το πείσμα σε σπρώχνει πιο μακριά απ’ όσο αντέχεις. Δεν θα είχα νιώσει την καρδιά να χτυπά σαν τύμπανο. Μόνο και μόνο επειδή τα κατάφερα.
Αν ήμουν πλούσια ίσως να μην ήξερα να ξεχωρίζω τους ανθρώπους. Θα φοβόμουν ποιος κάθεται δίπλα μου από αγάπη και ποιος από συμφέρον. Δεν θα είχα κλάψει με ιστορίες αληθινές. Ούτε θα είχα γελάσει μέχρι δακρύων με παρέες από το πουθενά. Δεν θα είχα νιώσει χέρι να με σηκώνει χωρίς να περιμένει, κάπου, κάπως, κάποτε, κάποιο αντάλλαγμα. Δεν θα είχα μοιραστεί το τελευταίο κομμάτι ψωμί όταν ξέμενα από συνάλλαγμα. Αλήθεια, πόσο ωραία γεύση είχε εκείνο το κομμάτι ψωμί. Δεν θα είχα βρεθεί σε τραπέζι αγνώστων που έγιναν οικογένεια μέσα σε ένα βράδυ. Δεν θα είχα στριμωχτεί σε καναπέ τριών ατόμων με έξι κορμιά να μπλέκονται σε ένα. Ούτε θα είχα νιώσει την αγάπη όλη να χωράει σε ξένο μπουφάν που απλώθηκε πάνω μου για να μην κρυώσω.
Αν ήμουν πλούσια δεν θα είχα μάθει να εκτιμώ. Το ξεχασμένο εικοσάρικο στην τσέπη του μπουφάν που έμοιαζε με τα σμαράγδια των Ίνκας. Το τσιγάρο που μου πρόσφερε κάποιος άγνωστος. Την τσάντα την καλή που «πλήρωσα» με έναν μήνα φακές και τραχανά. Το κομμένο ρεύμα που άναψε κεριά και άνοιξε κρασιά σε φοιτητικό τραπέζι. Το τελευταίο κομμάτι πίτσας που κόπηκε στα τέσσερα για να χορτάσουμε όλοι. Το εισιτήριο που ακυρώθηκε λάθος και με άφησε να περπατήσω μια πόλη που αλλιώς δεν θα γνώριζα ποτέ.
Διαβάστε ακόμη: Όταν το κουτσομπολιό φοράει κοστούμι
Αν ήμουν πλούσια δεν θα ήξερα πως τα στραβά είναι που σε βγάζουν απ’ τη μονοτονία. Ούτε ότι αυτά γίνονται οι πιο δυνατές μνήμες, που μόνο χαμόγελο φέρνουν στα χείλη. Θυμάσαι που μετράγαμε και πάντα έλειπε το τελευταίο κέρμα; Θυμάσαι τον ξενώνα με τους δέκα σε ένα δωμάτιο, να ροχαλίζουν και να γελάνε γύρω μας; Θυμάσαι το νιπτήρα με το παγωμένο νερό που έγινε αναγέννηση; Τη φορά που χαθήκαμε σε ξένη χώρα με άδεια τσέπη; Το τρένο που μύριζε ιδρώτα και ελευθερία μαζί; Το παλιοαμάξι που έσβησε στη μέση του πουθενά και το ωτοστόπ που μας έκανε φίλους; Το τακούνι που έσπασε στη μέση του δρόμου και περπατούσα ξυπόλυτη; Το μπουκάλι κρασί που γύριζε χέρι με χέρι σαν κύπελλο νίκης; Το χαρτονόμισμα που βρήκα στο δρόμο και έμοιαζε με θαύμα; Εκείνο το ίδιο κόκκινο φόρεμα που μεταμορφώθηκε σε τρία διαφορετικά πάρτι; Εκείνες τις βόλτες χωρίς προορισμό που γίνονταν περιπέτειες; Αυτά. Αυτά μένουν.
Αν ήμουν πλούσια θα βαριόμουν θανάσιμα. Όλα λυμένα. Όλα δεδομένα. Μια ζωή στρωμένο κρεβάτι, στρωμένο τραπέζι, στρωμένη δουλειά, στρωμένο αύριο. Χωρίς τσάκιση. Χωρίς ανατροπή. Χωρίς πόντο. Χωρίς καρδιοχτύπι. Ταξίδι χωρίς αναταράξεις. Διαδρομή δίχως παλμό. Εγώ στο λέω. Στο Νισάντασι δεν θα με ξαναδείς. Στο Καπαλί Τσαρσί ψάξε με, αν θες. Να κάνω παζάρια για εκείνη τη μεταξωτή εσάρπα με κεντημένη επάνω της τη λέξη «ευτυχία»…
Photo credit: @thewhitelotus/Instagram