Ίδια η μάνα σου έγινες!

Ποτέ δεν συνειδητοποιείς όλα αυτά που σε καθορίζουν ώσπου να κόψεις ταχύτητα και να κοιτάξεις καλύτερα πίσω σου…
«Τι στο καλό κάνετε εκεί; Άμα σας πιάσω, θα σας σκίσω!» Φωνή απελπισίας, τόνος υστερικός, βλέμμα κεραυνοβολημένο, φράση κλεμμένη. Στη μία άκρη του σαλονιού εγώ, με το ένα χέρι στη μέση και στο άλλο το βετέξ, στην άλλη, εκείνα με σάντουιτς που στάζει κέτσαπ και μαγιονέζα σε πάτωμα και μαξιλάρια. Ο γιος μου το «σκουπίζει» με το χέρι χαρίζοντας μια λαδωμένη πινελιά στον λευκό καναπέ, η κόρη μου «παρκετάρει» με το πόδι την κόκκινη σάλτσα κι εγώ, μετατρέπομαι σ’ εκείνη που έπαιρνα όρκο βαρύ ότι δεν θα έμοιαζα ποτέ: τη μάνα μου. «Πόσες φορές σας έχω πει ότι δεν τρώμε σαν ζώα; Πόσες φορές πρέπει να σας πω πως, όταν τρώμε, παίρνουμε πιάτο; Μέσα γρήγορα, να μη σας βλέπω!»
Διαβάστε ακόμη: Κρίση πανικού είναι, θα περάσει…
Ασυναίσθητα, το βλέμμα μου συναντά το είδωλό μου, αποτυπωμένο καθαρά στη μεγάλη τζαμαρία του σαλονιού. Όχι. Δεν είμαι εγώ αυτή. Δεν μπορεί να είμαι εγώ αυτή. Αυτή η στάση, με τη βρεγμένη πατσαβούρα στο χέρι, είναι της μάνας μου. Και αυτά τα φλογισμένα μάτια, της μάνας μου είναι. Και τα νεύρα, δικά της είναι. Και οι νουθεσίες, και οι υστερίες, και τα καθαρά καλύμματα, και τα αστραφτερά τζάμια, και τα τριζάτα πατώματα, και τα πάλλευκα ντουβάρια, ολόδικά της είναι κι αυτά. Απαλείφω με κηλίδες σάλτσας το παράπονο ότι δεν κατάφερα να γίνω μια άλλη, κάθομαι οκλαδόν στο πάτωμα που κολλάει και, γεμάτη τύψεις, αναπολώ την ιδανική μάνα, έτσι όπως φάνταζε στην εφηβική μου ματιά: σπίτι ακατάστατο, γεμάτο μουσικές. Και φίλοι, και συγγενείς, και παιδιά με πασαλειμμένα μουτράκια από σάλτσα κοκκινιστού και σοκολατένιο σιρόπι. Στη μέση στέκει εκείνη. Η μαμά-φαντασίωση. Ήρεμη, προστατευτική, περιποιητική και, πάνω απ’ όλα, χαμογελαστή. Μυρίζει κολόνια λεμόνι και κάθε τόσο σηκώνει ψηλά ένα ποτήρι, πίνοντας στην υγειά των άλλων. Δεν ανησυχεί αν λερώθηκε το πάτωμα, δεν χολοσκάει αν λέκιασε ο καναπές, δεν έχει την παραμικρή σκασίλα αν το σπίτι φέρνει σε αχούρι. Η τάξη της βασιλεύει μέσα στην αταξία των άλλων και η ηρεμία της, μέσα στη δική τους άναρχη ευτυχία.
Σε λίγο, οι εικόνες διαλύονται και στ’ αυτιά μου ηχεί μια φωνή. Η φωνή των μόλις 18 μου Μαΐων: «Αμάν ρε μαμά! Μ’ έχεις πρήξει πια μ’ αυτό το “σβήσε τα φώτα”. Τα δικά μου παιδιά θα μεγαλώσουν σ’ ένα σπίτι που τα φώτα δεν θα σβήνουν ποτέ! Και με το “κλείσε επιτέλους τη ρημάδα τη βρύση”, μ’ έχεις πρήξει! Στα δικά μου παιδιά, πισίνα θα την κάνω κάθε μέρα τη ρημαδομπανιέρα! Και στο σπίτι μου θα μπαίνουν μόνο παππούδες ζαλισμένοι από το cognac κι ακατάστατες γιαγιάδες που θα τους κάνουν όλα τα χατίρια! Και θα τα αφήνω να ανεβαίνουν με τα παπούτσια στους καναπέδες, και να χοροπηδάνε στα κρεβάτια, και να έχουν τη μουσική στη διαπασών και να κάνουν ό,τι γουστάρουν! Α! Και τα δικά μου παιδιά δεν θα πάνε στα ψωνάτα σχολεία που με στείλατε, δεν θα μάθουν με το στανιό ξένες γλώσσες, ούτε θα λιώσουν στα φροντιστήρια. Τα δικά μου παιδιά θα κάνουν παρέα με όποιον γουστάρουν, θα γυρνάνε σπίτι ό,τι ώρα τους καπνίσει, δεν θα γίνουν γιατροί, ούτε δικηγόροι. Και στο τσακίρ κέφι θα σπάνε και τα κολονάτα ποτήρια που ποτέ δεν μ’ άφηνες ν’ αγγίξω. Τ’ ακούς, μαμά; Έτσι θα μεγαλώσουν τα δικά μου παιδιά…».
Διαβάστε ακόμη: Ευτυχώς που δεν γεννήθηκα πλούσια…
Κομπλάρω. Σβήνω εικόνες και φωνές, μη και τις δουν ή τις ακούσουν τα δικά μου παιδιά, και με τα πόδια ακόμη κολλημένα στο λεκιασμένο παρκέ σκέφτομαι πως έτσι είναι η ζωή: ποτέ δεν συνειδητοποιείς όλα αυτά που σε καθορίζουν, ώσπου να κόψεις ταχύτητα και να κοιτάξεις καλύτερα πίσω σου. Κι αυτό που μας καθορίζει, όσο τίποτε άλλο σ’ αυτή τη ζωή, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι η μάνα μας. Κι ας επαναστατούμε, κι ας κοντράρουμε, κι ας μην καταλαβαίνουμε πως όσο περισσότερο διαφορετικές ορκιζόμαστε ότι θα γίνουμε από εκείνη, τόσο περισσότερο της μοιάζουμε.
Κι εκεί, μέσα σ’ αυτή τη γλυκόπικρη διαπίστωση, βρίσκω τελικά τη συμφιλίωση. Δεν είμαι η μάνα που ονειρεύτηκα στα δεκαοχτώ μου, η ατίθαση εκείνη φιγούρα με τα ανοιχτά φώτα και τις αστείρευτες αν(τ)οχές. Είμαι η μάνα που βγήκε μέσα από τις ρυτίδες, τις φωνές και τις τρυφερές αγκαλιές της δικής μου μάνας. Κουβαλώ τα λάθη της, τις εμμονές της αλλά και τις απέραντες δυνάμεις της· είμαι το αντίγραφο που με το ζόρι παραδέχομαι, κι όμως εκείνο που με ορίζει πιο αυθεντικά απ’ όλα. Γιατί μέσα στα «μη» και στα «πρέπει» της έκρυβε μιαν αφοσίωση που σήμερα διαβάζω πλέον διαφορετικά· σαν βιβλίο που πιάνεις το νόημα στη δεύτερη ανάγνωση. Και τώρα, στα δικά μου παιδιά, υπάρχει το ίδιο ακριβώς αποτύπωμα: μια αγάπη άγρια, ακατέργαστη, που μοιάζει με επίπληξη αλλά στην ουσία είναι η πιο δυνατή αγκαλιά. Ξέρω ήδη· στα δικά τους δεκαοχτώ θα ορκιστούν πως ποτέ δεν θα μου μοιάσουν. Μα ποιος ξέρει; Ίσως στο βάθος της ψυχής τους να κουβαλούν την ίδια κληρονομιά: τη γλύκα και το βάρος του να πουν κάποτε, με δισταγμό αλλά και με περηφάνια – «Σαν τη μάνα μου έγινα».
Photo credit: @goldiehawn/Instagram