Ξαπλωμένη στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, παίζω στα χέρια μου νευρικά ένα μαύρο λαστιχάκι. Το τυλίγω τόσο βαθιά από δάχτυλο σε δάχτυλο, που το αίμα κόβεται σε σημεία που σταδιακά μουδιάζουν. Μ’ αρέσει αυτό το μούδιασμα• μοιάζει μ’ εκείνο της ψυχής μου. Εικοσιεννιά ετών κορίτσι «σαν τα κρύα τα νερά», ολάκερο μουδιασμένο από τον λάθος γάμο, τη λάθος ώρα, με τον λάθος άνθρωπο.

Διαβάστε ακόμη: Έχεις θέμα; Μη ρωτάς το ΑΙ…

Έχω τα μάτια μου κλειστά• τίποτα και κανέναν δεν θέλω να βλέπω, ούτε ν’ ακούω θέλω• πόσο μάλλον τον τύπο απέναντί μου που ανασκαλεύει χειρουργικά μνήμες ενταφιασμένες. «Μιλήστε μου για τη σχέση σας με τον πατέρα σας. Πώς ήταν;» Περνάω το λάστιχο ακόμη μία γύρα σε δάχτυλο που, από την πίεση, δεν νιώθω πια. «Δεν θυμάμαι.» «Προσπαθήστε.» «Έπρεπε πάντα να είμαι πρώτη. Να προσπαθώ. Να παλεύω. Να αποδεικνύω. Μετά δεν ξέρω… Φύγαμε. Έφυγε. Χαθήκαμε…» Με μία κίνηση τραβάει το λάστιχο από τα χέρια μου• αντανακλαστικά τα μάτια μου ανοίγουν, με κοιτάζει κατάματα: «Για να προχωρήσουμε, θέλω να θυμάστε κάτι. Εκατό ομοιώματα του συζύγου σας να έβαζα τώρα μπροστά σας, και τα 99 να ήταν οι καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου, εσείς θα διαλέγατε το ένα που θα ήταν ικανό να σας πληγώσει…» «Τι σας χρωστάω;» «Να σκεφτείτε καλά αν θέλετε να ξαναμιλήσουμε…»

Διαβάστε ακόμη: Μήπως το vintage είναι το νέο αβάν-γκαρντ;

Ξαναμιλήσαμε. Τόσες φορές, όσες χρειάστηκε για να χαλαρώσει το λάστιχο από το χέρι. Σε εκείνες τις κουβέντες, τις πάντα με σκοτάδι μέσα κι έξω, έμαθα πως η πρώτη βαθιά υπαρξιακή μας σχέση, εκείνη με τους γονείς μας, μας φοράει κάτι μεγάλα γυαλιά. Όλοι, μα όλοι, βλέπουμε το «ιδανικό» ταίρι μέσα από αυτά τα γυαλιά. Οι φακοί τους όμως δεν έχουν για όλους το ίδιο χρώμα. Άλλοι μεγαλώνουν με φακούς ανοιχτόχρωμους, καθαρούς, που δείχνουν τον κόσμο ασφαλή• εκείνοι έμαθαν πως η αγάπη είναι σταθερή, ότι μπορείς να στηριχτείς πάνω της. Άλλοι μεγαλώνουν κοιτάζοντας τον κόσμο μέσα από σκουρόχρωμους, θολούς φακούς, γεμάτους χαρακιές. Εκείνοι, όπως εγώ, έμαθαν πως η αγάπη έρχεται και φεύγει, πως πρέπει να αποδεικνύεις ότι την αξίζεις, να την κερδίζεις ξανά και ξανά.

Έμαθα ακόμη για τον αόρατο κύκλο που μας τραβά πίσω χωρίς να το συνειδητοποιούμε• τον λένε επαναληπτικό καταναγκασμό. Είναι σαν βελόνα σε δίσκο που γρατζουνάει πάντα στο ίδιο σημείο• κι όσα τραγούδια κι αν αλλάξεις, η βελόνα θα μένει κολλημένη εκεί.

Αν κάποτε, παιδί, φοβήθηκες την εγκατάλειψη, θα ψάχνεις εραστές που φεύγουν. Αν έμαθες πως δεν αξίζεις, θα διαλέγεις πρόσωπα που σε υποτιμούν.

Αν μεγάλωσες σε σπίτι που οι φωνές ανέβαιναν σαν κύματα, θα βρίσκεις ανθρώπους που εκρήγνυνται με την ίδια ένταση. Αν διδάχτηκες ότι για να σε αγαπήσουν πρέπει να θυσιάζεις τον εαυτό σου, θα έλκεσαι από εκείνους που απαιτούν διαρκώς περισσότερα. Δεν φταις εσύ• αυτά είχες μάθει πως σημαίνει δέσιμο. Ούτε ο «λάθος άνθρωπος» φταίει, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει λάθος άνθρωπος• υπάρχει μόνο λάθος τρόπος που μάθαμε για πρώτη φορά την αγάπη.

Κι εδώ κρύβεται το πιο ύπουλο κομμάτι για εμάς με τα θολά, σκουρόχρωμα γυαλιά. Γιατί, ακόμη κι αν σταθεί μπροστά μας ένας άνθρωπος καλός, ανοιχτός, διαθέσιμος, τα μάτια θα στραφούν αλλού, σ’ εκείνον που θυμίζει την πρώτη μορφή στοργής: αβέβαιη, απρόσιτη, μισή. Όταν έχεις γνωρίσει το δέσιμο μέσα από την έλλειψη, η πληρότητα σε τρομάζει. Όταν έχεις μάθει να αρκείσαι στο λίγο, το πολύ μοιάζει ύποπτο. Όταν έχεις παλέψει για μια στάλα ζεστασιά, αμφιβάλλεις για εκείνον που σου την προσφέρει ολόκληρη. Κι έτσι, ακόμη κι αν κάποιος σταθεί δίπλα σου με καλοσύνη, αν δεν σε μειώνει, δεν σε ζυγίζει, δεν σε απειλεί με το φευγιό του, μέσα σου κάτι σφίγγεται.

Δεν νιώθεις οικειότητα• νιώθεις κάτι ξένο, σχεδόν ανυπόφορα βαρετό. Είναι σαν να προσπαθείς να ακούσεις μουσική σε άλλη γλώσσα. Οι στίχοι ξεφεύγουν, ο ρυθμός σε μπερδεύει. Και τότε ακολουθείς το γνώριμο μονοπάτι• υποχωρείς και επιστρέφεις εκεί απ’ όπου ξεκίνησες. Σ’ εκείνον που μπορεί να σε πληγώσει. Γιατί αυτόν γνωρίζεις ως πρότυπο αγάπης• αυτός ταιριάζει στο βιβλίο που κουβαλάς από παιδί.

Τελευταία συνεδρία. Κορίτσι «σαν τα κρύα τα νερά», ετών 29. «Μπορεί το βιβλίο αυτό να ξαναγραφτεί;» «Μπορεί.» Δεν ήταν εύκολο• υπήρχαν στιγμές που η πένα μου βάραινε, το παρελθόν αντιστεκόταν, το λαστιχάκι ξανάσφιγγε γύρω απ’ τα δάχτυλά μου. Όμως γίνεται. Όμως έγινε. Ο φαύλος κύκλος του λάθος ανθρώπου άρχισε να σπάει τη στιγμή που άντεξα να γυρίσω πίσω, να πάρω από το χέρι εκείνο το παιδί μέσα μου και να του μάθω το έργο αλλιώς. Όταν, αντί για το γνώριμο χάος, διάλεξα να μείνω στην ησυχία που με τρόμαζε.

Όταν σταμάτησα να τρέχω πίσω απ’ αυτόν που απομακρυνόταν. Όταν δεν έσκυψα ξανά μπροστά σε εκείνον που απαιτούσε. Όταν έπαψα να ψάχνω την αξία μου στα μάτια των άλλων. Όταν αναγνώρισα τον εαυτό μου και, μαζί του, τον τρόπο που αξίζω να αγαπιέμαι.

Κι εκεί, κάπου ανάμεσα σε σιωπές και σπασμένα κομμάτια, κάτι άλλαξε• οι σωστοί άνθρωποι άρχισαν να μου αποκαλύπτονται ως δια μαγείας. Τώρα, καμιά φορά, πιάνω ξανά στα χέρια μου εκείνο το μαύρο λαστιχάκι• όχι για να το τυλίξω γύρω απ’ τα δάχτυλά μου, μα για να θυμηθώ πως κάποτε με κρατούσε δεμένη. Το αφήνω να γλιστρήσει απ’ τα χέρια μου και να πέσει στο πάτωμα• μικρός, ανεπαίσθητος ήχος ελευθερίας. Και αληθινής αγάπης.