Πώς καταλαβαίνεις ότι (παρα)μεγάλωσες;
Δεν έχει κουδούνισμα, ούτε ειδοποίηση στο κινητό. Κάποια μέρα απλώς συνειδητοποιείς πως το Σάββατο προτιμάς το κρεβάτι σου από τα μπουζούκια και πως η ευτυχία μπορεί να μυρίζει μαλακτικό…
Δεν ξέρω πότε ακριβώς συνέβη. Δεν ήταν ο πληθυντικός ευγενείας της νεαράς στο γραφείο. «Καλημέρα σας, κυρία… Ρομίνα μου». Ούτε η τούρτα γενεθλίων που αγκομαχούσε από τα κεριά. Ούτε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας που αναζητούσα πανικόβλητη στην τσάντα, πριν τα ποδοπατήσω μεγαλοπρεπώς, έναν μήνα μετά από μια εξαίσια επέμβαση στα μάτια. Ούτε ο πόνος στη μέση (ήμουν σίγουρη πως ο καιρός ευθύνεται), ούτε οι μεσημεριανές σιέστες της Κυριακής (ήμουν βέβαιη ότι η κούραση της βδομάδας φταίει), ούτε το «δεν θέλω κρασί, θα πιω ένα αναψυκτικό» (ήμουν απόλυτη πως, από ένα κομμάτι φελλού που είχε πέσει μέσα, είχε οξειδωθεί). Εγώ, πάλι, όχι. Εγώ, πάλι, ποτέ.
Διαβάστε ακόμη: Έχεις θέμα; Μη ρωτάς το ΑΙ…
Το πρώτο σημάδι πως κάτι είχε αλλάξει ήρθε μαζί με μια θέση πάρκινγκ ακριβώς έξω από το σπίτι. Όχι απλώς θέση. Τη θέση. Τη μία, τη μοναδική, που έβγαλε από τα μέσα μου μια κραυγή αγαλλίασης, μαζί με σταυροκόπημα. Έσβησα τη μηχανή, την κοίταξα με στοργή και σκέφτηκα πως από εδώ δεν θα μπορούσε να με κουνήσει τίποτα και κανείς. Ούτε το άδειο πακέτο τσιγάρα, ούτε το «δεν έχουμε γάλα», ούτε το «μαμά, πέταξέ με στην προπόνηση», ούτε ο Θεός ο ίδιος. Ποια εγώ, που κάποτε το τελευταίο πράγμα που λογάριαζα ήταν πού θα αφήσω το αμάξι και που όσοι αγωνιούσαν για αυτό ήταν πολύ βολεψάκηδες. Πολύ ξενέρωτοι. Πολύ… γέροι, βρε παιδί μου.
Διαβάστε ακόμη: Και πάλι βρήκα τον λάθος άνθρωπο για ν’ αγαπήσω…
Το δεύτερο σημάδι ήταν η βραδιά που αναφώνησα στον άντρα μου (εδώ να δεις αγαλλίαση και σταυροκόπημα) «αχ, τι ωραία που ακυρώθηκε το αποψινό!». Υπό κανονικές π.Χ. συνθήκες θα ήμουν στα πατώματα. Είχα σχεδιάσει τι θα φορέσω, είχα πάει κομμωτήριο, είχα φτιάξει νύχι, είχα κανονίσει τι θα φάνε τα παιδιά και τι ώρα θα κοιμηθούν. Κι όμως, την ώρα που έσκασε στον αέρα αυτό το «ακυρώθηκε», ένιωσα κάτι που στα είκοσί μου θα το θεωρούσα αρρώστια: ανακούφιση. Μπορούσα να μείνω σπίτι. Να ξεβαφτώ. Να φορέσω πιτζάμα. Να τρυπώσω στο κρεβάτι. Να βάλω ταινία. Να μη χρειαστεί να πω σε κανέναν τι κάνω, πού χάθηκα και πότε θα τα ξαναπούμε. Ποια εγώ, που κάποτε έβγαινα χωρίς να θεωρώ απαραίτητο να γνωρίζω τη μέρα που θα επέστρεφα.
Τα τριτοτέταρτα, αλλά εξίσου σημαντικά, καμπανάκια που ανήγγειλαν το (παρα)μεγάλωμά μου, στην αρχή δεν τα άκουγα καλά. Τα χρόνια θα φταίνε. Ή το στροβίλισμα του πλυντηρίου. Ξαφνικά, από το τίποτα και από το πουθενά, άρχισα να ενθουσιάζομαι με τα απορρυπαντικά που υπόσχονται «φρεσκάδα βουνού» και τα μαλακτικά που μυρίζουν «αγκαλιά μωρού». Με καθαριστικά που «διαλύουν τα λίπη χωρίς τρίψιμο» και «έλα να σου πω ποιο αφρίζει σωστά, ποιο εξαφανίζει τα σημάδια από το άτιμο το πορτοκάλι που με τίποτα δε βγαίνει» και ποιο «κρατάει» στο ύφασμα. Ξέρω και ποιο βγάζει τη μούχλα, ποιο κάνει τα τζάμια να μη θαμπώνουν και ποιο αφήνει άρωμα λεμονιού. Ξέρω και πότε να προσθέσω ξύδι στο πλυντήριο και πότε μαγειρική σόδα. Και ναι, έχω και αγαπημένο σφουγγαράκι. Το κίτρινο με το πράσινο είναι πολύ σκληρό, το μπλε πολύ μαλακό, αλλά το ροζ; Το ροζ είναι το σωστό!
Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθαν και τα… είδη προικός. Ολοκαίνουργια, τραγανά σεντόνια, άψογα τεντωμένα στις άκρες, «αχ, πόσο ωραία θα με πάρει ο ύπνος πάνω τους». Και πετσέτες μαλακές, «στα σκουπίδια οι άλλες». Και ριχτάρια που να δένουν με το χαλί. Να έχουν και φουντάκια στις άκρες, αλλά όχι πολλά, γιατί μαζεύουν σκόνη. Και φυσικά, τα ορθοπεδικά μαξιλάρια• αυτά τα μικρά θαύματα της εργονομίας που «αγκαλιάζουν σωστά τον αυχένα», κοστίζουν όσο μια δόση ΕΝΦΙΑ και τα αγοράζω με την προσήλωση που είχα για τα παπούτσια. Ποια εγώ, η «αχαΐρευτη» και «τσαπατσούλα» της μαμάς, που κάποτε ένιωθα οικεία μόνο μέσα στο χάος.
Σε καμπάνα του (παρα)μεγαλώματός μου έχει αναδειχθεί και η μανία μου να ψάχνω και να αναλύω κάθε πιθανή κι απίθανη ενόχληση, πόνο και πονάκι. Ένα μυρμήγκιασμα στο χέρι; Νευρολογικό. Ένας πόνος στο ισχίο; Οσφυαλγία, προφανώς. Ένα τίναγμα στο βλέφαρο; Έλλειψη μαγνησίου ή στρες ή και τα δύο. Και, φυσικά, googlάρω. Με θρησκευτική προσήλωση. Για να καταλήξω από το «πόνος στη μέση» στο «μυοπεριτονιακό σύνδρομο με ψυχογενές υπόστρωμα» κι από κει στη στάνταρ φράση της κολλητής μου: «Έχεις τρελαθεί!». Ποια εγώ, που πήγαινα σε γιατρό σηκωτή και που το βρώμικο της Φωκίωνος Νέγρη και τα τέσσερα ουισκάκια τα αποκαλούσα «ισορροπημένη διατροφή».
(Παρα)μεγάλωμα και το «μην τρέχεις τόσο» κάθε φορά που φεύγουμε ταξίδι, και το «πού να μπαίνουμε τώρα σε αεροπλάνο, δεν πάμε καλύτερα με το πλοίο;», και το «παιδάκια, στις έντεκα να είστε πίσω, διαφορετικά θα ξαναβγείτε στη Δευτέρα Παρουσία», και όλες οι φράσεις που αρχίζουν να πυκνώνουν με το νοσταλγικό ερώτημα «θυμάσαι τότε;» και τον μακρόσυρτο αναστεναγμό «έχουν αλλάξει οι καιροί». Ποια εγώ, που το πάταγα μέχρι να σπάσει, που είχα τους αιθέρες για κολατσιό, τα αξημέρωτα γλέντια για φιστίκι και τη φράση «όλα μπροστά μας είναι» για οδηγό.
Μα περισσότερο απ’ όλα, το παραμεγάλωμά μου το κατάλαβα λίαν προσφάτως, σε ένα κάλεσμα. Όταν το αντίγραφο της Μαντάμ Σουσού, στρογγυλοκαθισμένο δίπλα μου, άνοιξε κουβέντα πολιτική, λούζοντας με κοσμητικά επίθετα πρόσωπα που ήξερε πως εκτιμώ. Κι εγώ, τίποτα. Ούτε φρύδι δεν σήκωσα. Ποια εγώ; Εγώ, που υπό κανονικές συνθήκες θα είχα σηκώσει τον κόσμο από τις φωνές και θα είχα κατεβάσει τον ουρανό από τα καντήλια. Εκεί κατάλαβα πως απλώς δεν έχω πια αντοχές. Ή, απλούστερα, πως είμαι πλέον μία άλλη. Ή, απλούστατα, πως παραμεγάλωσα. Κι έγινα, επιτέλους, κυρία!
Σάντυ Τσαντάκη
Πηνελόπη Παπανικολάου
Παύλος Παπαφράγκος