Διονύσης Σαββόπουλος. Έφυγε στις 21 Οκτωβρίου του 2025. Τι ειρωνεία! Επέλεξε να φύγει την ίδια ημερομηνία, που κυκλοφόρησε ένας από τους πιο εμβληματικούς δίσκους της σύγχρονης ελληνικής μουσικής σκηνής: “Το περιβόλι του τρελού”.

Διαβάστε ακόμη: Ρεβέκκα Ρούσση: Κάποια νύχτα σ’ ένα αμάξι με δυνατά τη μουσική σ’ έχω κάνει να δακρύσεις ή να ερωτευτείς

Ο “Νιόνιος” υπήρξε μια από τις πλέον καθοριστικές μορφές της ελληνικής μουσικής, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα σε πάνω από έξι δεκαετίες καλλιτεχνικής δημιουργίας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944 και η πρώτη του επαφή με τη μουσική σκηνή της Αθήνας έγινε την άνοιξη του 1963, όταν κατέβηκε μόνος του στην πρωτεύουσα με ελάχιστα εφόδια, προσδοκώντας να βρει τον δικό του δρόμο στον χώρο της τέχνης.

1960

Η δεκαετία του ’60 υπήρξε καθοριστική για εκείνον. Αφήνοντας τις σπουδές Νομικής, εντάχθηκε στο φοιτητικό κίνημα και συμμετείχε ενεργά σε πολιτικούς και πολιτιστικούς φορείς, όπως η ΕΦΕΕ και ο Σύνδεσμος Νέων για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό. Παράλληλα ξεκίνησε τις πρώτες του μουσικές εμφανίσεις σε μπουάτ της Αθήνας και των νησιών, ενώ εργαζόταν σε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει.

Το 1965 κυκλοφόρησε το πρώτο του δίσκο με τέσσερα τραγούδια, στα οποία ενσωμάτωνε επιρροές από Ζακ Πρεβέρ, Χριστιανόπουλο, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, αλλά και προσωπική φωνή και ποιητική διάθεση.

Το 1966 ήρθε το ιστορικό «Φορτηγό», ένα άλμπουμ που θεωρείται σταθμός για το ελληνικό τραγούδι. Στο «Φορτηγό» συνδυάζονται τα τραγούδια διαμαρτυρίας, η ερωτική διάθεση και η αναφορά στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, δημιουργώντας ένα έργο πολυδιάστατο και πρωτοποριακό.

Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Σαββόπουλος φυλακίστηκε και βασανίστηκε, εμπειρία που εμπλούτισε περαιτέρω τη δημιουργία του, όπως στα τραγούδια «Η Δημοσθένους λέξις» και «Θαλασσογραφία».

Το 1969 κυκλοφόρησε το «Περιβόλι του Τρελλού», συνδυάζοντας στοιχεία ελληνικού ροκ και παραδοσιακής μουσικής.

1970

Στη δεκαετία του ’70, με τα άλμπουμ «Μπάλλος» και «Βρώμικο Ψωμί», ο Σαββόπουλος εδραίωσε το ελληνικό ροκ, ενώ ταυτόχρονα πειραματιζόταν με δημοτικά και ρεμπέτικα μοτίβα. Η πολιτική σάτιρα και η κοινωνική κριτική ήταν σταθερά χαρακτηριστικά του έργου του, όπως φαίνεται στα «Αχαρνής» και στις παραγωγές του για άλλους καλλιτέχνες.

Η «Ρεζέρβα» (1979) θεωρείται από πολλούς κορυφαίο άλμπουμ του, ενώ το «Γιγανταιώρημα» παρουσίασε πολυθεαματικά προγράμματα, φέρνοντας στο προσκήνιο νέες μορφές και πρότυπα στο ελληνικό τραγούδι.

1980

Τα ’80ς τον βρήκαν να συνεργάζεται με νέες γενιές καλλιτεχνών, να δίνει ιστορικές συναυλίες, όπως αυτή στο Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης το 1983, και να αναδεικνύει την ελληνική μουσική στην τηλεόραση με την εκπομπή «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι».

Το 1989 με το άλμπουμ «Το Κούρεμα» αποστασιοποιείται από την παραδοσιακή Αριστερά και σχολιάζει πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής, ενώ παράλληλα η μουσική του διατηρεί ποιητικό χαρακτήρα και αισθητική αρτιότητα.

1990

Στα χρόνια του ’90, με άλμπουμ όπως το «Μην Πετάξεις Τίποτα» (1994), ανανέωσε το ακροατήριό του και προσέφερε νέες μουσικές εμπειρίες, δημιουργώντας παράλληλα γέφυρες ανάμεσα στις γενιές και διατηρώντας τον τίτλο του ως κορυφαίου Έλληνα τραγουδοποιού. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, με την αξεπέραστη μουσική του κληρονομιά και την ικανότητά του να συνδυάζει κοινωνικό σχόλιο με προσωπική έκφραση, παραμένει μια αναντικατάστατη μορφή της ελληνικής μουσικής σκηνής.

Τι μάθαμε από το βιβλίο του “Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα” (εκδόσεις Πατάκης)

Ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε το χάρισμα των παλιών παραμυθάδων, που σε καθίζουν κάτω και σε μαγνητίζουν με τις χειμαρρώδεις τους διηγήσεις. Το ίδιο δεν κάνουν και οι σπουδαίοι τραγουδοποιοί; Το βιβλίο του είναι μια ζωντανή αφήγηση.

“Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει.

Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.”

“Είναι η μουσική ιδιοφυία του Μάνου Χατζιδάκι που με έκανε να διαλέξω τον προσωπικό δρόμο

και με βοήθησε να δω με καινούριια ματιά μια παράδοση αιώνων ελληνικής τραγουδοποιίας, από τα σωζόμενα εκείνα σπαράγματα μουσικών κειμένων της αρχαιότητας μέχρι τα 9/8 του Τσιατσάνη.”

“Κάποτε οι άνθρωποι ξέρανε τις απαντήσεις,

αλλά στη δική μας εποχή πρέπει να τις βρεις μόνος σου κι από την αρχή, με τον κίδνυνο να μην τρις βρεις και ποτέ.”

“Ό,τι έγραψα ήταν ένα τραύλισμα νομίζω.

Αυτό ειναι για μένα η μουσική: το θείο τραγούδι που ένα αδέξιο παιδί το λέει κομπιάζοντας, έχοντας στην καρδιά του την ακατόρθωτη μελωδία μιας λαχτάρας για τελειότητα από ένα πλάσμα που δεν την έχει.”

“Στις πρόβες είναι το παλούκι.

Στην αρχή είναι χαρούμενα και ωραία, αλλά εκεί κοντά στο τέλος είναι κόλαση. Γιατί αυτό ειναι η κόλαση: η αμορφία. Εκεί πουκοντεύει πια να πάρει μορφή ένα πράγμα και λαχανιάζεις και δεν βγαίνει. Η κόλαση της αμορφίας. Νιώθεις απόγνωση.”

“Θέλω να ανήκω στη Σχολή της Θεσσαλονίκης,

όπου το περιεχόμενο είναι πάντα βιωματικό και ο τόνος πάντα εξομολογητικός.”

“Θέλω να παίζω και να βλέπω  και τον τελευταίο που κάθεται στο μπαρ.

Με φτιάνει αυτό. Τα σώματα γίνονται μπαταρίες. Ο αέρας γεμίζει σπίθες.”

“Δεν θα τα μηδενίσουμε όλα επειδή οι άνθρωποι κάνουν λάθη.

Μπήκαν στην καρδιά μας μια φορά; Εκεί θα μείνουν, κι ας φέρθηκαν κάποτε σαν λαγοί κι άλλοι σαν αλεπούδες. Δεν τους δικαιολογούμε, όχι. Μα δεν μπορούμε και να τους πετάξουμε έξω.”

“Να το καλό του να γράφεις τις αναμνήσεις σου:

θυμάσαι ποιους φέσωσες, τι τρακαδόρος, τι κλεφταράκος υπήρξες, κι αρχίζεις να τρώγεσαι τι άλλο σοβαρότερο έχεις διαπράξει και το έχεις εντελώς καταχωνιάσει. Συμμαζέψου λοιπόν και σταμάτα να κάνεις τον άνετο. Χρωστάς.”