Ακούω για ώρα ένα παρατεταμένο «Τς τς τς». Την κοιτάζω λοξά, με το ένα μου μάτι να φωνάζει: «Σταμάτα, χρυσή μου, ενοχλείς!». Το άλλο μου μάτι προσπαθεί να μείνει προσηλωμένο μπροστά. Όσο το «τς τς τς» δυναμώνει, τόσο το δεξί μου μάτι πάει στο πλάι, σαν της μικρής Ρίγκαν στον Εξορκιστή, λίγο πριν της γυρίσει ανάποδα. Όχι, δεν είμαι κομπάρσος σε γυρίσματα ψυχολογικού θρίλερ. Είμαι απλώς θεατής σε παρέλαση. Στην άκρη του δρόμου, με τον καφέ στο χέρι και τα νεύρα τσιτωμένα από το πολύ «τς τς τς» της συνομήλικης με το στόμα κοπτομηχανή. «Τς τς τς» για τα νύχια, «τς τς τς» για τις φούστες, «τς τς τς» για τη γενιά που «ξεφτίλισε τα ιδανικά, τα όσια και τα ιερά αυτού του τόπου».

Διαβάστε ακόμη: Πώς καταλαβαίνεις ότι (παρα)μεγάλωσες;

Σε λίγο, στην «παρέα» προστίθεται και ο κύριος «α πα πα». Σακάκι ριγμένο στους ώμους, ύφος αγανακτισμένου πατριώτη, βλέμμα που κόβει σαν ξυράφι. Κουνά το κεφάλι πάνω κάτω, αναστενάζει, παίρνει βαθιά ανάσα. «Αίσχος», λέει μεγαλόφωνα, για να τον ακούσουν όλοι. «Δεν υπάρχει πια ντροπή». Το λέει με στόμφο, με το βάρος του ανθρώπου που ξέρει τι φταίει για το στράβωμα του τόπου και που, φυσικά, καμία ευθύνη δεν φέρει. Η κυρία «τς τς τς» χαμογελά με ικανοποίηση, τον κοιτά με συνενοχή, συμπληρώνει, διορθώνει, αναστενάζει διπλά. Το σύμπαν αποκαταστάθηκε. Η εθνική μας υπερηφάνεια σώθηκε. Ένα «τς τς τς», ένα «α πα πα» και μια ντουζίνα «αίσχος» είναι, άλλωστε, πάντα αρκετά για να αισθανθούμε πως κάναμε το καθήκον μας ως πολίτες.

Κλείνω τα μάτια (για να μην ανοίξω το στόμα) κι όταν τα ξανανοίγω, κρατώ το βλέμμα στα κορίτσια. Όχι, δεν είναι για παρέλαση. Μαλλιά μέχρι υποταγής, περασμένα απ’ την πρέσα (τι ώρα ξύπνησες, πουλάκι μου;), φούστες που σταματούν εκεί που αρχίζει η αμηχανία, γόβες στιλέτα, πουκάμισα κατά λάθος ξεκούμπωτα, βλεφαρίδες-βεντάλιες σε ματιές επιτηδευμένης ωραιοπάθειας. Νύχια μακριά, κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, μαύρα. Χείλη γκλοσαρισμένα, φρύδια καλοσχηματισμένα, καρποί φορτωμένοι με λάστιχα και βραχιολάκια. Κάποιες κρατούν στο χέρι κινητό, άλλες ένα μπουκαλάκι νερό. Δεν έχουν βηματισμό παρέλασης, έχουν τον χαβαλέ της περατζάδας. Tον ρυθμό της πόζας και της δικής τους πρόζας. Τα «τς τς τς» φορτώνουν κι ένα «Μα, δεν έχουν γονείς;» κυλάει σαν τενεκεδάκι αναψυκτικού, κούφιο και φτηνό, στο πεζοδρόμιο. Μα φυσικά και έχουν γονείς! Την κυρία «τς τς τς», τον κύριο «Αίσχος», εμένα, εσένα, τη δίπλα και τον παραδίπλα, που τα αναστήσαμε με προοδευτικά τσιτάτα, χειροκροτήματα, likes και ασύδωτη ελευθεριότητα, μέσα σε ένα πλαίσιο χωρίς όρια. Για να τα σταυρώσουμε.

Κάποτε δεν μας άρεσαν οι ποδιές. Ήμασταν ίδιες. Εκνευριστικά ίδιες. Κι όμως, εκείνη η μπλε ποδιά δεν ήταν απλώς ύφασμα· ήταν όριο. Ένα προστατευτικό δίχτυ που μας χώριζε από τη ματαιοδοξία, την επιβολή, την ανάγκη να «φανούμε». Τις πετάξαμε με ανακούφιση, σχεδόν με περηφάνια. Ελευθερία, αναφωνήσαμε. Μόνο που μαζί με τις ποδιές πετάξαμε και το μέτρο, τη συστολή, το «ως εδώ και μη παρέκει» που μας φρέναρε και μας προστάτευε. Με τα χρόνια, στη θέση τους υψώθηκε το λάβαρο του «ό,τι γουστάρω» και τα κατάλοιπα του βλαχοπλουτισμού μας. Τα logo έγιναν το νέο εθνόσημο. Guccοπαρέες στο προαύλιο, τσάντες LV δίπλα στα τετράδια, μάτια που μετρούν ποια ξεχωρίζει και ποια περισσεύει. Κι εμείς από δίπλα, περήφανες μαμάδες πια _ γιατί «το δικό μου το παιδί έχει στυλ». Μαζί ήρθαν και τα σορτς που θυμίζουν παραλία, οι κοιλιές έξω, τα ντεκολτέ-χαράδρες, τα νύχια της Κρουέλα ντε Βιλ, το μακιγιάζ της Κιμ Καρντάσιαν και τα τρία κακά της μοίρας μας. Κι αν τολμήσει ο δύσμοιρος ο δάσκαλος ή ο καθηγητής να κάνει παρατήρηση; Μαύρο φίδι που τον έφαγε. «Οι εποχές έχουν αλλάξει, κύριε μου. Δεν μπορεί το σχολείο να είναι τόσο συντηρητικό».

Κι από δίπλα να ’σου τα καλλυντικά σε δεκάχρονες, τα balayage σε δωδεκάχρονες, τα extensions, τα βερνίκια, τα φίλτρα και τα ποσταρίσματα. «Φτου σου, κοριτσάκι μου, τι όμορφο που είσαι, μη σε ματιάσω». Φτου μας κι εμάς, που θεοποιήσαμε την ομορφιά, της στήσαμε βωμούς, της ανάψαμε προβόλια και της προσφέραμε τις κόρες μας για θυσία. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθε κι άλλο θαύμα της εποχής: τα «όχι» που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Τις ταΐζουμε με «ό,τι θέλει το κορίτσι μου», κι ύστερα αγανακτούμε που δεν μπορούν να καταπιούν το μέτρο. Τι να το κάνουν, αφού εμείς τις διδάξαμε πως μπορούν να τα έχουν όλα, πως το «όχι» είναι δείγμα κακίας και το «αποκλείεται» πολύ passé.

Διαβάστε ακόμη: Και πάλι βρήκα τον λάθος άνθρωπο για ν’ αγαπήσω… 

Ποιος φταίει, λοιπόν; Γιατί αυτά τα κορίτσια δεν ξεφύτρωσαν από το πουθενά. Δικά μας δημιουργήματα είναι. Πού να τη βρουν τη συστολή και την ευπρέπεια, όταν εμείς, οι εκ του ασφαλούς σχολιαστές, κάναμε την πειθαρχία κατάρα, τη ντροπή εξέλιξη και τη σεμνότητα μπαναλιτέ. Όταν μπερδέψαμε την απελευθέρωση με την επίδειξη, το θάρρος με την πρόκληση, το παιδί με τη γυναίκα. Όταν χάσαμε τον μπούσουλα ανάμεσα στα «δικαιώματα» και τις «ελευθερίες».

Η παρέλαση τελειώνει. Ο κόσμος σκορπίζει, τα «τς τς τς» και τα «αίσχος» μένουν να πλανώνται πάνω από τα χάρτινα σημαιάκια, μέχρι να τα πάρει ο αέρας. Τα κορίτσια απομακρύνονται γελώντας. Ας τα χειροκροτήσουμε ξανά. Δικό μας δημιούργημα, είπαμε, είναι. Και το «τς τς τς» και το «αίσχος» και το «μα καλά, δεν έχουν γονείς;» ας τα επαναλάβουμε όταν γυρίσουμε σπίτι. Αυτή τη φορά, πιο δυνατά. Μπροστά στον καθρέφτη.