Στα δέκα σου έκανες φίλες επειδή καθόσασταν στο ίδιο θρανίο. Έφτανε το «διπλανή» για να γίνει «κολλητή». Μία γομολάστιχα που εσύ μονίμως ξεχνούσες κι εκείνη πάντα κουβαλούσε για σένα, ένα κουλούρι στο διάλειμμα κομμένο στα δύο από τα χρήματα της μιας, κι αρκετά «παιδιά μου, εσείς οι δύο στα μαθηματικά είστε πιο τούβλα κι από τα τούβλα» από τα χείλη του δασκάλου, αρκούσαν για να αισθανθείτε αδελφές ψυχές. Δεν υπήρχαν προθέσεις, ούτε προσδοκίες. Ήσουν παιδί και οι φίλες δεν επιλέγονταν• συνέβαιναν. Άκοπα, αβίαστα, φυσικά, όπως πέφτουν τα φθινοπωρινά φύλλα στην αυλή εκείνου του πρώτου Σεπτέμβρη, τότε που όλα μύριζαν καινούρια αρχή. Κι εσύ τις μάζευες όλες, με τη βεβαιότητα πως καμιά δεν θα χαθεί ποτέ. Γιατί έτσι ορκιστήκατε, με μαρκαδόρους πάνω σε ροζ χαρτάκια: «Για πάντα μαζί.»

Διαβάστε ακόμη: Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα προχώρησαν

Μετά, στην εφηβεία, δεν έκανες πια φίλες επειδή τύχαινε. Τις διάλεγες. Ή μάλλον νόμιζες πως τις διάλεγες. Έπρεπε να γελάτε με τα ίδια πράγματα, να μισείτε τα ίδια πρόσωπα, να ντύνεστε με τον ίδιο τρόπο, να ακούτε το ίδιο τραγούδι και, κυρίως, να κλαίτε για διαφορετικό αγόρι. Οι φιλίες τότε είχαν ένταση, ιδρώτα και απόλυτες δηλώσεις: «χωρίς την κολλητή μου, δεν υπάρχω», έλεγες. Κι όμως υπήρχες. Γιατί αρκούσε μια παρεξήγηση, μια κουβέντα παραπάνω ή ένα «κι εμένα μου αρέσει αυτός» για να γκρεμιστούν τα πάντα όλα. Ήταν ο χειμώνας των πρώτων ρωγμών, τότε που μάθαινες ότι οι φιλίες μεταξύ γυναικών είναι ζόρικη υπόθεση και πως το «για πάντα μαζί» μοιάζει συχνά με χάρτινο πύργο• αρκεί να τραβήξεις άγαρμπα ένα τραπουλόχαρτο για να διαλυθεί.

Διαβάστε ακόμη: Τα κορίτσια της παρέλασης: Φτου τους και φτου μας!

Κι έπειτα ήρθε ο καιρός που κατάλαβες πως δεν χρειάζεται να έχεις πολλές φίλες γύρω σου• ότι οι λίγες και καλές είναι εκείνες που αξίζουν, οι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το «για πάντα» επέστρεψε στην πραγματική του διάσταση. Όχι με μαρκαδόρους και ροζ χαρτάκια, αλλά με δεσμούς της νιότης που ξεκίνησαν αθόρυβα σαν συμμαχίες επιβίωσης μπροστά σε όλα τα δύσκολα, για να μεταλλαχθούν συμπαντικά σε ακλόνητο σύμμαχο μιας ολόκληρης ζωής.

Εκείνη ήταν δίπλα σου στο αμφιθέατρο, με τα χέρια σας να τρέμουν πάνω από μια κόλλα χαρτί• εσύ ήσουν πλάι της στην πρώτη της μεγάλη ερωτική απογοήτευση. «Έχω εγώ λεφτά σήμερα», «πάρε εσύ το μεγάλο δωμάτιο, δεν με νοιάζει», «κοιμήσου, θα περάσει», «σε πήρα να βεβαιωθώ ότι έφτασες», «εγώ θα το βαφτίσω το μωρό», «να σου κρατήσω το παιδί να πάτε μια εκδρομή;», «τσακίσου και έλα, έχω κρασί στο ψυγείο». Οι φράσεις μπλέκονταν, δεν είχε σημασία ποια τις έλεγε. Το νόημα ήταν πάντα το ίδιο: εγώ είμαι εδώ. Σαν καλοκαίρι που δεν τελείωνε ποτέ, με ήλιο προορισμένο να ζεστάνει χρόνια ολάκερα. Η φιλία είχε βρει τη σωστή της θερμοκρασία.

Τα χρόνια περνούσαν και κάπου μετά τα τριάντα η ζωή σκόρπισε τις κολλητές: γάμοι, διαζύγια, παιδιά, αποστάσεις, μια καθημερινότητα γεμάτη υποχρεώσεις και προθεσμίες. Οι μέρες έγιναν μια ρουτίνα που σας έτρεχε σαν άλογα κούρσας, τα βράδια όλο και μίκραιναν και το χάσμα εκείνου του «θα τα πούμε από κοντά», χωρίς να προσδιορίζετε μέρα, ώρα ή έτος, ολοένα και μεγάλωνε. Δεν σε ένοιαζε. Ένιωθες πως οι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού φίλες, ακόμη κι αυτή η μία και μοναδική, σου έφταναν και σου περίσσευαν. Δοκιμασμένες σαν παλιό κρασί, σταθερές όπως το τηλέφωνο της μάνας σου Κυριακή απόγευμα, κατοχυρωμένες σαν τις άδειες του Αυγούστου στη δουλειά. Δεν είχες πια χρόνο, χώρο ή αντοχές για καινούριες. Δεν εμπιστευόσουν εύκολα, δεν μοιραζόσουν απλόχερα, στένευες και έκλεινες με ένα αόριστο «θα τα πούμε κάποτε» καπελωμένο από το οριστικό «για πάντα».

Κι όμως. Όπως συμβαίνει με όλα τα «αποκλείεται», η ζωή έρχεται να σε διαψεύσει φέρνοντάς σου ακριβώς αυτό που δεν της ζήτησες: μια γυναίκα που τη γνώρισες τυχαία στο γραφείο, στο σχολείο των παιδιών, στην προπόνηση του γιου σου και σου είπε «Εσύ, κάτι μου θυμίζεις, από κάπου σε ξέρω». Κι εκεί που έλεγες «εντάξει, μία απλή γνωριμία είναι, τίποτα περισσότερο», κάτι μέσα σου άλλαζε. Δεν είχες χρόνο, κι όμως τον έβρισκες. Δεν είχες διάθεση, κι όμως την ανακάλυπτες. Μιλούσατε λίγο, μετά λίγο περισσότερο, και πριν το καταλάβεις, γελούσες όπως είχες χρόνια να γελάσεις. Στις κουβέντες σας δεν χρησιμοποιείτε ποτέ τη λέξη «θυμάσαι;», στις συναντήσεις σας δεν χαζεύετε φωτογραφίες συνοδευόμενες από τη φράση

«Κοίτα πώς μεγαλώσαμε», στις μνήμες της μιας δεν υπάρχει πουθενά η άλλη, μα κάτι στον τρόπο που ξεκαρδίζεστε, που σωπαίνετε, που πιάνετε τα πράγματα από τη μέση της φράσης, που διαισθάνεστε τους ανθρώπους, μοιάζει να σας συνδέει από καιρό. Η φιλία τώρα θυμίζει άνοιξη. Μια μανόλια που αργεί να ανθίσει, μα όταν το κάνει, γεμίζει τον κόσμο με άρωμα και ομορφιά. Κι εσύ; Εσύ γίνεσαι ξανά το κοριτσάκι που έκανε φίλη επειδή απλώς έτυχε να κάθεται στο «διπλανό θρανίο». Σαν να άνοιξες κατά λάθος την πόρτα σε μια ξένη που έπρεπε να είναι πάντα εκεί. Σαν να ανακάλυψες μια μελωδία που ήξερες απ’ έξω χωρίς να την έχεις ακούσει ποτέ. Σαν να βρήκες τη συγγενική σου ψυχή που απλώς άργησε λίγο στο πάρτι…