Μας υποδέχθηκε με χαμόγελο στο σπίτι του, το 2018, όλα τα μέλη ενός πολυάριθμου τηλεοπτικού συνεργείου, για να αφηγηθεί ιστορίες με στιλ. Ο Ντίμης Κρίτσας, που πέθανε την περασμένη Παρασκευή, πλήρης ημερών, υπήρξε ένας σούπερ σταρ της μόδας με παγκόσμια ακτινοβολία. Η μόδα του ταξίδεψε από την Αθήνα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Μιλούσε στις κάμερες για τουλάχιστον μία ώρα.

Διαβάστε ακόμη: O Ντίμης Κρίτσας έδωσε λάμψη στην υψηλή ραπτική της Ελλάδας

Για να γνωρίσουμε καλύτερα τον άνθρωπο πίσω από τη φήμη, την ψυχή πίσω από την haute couture. Ένα μικρό απόσπασμα φιλοξενήθηκε στην εκπομπή «Ιστορίες Μόδας» (παραγωγή Foss Productions) για την ΕΡΤ1. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό και την φιλαρέσκεια του, απολαμβάνοντας την προσοχή και τη φροντίδα μας, τα φώτα, το μακιγιάζ, τις ερωτήσεις, το ενδιαφέρον μας.

Θέλησα να απομαγνητοφωνήσω όλη τη συνέντευξη για να τον αποχαιρετήσουμε, όπως του αξίζει, μέσα από λέξεις, εικόνες, σιωπές, γέλια, ανάσες. Ένα σπάνιο ντοκουμέντο μίας κινηματογραφικής ζωής. Ζωντανός λόγος, αφιλτράριστος. Όπως μόνο ένας μετρ μπορεί.

Δημήτρης ή Ντίμης; Τι σας αρέσει καλύτερα;

Εμένα όλη μου τη ζωή με λένε Nτίμη. Στην Αμερική με φώναζαν Δημήτρη, στο Παρίσι Dimitri, αλλά το Ντίμης έμεινε. Είναι πιο τρυφερό.

Ποια είναι η πρώτη ιστορία μόδας που θυμάστε;

Η πιο αστεία και καθοριστική. Η οικογένεια μου ήταν αυστηρή, παλαιών αρχών. Έβλεπα τη μητέρα μου, τις φίλες της, και ήθελα να ασχοληθώ με τη μόδα. Δεν τολμούσα να το πω σε κανέναν, υποτίθεται πως ήταν «γυναικείο» πράγμα. Έκανα τη θητεία μου, τελείωσα τη σχολή και έπρεπε, σύμφωνα με την οικογένεια, να φύγω στο Παρίσι, να σπουδάσω στη Σορβόννη, για το Υπουργείο Εξωτερικών. Έφυγα με το πλοίο από το Μπρίντιζι για Παρίσι. Εκεί βρήκα έναν φίλο μου, με μια Cadillac Decapotable Turquoise, φανταστείτε. Μου λέει «Ντίμη, έχεις λεφτά;» Του λέω, «Ένα κομπόδεμα έχω». «Πάμε στις Κάννες», μου λέει, «αρχίζει το φεστιβάλ!» Και πήγαμε.

Εκείνος στο Carlton, εγώ στο Miramar. Είχα μαζί μου μια υπέροχη πετσέτα από τη Μύκονο. Πηγαίναμε λοιπόν στην πλαζ με όλους τους VIP. Ήμουν νέος, αδύνατος, ψηλός, μιλούσα άπταιστα γαλλικά. Κάθομαι, και βλέπω να πλησιάζει ένας κύριος. Μου λέει «Έχετε μια πολύ ωραία πετσέτα». Του λέω «Είμαι Έλληνας, και η πετσέτα είναι από τη Μύκονο». Χαμογέλασε κι έφυγε. Έρχεται μετά η παρέα μου και με ρωτά: «Πού τον ξέρεις αυτόν;» Λέω «Δεν τον ξέρω!». «Αυτός είναι ο Jacques Fath!» Μου κόπηκαν τα πόδια. Ο μεγαλύτερος κουτυριέ της εποχής! Κι έτσι άρχισαν όλα. Γίναμε φίλοι, μου γνώρισε τη γυναίκα του, μου είπε σε ποιες σχολές να πάω, με βοήθησε. Πήγα στον Βalenciaga, μετά στον Fath, έμεινα πέντε χρόνια. Οι γονείς μου δεν ήξεραν τίποτα, πίστευαν ότι ήμουν στη Σορβόννη!»

Πώς ήταν το Παρίσι τότε;

Ήταν το κέντρο του κόσμου. Όλοι οι μεγάλοι ήταν εκεί. Ο Dior, ο Balmain, ο Balenciaga, ο Givenchy. Στους δρόμους έβλεπες γυναίκες ντυμένες σαν από πίνακα. Η μόδα δεν ήταν απλώς δουλειά, ήταν κουλτούρα, τρόπος ζωής. Στα καφέ, στα ατελιέ, στην πασαρέλα, όλα απέπνεαν ρυθμό, φως και αισθητική.

Πώς θυμάστε τους μύθους της μόδας εκείνης της εποχής;

Στον Balenciaga, όταν πηγαίναμε, έτρεμα. Ήμασταν τρεις σχεδιαστές, μας έδινε τη γραμμή κι εμείς δουλεύαμε πάνω σε αυτή. Στις επιδείξεις δεν ακουγόταν ούτε μύγα. Ούτε μουσικές, ούτε φώτα. Τα μοντέλα δεν πήγαιναν ποτέ από οίκο σε οίκο, φοβόντουσαν μην αποκαλύψουν μυστικά. Όλα ήταν αυστηρά. Και η «κόπια», το αντίγραφο, ήταν το απόλυτο έγκλημα. Ήταν σχολείο. Ο Cristóbal Balenciaga δεν μιλούσε πολύ, αλλά μάθαινες παρατηρώντας: τις γραμμές, τη σιωπή, τον σεβασμό στη δομή. Γνώρισα και τον Yves Saint Laurent, τότε ήταν κι αυτός νέος, γεμάτος όρεξη και ταλέντο. Ήταν μια μαγική εποχή.

Πότε αποφασίσατε να κάνετε κάτι δικό σας;

Όταν γύρισα στην Αθήνα, αποφάσισα να ανοίξω τον δικό μου οίκο ραπτικής. Στη Βουκουρεστίου 19. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία μου. Αλλά όλα ξεκίνησαν από εκείνη την πετσέτα στις Κάννες. Αν δεν είχα γνωρίσει τον Jacques Fath, δεν θα έμπαινα ποτέ στη γαλλική κουτούρ. Ξένος δεν έμπαινε τότε. Ούτε ο Valentino δεν μπορούσε. Μετά από πέντε χρόνια στο Παρίσι, ήθελα να δημιουργήσω κάτι προσωπικό. Ήξερα ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε ακόμη πραγματική μόδα. Υπήρχαν ράφτρες, αλλά όχι σχεδιαστές με υπογραφή. Άνοιξα το πρώτο μου ατελιέ στην Αθήνα, κάτι εντελώς καινούριο. Ήθελα να φέρω την κομψότητα του Παρισιού με το φως και την απλότητα της Ελλάδας.

Και πώς βρεθήκατε να κάνετε διεθνή καριέρα;

Πέρασαν τα χρόνια, ήρθα στην Αθήνα, ο οίκος πήγαινε περίφημα. Οι κυρίες της Αθήνας έραβαν όλες σε εμάς. Η πρώτη μου επίδειξη στην Αθήνα το 1955 ήταν μεγάλη υπόθεση. Έφερα τέσσερα γνωστά μοντέλα της εποχής. Ήταν πρωτοποριακό, τότε δεν ήταν σύνηθες να φέρνει κάποιος μοντέλα από το εξωτερικό. Αλλά κάποια στιγμή είπα: «Φτάνει». Πούλησα τα πάντα, κι έφυγα για Νέα Υόρκη. Το μεγάλο salto mortale.

Αν δεν είχα την κληρονομιά της θείας μου από την Ελβετία, δεν θα μπορούσα. Γιατί στη Νέα Υόρκη χωρίς λεφτά δεν πας. Δούλευα 17 ώρες τη μέρα. Κι όμως, μια μέρα βρέθηκα εξώφυλλο στα περιοδικά, σαν να έπεσα από το Empire State Building και να προσγειώθηκα στα πόδια μου. Ο πατέρας μου, που κάποτε έλεγε «ο Κρίτσας θα γίνει ράφτρα», τελικά περηφανευόταν. Όταν ήρθαν οι κυρίες του παλατιού, οι πριγκίπισσες, δεν έλεγε κουβέντα. Εγώ πάντως το ευχαριστήθηκα. Αγαπώ αυτή τη δουλειά. Γιατί κάθε ρούχο που έφτιαχνα ήταν για μία συγκεκριμένη γυναίκα, δεν ήταν για όλες.

Στην Ελλάδα πάντα ένιωθα ξένος. Ακόμα κι αν είχα φίλους, δεν ένιωθα πλήρης.

Τι σχέση έχουν τα ρούχα που σχεδιάζατε με τα κοστούμια για το σινεμά;

Στον κινηματογράφο, πρώτα διάβαζα το σενάριο. Έπρεπε να καταλάβω τον ρόλο, να δω τι ταιριάζει. Να φάω lunch με τη γυναίκα, να τη γνωρίσω. Έτσι έφτιαχνα τα ρούχα. Μερικές φορές από αυτά έβγαιναν Όσκαρ. Έντυσα και την Κορίνα Τσοπέη, τη μοναδική Ελληνίδα που έγινε Μις Υφήλιος. Το φόρεμα της είχε ουρά τριών μέτρων. Μου είπε: «Πώς θα περπατήσω;» Της είπα: «Αυτή η ουρά θα σε βγάλει, μπροστά δεν θα έχεις κανέναν, πίσω δεν θα μπορούν να πλησιάσουν!» Και βγήκε Μις Υφήλιος.

Πώς βρεθήκατε στις απονομές των Όσκαρ;

Πήγαινα συχνά, ήμουν φίλος με τον Oliver Stone. Τα Όσκαρ όμως είναι βαρετά. Κάθεσαι, βλέπεις τους άλλους να παίζουν τους ρόλους τους. Το ωραίο είναι μετά, στα πάρτι, που γίνονται χαμός. Εκεί είναι η χαρά. Γνώρισα και τη Lana Turner, φίλη, λατρεμένη. Έμενα σπίτι της. Στα Όσκαρ πηγαίναμε μαζί. Ήταν πανέμορφη, αλλά δυστυχώς είχε το δράμα με την κόρη της. Και η ζωή της, όπως πολλών ηθοποιών, ήταν πιο σκληρή από το σινεμά.

Ποιες άλλες διάσημες σταρ είχατε επιμεληθεί;

Αν αναφέρεστε στην Grace Kelly, υπήρξε πολύ όμορφη, αλλά πεταχτούλα! Σήμερα τη θεωρούν αγία, τότε δεν είχε και την καλύτερη φήμη. Η Faye Dunaway, καταπληκτική αλλά έπεσε στα ναρκωτικά. Η Romy Schneider, γλυκύτατη και άτυχη. Κι η udy Garland, μεγάλη φωνή. Την είχα φιλοξενήσει στην Αθήνα.

Σήμερα βλέπω εκπομπές τύπου «My Style Rocks» και γελάω. Δεκαπέντε γυναίκες, ντυμένες όπως να ’ναι, η μία κρίνει την άλλη, και οι κριτές δεν έχουν ιδέα από μόδα!

Και στην Ελλάδα;

Στην Ελλάδα, έντυνα τις πιο σημαντικές Ελληνίδες ηθοποιούς, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Έλλη Λαμπέτη, η Ζωή Λάσκαρη και η Μελίνα Μερκούρη, δεν έκανα μόνο ρούχα για τον κινηματογράφο αλλά και για το θέατρο. Έβαλα το όνομά μου σε κάθε παράσταση.

Πώς ήταν η επιστροφή σας στην Ελλάδα σε σχέση με την Αμερική;

Στην Ελλάδα πάντα ένιωθα ξένος. Ακόμα κι αν είχα φίλους, δεν ένιωθα πλήρης. Στις ΗΠΑ, ήξερα ότι ξεκινώ από το μηδέν, αλλά μπορούσα να κάνω ό,τι ήθελα.

Πώς κρίνετε τη μόδα του σήμερα;

Σήμερα βλέπω εκπομπές τύπου «My Style Rocks» και γελάω. Δεκαπέντε γυναίκες, ντυμένες όπως να ’ναι, η μία κρίνει την άλλη, και οι κριτές δεν έχουν ιδέα από μόδα! Αν ήθελαν να κάνουν κάτι σοβαρό, ας φώναζαν τη Λουκία, εμένα, ανθρώπους που ξέρουν. Σήμερα, οι τηλεοπτικοί διαγωνισμοί μόδας δεν έχουν καμία σχέση με την αληθινή μόδα. Η μόδα πρέπει να τη ζεις, όχι να κρίνεις από μια σκηνή.

Ποιος είναι ο απολογισμός της ζωής σας;

Εγώ δεν κάνω πια τίποτα. Είμαι ενενήντα χρονών. Τι να κάνω; Εγώ τη δουλειά μου την έκανα, τη χάρηκα, και τη θεωρώ ευλογία. Είχα τύχη, πολλή τύχη κι αυτό είναι το σημαντικότερο. Να έχεις τύχη, και να αγαπάς αυτό που κάνεις.

Και αν έπρεπε να δώσετε ένα χρώμα στη σύγχρονη ελληνική μόδα;

Μαύρο, κόκκινο και άσπρο. Μαύρο για μυστήριο και κομψότητα, κόκκινο για ζωντάνια, άσπρο για την ανακωχή. Το μαύρο δεν πεθαίνει ποτέ.

Πώς θέλετε να σας θυμούνται;

Δεν με ενδιέφερε η φήμη, ήθελα να δημιουργώ ρούχα με ψυχή, όχι για τα χρήματα. Εγώ ξέρω τι έκανα. Αυτό αρκεί. Η μόδα για μένα είναι προσωπικότητα, χιούμορ και απλότητα. Η μόδα ήταν η ζωή μου.