«Θέλω να μοιραστώ κάτι μαζί σας. Δίπλα από το σπίτι μας είναι ένα σχολείο, γυμνάσιο, κι όταν γύριζα τον σκύλο μου από τη βόλτα του, ξαφνικά άρχισαν να πετάνε στον κήπο μας τεράστιες πέτρες, κοτρόνες. Με το που το βλέπω, φωνάζω, “ε, τι κάνετε;” και συνέχισαν να πετάνε άλλες τέσσερις. Και αναρωτιέμαι: αν με είχε χτυπήσει μία από αυτές; Αν τα παιδιά μου ήταν εδώ και έπαιζαν στον κήπο; Ήξεραν ότι μπορεί να χτυπούσαν έναν άνθρωπο; Προφανώς. Τους ένοιαξε; Ούτε λίγο. Αναρωτιέμαι. Τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου;».

Διαβάστε ακόμη: Οι 4 εποχές της γυναικείας φιλίας

Τα παραπάνω λόγια της Βασιλικής Μιλλούση, ανεβασμένα στα social λίγο μετά την επίθεση ανηλίκων με πέτρες στο σπίτι της, δεν ήταν τίποτα μπροστά στην εικόνα της. Βλέμμα χαμένο σε μάτια υγρά, πρόσωπο σφιγμένο, ανάσα κομμένη στα δύο. Ο τόνος της φωνής της δεν είχε οργή. Είχε τη λύπη της συνειδητοποίησης. Το τράνταγμα του «δεν είναι δυνατόν». Την εισβολή του αταίριαστου. Την προσπάθεια να χωρέσει μέσα της δύο ασύμβατες εικόνες: παιδιά που στο σχόλασμα μπήκαν σε σώμα μπράβου, σημαδεύοντας την περιουσία της, την ακεραιότητά της, τη ζωή της. Ένας καθαρός, ωμός, αδιαπραγμάτευτος τρόμος. Ο τρόμος του «κι αν είχε γίνει το κακό;». Και ένα απεγνωσμένο ερώτημα: «Τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου;»

Διαβάστε ακόμη: Reverse age-gap: Ο μύθος της ηλικίας

Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με ταλανίζει εδώ και καιρό. Όχι για τη φορά που είδα κάτι πιτσιρικάδες να κλωτσάνε και να σμπαραλιάζουν «για πλάκα» τις γλάστρες της εισόδου μας. «Δεν χάθηκε ο κόσμος. Θα αγοράσω άλλες. Λίγη σκούπα, λίγο χώμα κι όλα καλά», είπα. «Άσ’ το να πάει στο διάολο κι εκείνα στο καλό. Κι εμείς ήμασταν κάποτε παιδιά, κι εμείς κάναμε βλακείες». Ούτε για την άλλη που ανήλικοι έσκασαν από τον δρόμο στην τζαμαρία του σπιτιού μου μια ντουζίνα αυγά και έφυγαν τρέχοντας. «Μ’ ένα μπουκάλι χλωρίνη θα ξεβρωμίσουν όλα», είπα. «Άσ’ το να πάει στο διάολο κι εκείνα στο καλό. Κι εμείς ήμασταν κάποτε παιδιά, κι εμείς κάναμε βλακείες».

Ο διάολος με κυρίευσε όταν, πριν από τρία χρόνια, κάτι δεκατριάχρονοι μάγκες, μέρα μεσημέρι, αμέσως μετά το σχόλασμα, χτύπησαν, έφτυσαν και άρπαξαν με τη βία από τον γιο μου τα λίγα χρήματα που είχε πάνω του. Τους βρήκα το ίδιο απόγευμα. Η αστυνομία συνέλαβε τον έναν από τους δύο μεσάνυχτα και το επόμενο πρωί πήγαμε στο τμήμα για αναγνώριση. Εκεί ήταν το πρώτο πάγωμα. Ένα δεκατριάχρονο παιδάκι, μόνο του, πίσω από τα κάγκελα. Δεν ξέρω αν η απόγνωση που είδα στα μάτια του ήταν δική του ή το καθρέφτισμα της δικής μου. Αυτό που ξέρω ήταν πως όλη την υπόλοιπη μέρα στροβίλιζε στο μυαλό μου εκείνο το «τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου;». Προσπάθησα να επικοινωνήσω με τους γονείς.

Μάταια. Οι μανάδες άφαντες. Ένας από τους μπαμπάδες απλώς μου διεμήνυσε, μέσω του σχολείου του γιου του, πως είναι «κουμάντο στον Πειραιά», έχει χρήμα και «γνωριμίες» και… να κάτσω καλά.
Το περιστατικό επανήλθε στην επικαιρότητά μου πριν από μία εβδομάδα, όταν ένας αστυνομικός από την Ασφάλεια Πειραιά μου τηλεφώνησε για να με ρωτήσει: «Ο εισαγγελέας ζητάει να μάθει αν επιθυμείτε την ποινική δίωξη των ανηλίκων. Τι θα κάνετε;». Του απάντησα πως δεν ξέρω ακόμα. Ότι θέλω λίγες μέρες να το σκεφτώ. Με την ψυχή μου να λαβώνεται από τη θέα παιδιών πίσω από τα σίδερα και το μυαλό μου να αγριεύει από την αδιαφορία, το κουμανταλίκι, και τις έμμεσες απειλές των γονιών τους. Τραμπάλα συναισθημάτων που δεν ξέρω ακόμη σε ποια πλευρά θα είναι σωστό να γείρει. Και έτσι, λίγο πριν την απόφαση, συνεχίζω να ρωτάω: «Τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου;».

Ξέρω ότι δεν φταίνε τα παιδιά. Φταίνε οι μεγάλοι απόντες και οι ακατάλληλοι παρόντες. Για αυτούς είναι τα σίδερα. Για αυτούς και οι ποινές.

Για εκείνους που στον πρώτο τσαμπουκά είπαν «έλα μωρέ παιδί είναι». Που τα έμαθαν πως είναι μαγκιά να τραμπουκίζεις, αντριλίκι να βαράς, πταίσμα να απειλείς και «κακιά στιγμή» να κλέβεις. Που τους πέρασαν πως με τα φράγκα όλα διορθώνονται και με τις γνωριμίες όλα κουκουλώνονται. Που τους δίδαξαν ότι «συγγνώμη» λένε μόνο οι κότες, πως στη ζωή πρέπει να είσαι ροντβάιλερ κι αν στραβώσει η φάση να κάνεις το παγώνι. Που τα μεγαλώνουν παρατημένα, και όταν η αστυνομία τα συλλαμβάνει, λένε «κράτα τον μέσα, κοιμάμαι τώρα, έχω δουλειά αύριο νωρίς». Που δεν τρέχει κάστανο αν ο τρόμος που σπέρνουν τα δικά τους παιδιά φυλακίζει στους τέσσερις τοίχους τα δικά μας, που τρέμουν να βγουν για μια βόλτα στους δρόμους και τις πλατείες.

Πολλές φορές αναρωτιόμαστε γιατί εμείς δεν ήμασταν τέτοια παιδιά. Η απάντηση είναι απλή: γιατί δεν είχαμε τέτοιους γονείς. Γονείς τρελαμένους, αδιάφορους, ακατάλληλους, επικίνδυνους. Υπήρχε όριο. Σεβασμός. Συνέπεια. Τιμωρία. Κι ένα ανεπαίσθητο τράβηγμα αυτιού που προβιβάστηκε σε κακούργημα στο όνομα μιας δήθεν ελευθεριότητας. Μίας ελευθεριότητας που αφήνει τα παιδιά ακυβέρνητα, έρμαια και μόνα απέναντι στον χειρότερο εαυτό τους. Και μη μου πείτε ότι δεν ξέρουν. Όλα τα ξέρουν. Και τα μαχαίρια που κουβαλάνε επάνω τους τα καμάρια τους, και τα χασίσια που φουμάρουν από το δημοτικό, και το ξύλο που ρίχνουν στους αδύναμους, και τα σκηνικά βίας που ανεβάζουν καμαρωτά στα social, και τις φορές που έχουν συλληφθεί, και τις απειλές που ξεστομίζουν «μη σε ξαναδώ στην περιοχή μου γιατί θα πεθάνεις», και τα νταηλίκια σε τάξεις και προαύλια. Απλά δεν τους νοιάζει, δεν τους αφορά. Και σας ρωτάω για ακόμη μία φορά: «Τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου; Θα λέγατε ναι ή όχι στο ερώτημα “Επιθυμείτε την ποινική δίωξη ενός παιδιού;”»

Creative: Ανδρέας Κωστόπουλος