«Απ’ τη ζωή μου τη φριχτή μέχρι τα τώρα είχα δεχτεί τόσα χαστούκια μαζεμένα / μέρα καλή δεν έχω δει / μού ‘λειπε μόνο δηλαδή ένα χαστούκι κι από σένα / Χτύπα λοιπόν χτύπα γερά, χτύπα με ακόμα μια φορά αφού το κέφι σου το θέλει / μα να θυμάσαι όπου πας, είν’ ανανδρία να χτυπάς ένα ανθρώπινο κουρέλι…» Η Βέμπο. Η φωνή της. Και μια γειτόνισσα να τη σιγοτραγουδά με δάκρυα στα μάτια, πριν από χρόνια, πολλά χρόνια. Μια εικόνα που έμεινε εκεί, καρφωμένη στο μυαλό μου, σαν φωτογραφία που δεν ξεθώριασε ποτέ. Δεν ήξερα τότε τι κουβαλούσε. Το κατάλαβα δύο δεκαετίες αργότερα, όταν ξαναείδα τα ίδια μάτια, τα ίδια δάκρυα, στο πρόσωπο μιας φίλης μου. Της Έλλης.

Διαβάστε ακόμη: Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα προχώρησαν

Την ήξερα από παιδί. Κάτι λιγότερο από κολλητή, κάτι περισσότερο από την τύπισσα που θες για παρέα. Όμορφη, διαβολικά έξυπνη, απρόβλεπτη, ένα μείγμα λάμψης και αυτοκαταστροφής, συνώνυμο της ακαταμάχητης γοητείας της. Έγινε γιατρός και ύστερα, στα 28 της, μετά από έναν τρελό έρωτα, νύφη. Η ομορφότερη νύφη που είχα δει στη ζωή μου. Και η νύχτα του γάμου της, η τελευταία φορά που την είδα να λάμπει.

Διαβάστε ακόμη: Επιθυμώ την ποινική δίωξη ενός παιδιού

Τον γνώρισε, τον ερωτεύτηκε και τον παντρεύτηκε μέσα σε οκτώ μήνες. Άλλοι τόσοι ήταν αρκετοί για να περάσει τις πύλες της κόλασής του. Στην αρχή ήταν «ο καλύτερος». Όμορφος, σαν σταρ χολιγουντιανής ταινίας, με όνομα και λεφτά. Τα τελευταία έφταναν και περίσσευαν, της είχε πει, δεν χρειαζόταν να δουλεύει. Θα ταξίδευαν μαζί για τη δουλειά του. Εκείνος το απαίτησε, εκείνη το βάφτισε «αγάπη».

Το πρώτο χαστούκι το έφαγε σε ένα ταξίδι στο εξωτερικό: «Τώρα που είσαι γυναίκα μου δεν θα κοιτάζεις άλλους άντρες». Το χαστούκι έγινε γροθιά. Η γροθιά έγινε μελανιά. Και η μελανιά έγινε σιωπή, σημάδι μιας προδιαγεγραμμένης δυστυχίας. Η κόλασή της κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια. Θυμάμαι να σέρνεται απέναντί μου, ένα ανθρώπινο κουρέλι. «Δεν είναι η πρώτη φορά που με χτυπάει… αλλά τον αγαπάω. Δεν μπορώ να τον αφήσω. Μου υποσχέθηκε ότι θα αλλάξει. Δεν θα αλλάξει;» Θυμάμαι και την κραυγή που βγήκε από μέσα μου: «Όχι. Δεν θα αλλάξει. Ποτέ! Ο άντρας που σηκώνει μια φορά το χέρι του, θα το σηκώσει ξανά και ξανά. Φύγε, όσο είναι νωρίς!»

Η Έλλη δεν έφυγε. Χάθηκε από παντού. Φίλους, γνωστούς, συγγενείς. Όλοι ήξεραν, κανείς δεν μιλούσε. Κι όσοι προσπάθησαν, έβρισκαν πόρτες κλειστές από φόβο και ντροπή. Ένα βράδυ οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία: «Κάντε κάτι! Θα τη σκοτώσει». Κανείς δεν καταλάβαινε ότι μέσα της ήταν ήδη νεκρή. Άρχισε να πίνει «για να ξεχάσω». Και σταμάτησε να τρώει «για να μην θυμάμαι πως ζω». Όταν είχε γίνει πια σκιά του εαυτού της, μια ανάσα πριν τον θάνατο, μπήκε σε κλινική με εισαγγελική εντολή.

«Ήταν απόφαση της μάνας μου. Τότε τη μισούσα. Σήμερα ξέρω πως αν δεν το είχε κάνει, θα είχα πεθάνει». Την ξαναείδα χρόνια μετά• με έναν νέο άντρα δίπλα της και τρία παιδιά να τρέχουν γύρω της. «Άργησα να καταλάβω το κακό», μου είπε τότε. «Με είχε πείσει ότι έφταιγα εγώ. Δέκα χρόνια έχασα. Έγινα όμως πιο δυνατή. Όχι… δεν μετανιώνω για τίποτα, εκτός από ένα: ότι δεν τον κατήγγειλα. Έπρεπε να έχει πάει μέσα, για να μην κάνει κακό σε άλλες γυναίκες. Αυτοί οι άνθρωποι είναι άρρωστοι. Τέρατα που επουλώνουν τα δικά τους τραύματα ανοίγοντας πληγές σε γυναικεία κορμιά…»

Οι αριθμοί αυτών των τεράτων σοκάρουν.

Περίπου 1 στις 3 γυναίκες παγκοσμίως έχει βιώσει κάποια μορφή βίας στη διάρκεια της ζωής της.

Κάθε χρόνο, 316 εκατομμύρια γυναίκες ζουν τον ίδιο εφιάλτη από τον άνθρωπο που αποκαλούν σύντροφο.

Και το πιο φρικτό απ’ όλα: περίπου 140 γυναίκες και κορίτσια δολοφονούνται κάθε ημέρα από εκείνον που κοιμούνται δίπλα του ή από κάποιο μέλος της οικογένειάς τους.

Κι από δίπλα, μια χυδαία ανοησία να επαναλαμβάνεται σε γειτονιές, σε πάνελ, σε αστυνομικά ρεπορτάζ και σε ξεδιάντροπους τίτλους: «Τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε», «Τη δολοφόνησε από έρωτα», «Την ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου επειδή τη λάτρευε». Αυτό, ανεγκέφαλοί μου, δεν είναι αγάπη. Είναι αρρώστια μεταμφιεσμένη σε συναίσθημα. Η βία ενός άντρα δεν γεννιέται τη μέρα που χτυπάει· γεννιέται χρόνια πριν, στο σπίτι που του έμαθε ότι το αρσενικό ορίζει, απαιτεί, επιβάλλεται. Ότι η υποταγή είναι αφοσίωση και η ζήλια απόδειξη πάθους. Εκεί λερώνεται η αγάπη, τόσο βαθιά και τόσο απόλυτα, που όταν φτάνει η στιγμή του εγκλήματος, αυτός ο άντρας πιστεύει ότι είχε λόγο. Ότι παρασύρθηκε. Ότι έχασε τον εαυτό του. Ότι ο έρωτας τον τρέλανε. Ότι το χέρι του ξέφυγε.

Όχι. Δεν είναι η αγάπη που τον τρέλανε· είναι το σκοτάδι του, το κενό του, η αδυναμία του να σταθεί χωρίς να εξουσιάζει. Κι όταν ο εαυτός του τον καταπίνει, ξεσπά πάνω της. Με χαστούκια, με κλωτσιές, με μαχαίρια, με ό,τι έχει, με ό,τι είναι. Αυτοί οι άντρες δεν αγαπούν· κατέχουν. Μπερδεύουν το «είσαι δική μου» με το «με αγαπάς», τον τρόμο με τον έρωτα, το δάκρυ με την αφοσίωση, την υποταγή με την πίστη. Κι έτσι η αγάπη τους γίνεται πετσοκομμένη, άρρωστη, δολοφονική.

Και το πιο τραγικό; Ότι συχνά τα θύματά τους πιστεύουν αυτή την αρρωστημένη εκδοχή. Πως η γροθιά είναι λάθος της στιγμής. Πως το «δεν θα το ξανακάνω» είναι υπόσχεση. Πως το «χωρίς εσένα δεν υπάρχω» είναι τρυφερότητα και όχι απειλή. Γι’ αυτό πρέπει να μιλάμε, να γράφουμε, να φωνάζουμε, να δείχνουμε στα θύματα τις εξόδους κινδύνου και στον κόσμο τα τέρατα με τη φάτσα και το όνομά τους. Γιατί όσο οι κοινωνίες, οι τίτλοι, οι γειτονιές συνεχίζουν να τους ντύνουν με ρομαντισμούς και πάθη, όσο μεταφράζουν την κακοποίηση σε «λυτρωμένο έρωτα», τόσο περισσότερο γυναικείο αίμα θα χύνεται. Σαν μια σιωπή που βαραίνει μέχρι να γίνει μοίρα.